Με το σημερινό άρθρο, επιχειρείται η αποσαφήνιση ενός όρου με πολλές πτυχές, μιας πολύσημης πολιτικής έννοιας∙ αυτής του «Λαϊκισμού» (Populism). Πριν από κάποιες μέρες, παρακολουθούσα στον τηλεοπτικό μου δέκτη τη Μισέλ, όχι του Ομπάμα, αλλά της Νέας Δημοκρατίας. Την Άννα – Μισέλ Ασημακοπούλου λοιπόν. Σε μία από τις καθημερινές ”παραθυρομαχίες”, τυπικό πλέον γνώρισμα μιας εποχής τηλε–δημοκρατίας, έκανε νύξη στον επονομαζόμενο «Άρχοντα του Λαϊκισμού». Όπως διευκρίνισε, πρόκειται για την νέα, αλλά όχι και τόσο επιτυχημένη τριλογία, με πρωταγωνιστή τον (άραγε οσκαρικό ?) Αλέξη Τσίπρα. Αυτή ήταν η αφορμή, για να γραφτεί ένα κείμενο για τον Λαϊκισμό.
Ο όρος «Λαϊκισμός», βρίσκεται στην ημερησία διάταξη. Πολιτικοί, δημοσιογράφοι, αναλυτές, αλλά και πολίτες τον μνημονεύουν επανειλημμένως. Στο Κοινοβούλιο, σε τηλεοπτικές διενέξεις, ακόμη και στις καθημερινές, καφενειακού επιπέδου συζητήσεις. Οι αναφορές σε λαϊκιστές ηγέτες, λαϊκίστικες πρακτικές, λαϊκιστικά κόμματα ή κινήματα είναι συχνές. Ακόμη και σε μία συνηθισμένη λογομαχία μεταξύ φίλων, ουκ ολίγες φορές ακούγεται η φράση «μην λαϊκίζεις». Το Λεξικό της Ακαδημίας Αθηνών, δίνει τον ακόλουθο ορισμό: «Λαϊκισμός, η πολιτική πρακτική παραπλάνησης, κολακείας και εφησυχασμού του λαού, καθώς και παροχής διευκολύνσεων, με στόχο την καθοδήγηση και χειραγώγηση του». Διαπιστώνουμε λοιπόν, πως έχει επικρατήσει ο λαϊκισμός, να χρησιμοποιείται σαν συνώνυμο της «δημαγωγίας». Ως εκ τούτου, του έχει αποδοθεί ένα ιδιαίτερα αρνητικό πρόσημο.
Είναι όμως αυτοί οι ορισμοί έγκυροι; Εν μέρει ναι, καθώς καλύπτουν μία βασική πτυχή της έννοιας. Είναι επαρκείς και ολοκληρωμένοι; Σαφώς και όχι, είναι ελλιπείς και κολοβοί, διότι ο όρος είναι νοηματικά πολύ ευρύτερος. Ο «λαϊκιστής» δε μπορεί απλά να ταυτιστεί με το «δημαγωγό». Η ελληνική γλώσσα είναι τόσο πλούσια: «δημοκόπος», «δημεγέρτης», «λαοπλάνος» και «λαοκόλακας», είναι μερικά από τα συνώνυμα του «δημαγωγού». Γιατί να προσθέσουμε άλλο ένα; Ο «Λαϊκισμός», είναι μία έννοια πολύμορφη, πολύσημη και ακραιφνώς πολιτική. Δεν αποτελεί όμως συγκεκριμένο γνώρισμα κάποιου πολιτικού χώρου. Δεν είναι πολιτική ιδεολογία όπως ο φιλελευθερισμός ή ο σοσιαλισμός. Μπορεί να ανιχνευθεί από την άκρα Αριστερά μέχρι την άκρα Δεξιά. Σε όλες του όμως τις εκφάνσεις, πρέπει να πληρούνται κάποιες ή όλες από τις ακόλουθες προϋποθέσεις.
Πρώτον, δεν υπάρχει λαϊκισμός χωρίς ενορχηστρωτή. Η ύπαρξη χαρισματικού ηγέτη με τη βεμπεριανή έννοια του όρου, είναι καθοριστική. Αυτός, θα σφυρηλατήσει μια προσωποπαγή και ισχυρή εξουσία. Δεύτερον, αναπτύσσεται μία συναισθηματική ταύτιση, μία αδιαμεσολάβητη σχέση και επικοινωνία του ηγέτη με το Λαό. Είναι «ένας από εμάς». Τρίτον, αυτός ο Λαός, παρουσιάζεται ως ένα αρραγές σύνολο, μία ενιαία και αδιαίρετη οντότητα με κοινά συμφέροντα. Τέταρτον, κατασκευάζεται και υποδεικνύεται ο εχθρός, ενώ ο πολιτικός λόγος που αρθρώνεται εναντίον του, είναι άκρως πολεμικός. Ο εχθρός μπορεί να είναι εσωτερικός, π.χ μια οικονομική ολιγαρχία, οι ελίτ, γενικότερα το σύστημα ή το «κατεστημένο» (establishment). Μπορεί όμως να είναι και εξωτερικός, π.χ άλλα κράτη ή οι ξένοι και οι μετανάστες. Πέμπτον και σαν παρεπόμενο των προαναφερθέντων, ο λαϊκισμός χρησιμοποιεί μανιχαϊστικά σχήματα για να ερμηνεύσει την πραγματικότητα, του τύπου Εμείς – Αυτοί, Καλοί – Κακοί.
Το λαϊκίστικο φαινόμενο, συνήθως βρίσκει πρόσφορο έδαφος σε περιόδους μετάβασης ή έντονης οικονομικής και όχι μόνο κρίσης. Όταν η εμπιστοσύνη στα παραδοσιακά κόμματα εξουσίας χάνεται και υπάρχει κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης. Εκμεταλλεύεται τότε το γενικότερο αίσθημα ανασφάλειας και δυσφορίας που επικρατεί. Δύο είναι οι βασικές του εκφάνσεις, με τις οποίες εμφανίζεται: α) ο συνήθως αριστερόστροφος «κοινωνιο – λαϊκισμός», που εκφράζει μια διευρυμένη κοινωνική διαμαρτυρία στο «σύστημα», την καταγγελία των ελίτ και της «πλουτοκρατίας» που καταδυναστεύουν τον «αυθεντικό λαό» και β) ο ακροδεξιός «εθνικό – λαϊκισμός», που είναι ξενοφοβικός και πέραν των εγχώριων ελίτ, στρέφει τον πολεμικό του λόγο εναντίον των μεταναστών. (σημ. το ΠΑΣΟΚ βέβαια της περιόδου 1974 – 1989, είχε εντόνως εθνικό – λαϊκίστικα χαρακτηριστικά, χωρίς να είναι ακροδεξιό κόμμα, αλλά αυτό δεν είναι της παρούσης).
Καταληκτικά, κανείς δε μπορεί να αρνηθεί τη δημαγωγική πτυχή του λαϊκισμού. Η αντίφαση που εμπεριέχει εξάλλου, είναι εμφανής. Ο Λαός, τον οποίο παρουσιάζει ως οργανική ολότητα, ενιαίο και αδιαίρετο, βρίθει από αντιμαχόμενα συμφέροντα, από αντιπαλευόμενες κοινωνικές τάξεις. Πρόκειται όμως εν τέλει για πολύ ευρύτερη έννοια. Για μια έννοια μάλιστα ουδέτερη, που δεν έχει εκ των προτέρων κάποιο πρόσημο, θετικό ή αρνητικό. Υπάρχουν δε σημαντικότατοι στοχαστές, όπως οι Ernesto Laclau και Etienne Balibar που βλέπουν θετικά έναν εξισωτικό λαϊκισμό, που θα αυξήσει τη δημοκρατική συμμετοχή και εκπροσώπηση και θα θέσει τις ευρύτερες αποκλεισμένες μάζες ως νομιμοποιητικό σημείο αναφοράς.