Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των Η.Π.Α., σόκαρε, δίχασε, αλλά κυρίως επιβεβαίωσε μια ανησυχητική τάση που παρατηρείται σε πολλές χώρες του κόσμου. Η άνοδος πολιτικών δυνάμεων με ακροδεξιά ρητορική. Ένα φαινόμενο που φαντάζει (επιδερμικά τουλάχιστον) περίεργο, αν λάβουμε υπόψιν τη δημοκρατική παράδοση, την πρόοδο του πολιτισμού, πολιτικού και μη, την εμπέδωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Αρχικά, να ξεκινήσουμε με μια παραδοχή. Παρακολουθούμε σε πολλές αναλύσεις μια προσπάθεια απόδοσης της ευθύνης σε «εξωγενείς» παράγοντες, μια προσπάθεια να φανεί ότι οι ψηφοφόροι «παρασύρθηκαν» ή παραπλανήθηκαν. Η αλήθεια όμως είναι διαφορετική. Οι άνθρωποι δεν είναι ηλίθιοι, (όσο και αν βολεύει κάποιους) ούτε έπεσαν ξαφνικά ακροδεξιοί από τον ουρανό και ξεκίνησαν να ψηφίζουν αλλού Τράμπ, αλλού Λεπέν, αλλού Χρυσή Αυγή. Πρόκειται σε μεγάλο ποσοστό για ανθρώπους που για πολλά χρόνια στήριζαν δυνάμεις του δημοκρατικού τόξου, και προσφάτως κατέφυγαν στην «ψήφο διαμαρτυρίας», στηρίζοντας τέτοιες δυνάμεις. Γιατί λοιπόν, οι ψηφοφόροι στρέφονται όλο και περισσότερο σε ακροδεξιά μορφώματα;
Αρχικά, η οικονομική κρίση και η φτωχοποίηση που έρχεται μαζί της. Ζούμε σε μια εποχή που η φούσκα της οικονομίας έχει πλέον σκάσει και το ωστικό κύμα επηρεάζει τις ζωές μας καταλυτικά. Αφενός λοιπόν, η μεσαία τάξη εξαφανίζεται και οι φτωχοί γίνονται φτωχότεροι, αφετέρου οι υπάρχοντες «συστημικοί» πολιτικοί δείχνουν ανίκανοι να ανταπεξέλθουν στα προβλήματα και να χαράξουν βιώσιμη οικονομική πολιτική, παράλληλα με τη στήριξη των ασθενέστερων. Αντίθετα η κοινωνική πολιτική υποχωρεί συνεχώς και τα κεφάλαιά της μειώνονται προκειμένου να καλυφθούν οι μαύρες τρύπες του δημόσιου χρέους ή να ανακεφαλαιοποιηθούν οι τράπεζες.
Μέσα στην οικονομική κατάρρευση έρχεται και η ηθική. Όταν η καθημερινότητα δυσκολεύει και η πάλη για επιβίωση εντείνεται, τα ακριβά κουστούμια, οι εγκάρδιες χειραψίες, τα παγωμένα χαμόγελα και ξύλινη «αστική ευγένεια» του πολιτικού κατεστημένου σταματά να γοητεύει, αντίθετα ξεκινά να απωθεί μια κοινωνία που αισθάνεται πλέον ότι το πολιτικό σύστημα έχει χάσει κάθε σύνδεση μαζί της. Ο μέσος ψηφοφόρος νιώθει ότι ο πολιτικός είναι ανίκανος να τον καταλάβει, να δώσει λύση στα προβλήματα του.
Αναπόφευκτα, συντηρείται και το μοντέλο του «κακού μετανάστη που μας κλέβει τις δουλειές» καθώς είναι πάντα πιο εύκολο να κατηγορήσουμε τον ξένο, παρά τον εαυτό μας για τη δυσκολία που περνάμε. Πλέον στον ξένο βλέπουμε τον ανταγωνιστή, το απόστημα που πρέπει να αφαιρεθεί για να επιτύχουμε την εθνική καθαρότητα, η οποία για κάποιο λόγο θεωρούμε ότι θα δώσει λύση στα προβλήματα μας, παραβλέποντας την ιστορία, που διδάσκει ότι πάντα δημιουργεί περισσότερα.
Σε τέτοιες συνθήκες, είναι εξαιρετικά εύκολο για τον ακροδεξιό λαϊκισμό να βρει ακροατήριο και να γοητεύσει με την εναλλακτική που προτείνει. Όταν η κοινωνία απογοητεύεται από τη δημοκρατία, το ευρωπαϊκό ιδεώδες και τις πολυπολιτισμικές πολιτικές, στρέφεται στο αντίπαλο δέος τους. Είτε για να τιμωρήσει τους εκφραστές τους, είτε για να «δώσε μια ευκαιρία» και σε αυτούς, αφού με τους προηγούμενους βλέπει μόνο τη ζωή του να χειροτερεύει. Εδώ η σύγκριση με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία στη μεσοπολεμική Γερμανία είναι αναπόφευκτη (θυμίζουμε ότι ο Χϊτλερ είχε κερδίσει δύο φορές ανόθευτες εκλογές, προτού εγκαθιδρύσει δικό του πολίτευμα.)
Είναι σαφές ότι η άνοδος της ακροδεξιάς ρητορικής αποτελεί κίνδυνο για τη δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά και συνολικά τον κόσμο όπως τον ξέρουμε. Οι μόνες λύσεις είναι η ενημέρωση, η παιδεία και η αλλαγή πλεύσης του υπάρχοντος πολιτικού κατεστημένου.