Σήμερα συμπληρώνονται είκοσι τέσσερα χρόνια από τη μέρα που έφυγε, κάτι μάλλον δύσκολο να αντιληφθούμε, αφού ο αντίκτυπος, η εικόνα και το στυλ της εξακολουθούν να βρίσκονται παντού. Ο λόγος για την Audrey Hepburn, μία από τους ελάχιστους ανθρώπους που έχουν κερδίσει Όσκαρ, Grammy, Emmy και Tony, μεγάλο είδωλο της «Χρυσής Εποχής» του Hollywood αλλά και της μόδας, και για πολλά χρόνια Πρέσβειρα Καλής Θελήσεως της UNICEF. Η γυναίκα που διακήρυσσε ότι η κομψότητα είναι η μοναδική ομορφιά που δε σβήνει ποτέ, έζησε μια συναρπαστική ζωή, όχι όμως χωρίς αντιξοότητες, και συνεργάστηκε με πολλούς από τους σπουδαιότερους ανθρώπους του κινηματογράφου του 20ου αιώνα.
Η Audrey πριν από το Hollywood
Γεννήθηκε με το όνομα Audrey Kathleen Ruston στις 4 Μαΐου του 1929 σε ένα προάστιο των Βρυξελλών. Ήταν από μικρή «πολίτης του κόσμου», αφού ο πατέρας της ήταν Βρετανός και η μητέρα της Ολλανδή βαρόνη. Τα πρώτα χρόνια της ζωής της τα πέρασε στο Βέλγιο, ταξιδεύοντας ωστόσο συχνά με τους γονείς της λόγω της δουλειάς του πατέρα της. Αυτό το πολυεθνικό περιβάλλον ήταν που την ώθησε στο να μάθει τελικά πέντε (!) γλώσσες: ολλανδικά και αγγλικά από τους γονείς της, και αργότερα γαλλικά, ιταλικά και ισπανικά. Η Audrey Hepburn είχε μια μάλλον προστατευμένη και ευχάριστη παιδική ηλικία μέχρι το 1935, όταν ο πατέρας της εγκατέλειψε απροσδόκητα την οικογένεια. Αυτό ήταν ένα γεγονός που τη σημάδεψε για την υπόλοιπη ζωή της. Το μόνο που της έμεινε από εκείνον για πολλά χρόνια ήταν το επίθετό του, το οποίο στο μεταξύ ο ίδιος είχε αλλάξει σε Hepburn, πιστεύοντας λανθασμένα ότι κατάγεται από τη βρετανική αριστοκρατία.
Μετά από αυτό, επέστρεψαν οικογενειακώς στην Ολλανδία, στην πόλη Arnhem, από την οποία καταγόταν η μητέρα της. Από το 1937 ως το 1939, η Audrey φοίτησε σε ένα μικρό οικοτροφείο στην Αγγλία, με σκοπό κυρίως να μάθει σωστά τη γλώσσα. Όταν η Βρετανία κήρυξε τον πόλεμο στη Γερμανία, το Σεπτέμβριο του 1939, η μητέρα της την πήρε πίσω στην Ολλανδία, έχοντας -αναληθείς, όπως αποδείχτηκε- πληροφορίες ότι η χώρα της θα παρέμενε ουδέτερη. Οι ναζί εισέβαλαν, τελικά, στην Ολλανδία μόλις ένα χρόνο αργότερα και τότε άρχισε μια σκοτεινή περίοδος Κατοχής που θα κρατούσε σχεδόν πέντε χρόνια.
Η εφηβεία της Audrey Hepburn συνέπεσε με αυτά τα χρόνια και η οικογένειά της υπέφερε τα πάνδεινα κατά τη διάρκεια της Κατοχής: ένας θείος της εκτελέστηκε, ο ένας από τους ετεροθαλείς αδερφούς της ήταν έγκλειστος σε στρατόπεδο συγκέντρωσης (από το οποίο επιβίωσε) και ο άλλος κρύφτηκε για να αποφύγει την αιχμαλωσία. Μοναδική της διέξοδος ήταν το μπαλέτο, το οποίο είχε ξεκινήσει στην Αγγλία και συνέχισε όταν επέστρεψε στο Arnhem. Μέχρι την απελευθέρωση όμως της Ολλανδίας από τους Συμμάχους το Μάιο του 1945, είχε αρρωστήσει σοβαρά, έχοντας αναπνευστικά προβλήματα, αναιμία και οίδημα εξαιτίας του υποσιτισμού. Είχε πολλές κοινές αναμνήσεις με την Άννα Φρανκ, η οποία μεγάλωσε επίσης στην Ολλανδία και ήταν συνομήλικη της. Όταν της πρότειναν μια δεκαετία αργότερα να παίξει την Άννα Φρανκ στο Broadway, αρνήθηκε, εξαιτίας του βάρους των αναμνήσεων, δηλώνοντας ότι το «Ημερολόγιο» την κατέστρεψε και την επηρέασε βαθιά, αφού αισθάνθηκε σαν να διαβάζει τη ζωή της. Θα έλεγε επίσης για εκείνα τα χρόνια: «Μην υποτιμάτε τίποτα από όσα ακούτε για τους ναζί. Ήταν χειρότερα από ότι μπορείτε να φανταστείτε.»
Η Audrey Hepburn στο θέατρο και τον κινηματογράφο
Μετά το τέλος του πολέμου, η Audrey μετακόμισε στο Άμστερνταμ για σπουδές μπαλέτου, θέλοντας να γίνει επαγγελματίας χορεύτρια. Το 1948, στα δεκαεννιά της, έκανε την πρώτη της εμφάνιση σε ταινία, ένα μικρό φιλμ για εκπαιδευτικούς σκοπούς, που λεγόταν «Dutch in Seven Lessons» και αργότερα την ίδια χρονιά εγκαταστάθηκε με τη μητέρα της στο Λονδίνο, έχοντας κερδίσει μια υποτροφία στη σχολή μπαλέτου της Marie Rambert. Αφού είχαν χάσει το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας τους στην Κατοχή, η μητέρα της έκανε διάφορες δουλειές και η ίδια δούλεψε ως μοντέλο παράλληλα με τις σπουδές της στο μπαλέτο. Όταν η Rambert της είπε ότι λόγω του ύψους της (1,70) και της κακής φυσικής της κατάστασης μετά από χρόνια υποσιτισμού δε θα μπορούσε να γίνει ποτέ πρίμα μπαλαρίνα, αποφάσισε να στρέψει την προσοχή της στην υποκριτική.
Αρχικά έκανε τη μετάβαση στο σύγχρονο χορό και χόρεψε σε διάφορα musical στη σκηνή του West End. Κάνοντας παράλληλα μαθήματα ορθοφωνίας, εμφανίστηκε σε μικρούς ρόλους σε διάφορες βρετανικές ταινίες το 1951, και ο πρώτος κάπως μεγαλύτερος ρόλος που της δόθηκε ήταν στο «The Secret People» το 1952, όπου έπαιζε μια μπαλαρίνα. Ωστόσο, η πρώτη μεγάλη επιτυχία της Audrey Hepburn ήρθε απρόσμενα στα γυρίσματα της ταινίας «Monte Carlo Baby», όπου συμμετείχε πάλι σε μικρό ρόλο. Εκεί όμως την πρόσεξε η Γαλλίδα συγγραφέας Colette – που διέμενε στο ξενοδοχείο στο οποίο γίνονταν τα γυρίσματα – και τη θεώρησε ιδανική επιλογή για το ρόλο της Gigi στο ομώνυμο θεατρικό έργο που θα ανέβαζε στο Broadway, βασισμένο στο βιβλίο της. Η Audrey δέχτηκε διστακτικά και, παρά τους ενδοιασμούς για την απειρία της ως ηθοποιός, το έργο πήγε αρκετά καλά τη σεζόν 1951-1952 στη Νέα Υόρκη. Έπειτα, ακολούθησε περιοδεία και οι κριτικοί θεώρησαν την ερμηνεία της το καλύτερο στοιχείο της παράστασης.
Όμως, η πρώτη της μεγάλη επιτυχία στον κινηματογράφο ήταν που την έκανε παγκοσμίως διάσημη και δεν ήταν άλλη από την υπέροχη ταινία «Roman Holiday» (1953) του William Wyler. Αν και οι παραγωγοί αρχικά ήθελαν την Elizabeth Taylor για την ταινία, ο Wyler τους έπεισε ότι η Audrey Hepburn είχε τη γοητεία, την αθωότητα και το ταλέντο που απαιτούσε ο ρόλος. Συμπρωταγωνιστώντας με τον Gregory Peck , που θα παρέμενε στενός της φίλος για όλη της τη ζωή, έπαιξε το ρόλο μιας πριγκίπισσας, που κουρασμένη από το πρωτόκολλο και τους υπερπροστατευτικούς της ακόλουθους, δραπετεύει ένα βράδυ και καταλήγει να ερωτευτεί έναν Αμερικανό δημοσιογράφο που ψάχνει για μια καλή ιστορία. Η ταινία γυρίστηκε εξολοκλήρου στη Ρώμη και η υποδοχή που της επιφυλάχθηκε από κοινό και κριτικούς ήταν θερμότατη. Έτσι, η Audrey Hepburn κέρδισε απροσδόκητα το πρώτο και μοναδικό της Όσκαρ (θα είχε άλλες τέσσερις υποψηφιότητες στο μέλλον), αλλά και BAFTA και Χρυσή Σφαίρα.
Ύστερα από αυτή την αναπάντεχη επιτυχία, έγινε περιζήτητη ανάμεσα σε σκηνοθέτες και παραγωγούς. Το 1954, πρωταγωνίστησε στη ρομαντική κομεντί «Sabrina» (1954) του Billy Wilder, έχοντας δίπλα της τον Humphrey Bogart και τον William Holden (με τον δεύτερο είχε κι ένα σύντομο ειδύλλιο). Το 1954 επέστρεψε στο θέατρο, με την παράσταση «Ondine», για την οποία κέρδισε βραβείο Tony. Το έργο έγινε αφορμή για να ερωτευτεί τον συμπρωταγωνιστή της, Mel Ferrer, και τελικά να παντρευτούν την ίδια χρονιά στην Ελβετία.
Το υπόλοιπο της δεκαετίας του ’50 ήταν επαγγελματικά δραστήριο και επιτυχημένο για την ίδια. Η Audrey Hepburn συνέχισε οριστικά πια στον κινηματογράφο, πρωταγωνιστώντας στο ρόλο της Natasha Rostova στην κινηματογραφική μεταφορά του «Πόλεμος και Ειρήνη» (1956), στο πρώτο της musical, το «Funny Face» (1957) με τον Fred Astaire, στην κομεντί «Love in the Afternoon» με τον Gary Cooper και το 1959, στο «Ιστορία μιας μοναχής» που γυρίστηκε στην Αφρική και της χάρισε άλλη μια υποψηφιότητα για Όσκαρ μετά τη «Sabrina».
Έφτασε πιθανότατα στο απόγειο της καριέρας της με το ξεκίνημα της δεκαετίας του ’60. Έχοντας μόλις γεννήσει το πρώτο της παιδί, το γιο της Sean Hepburn-Ferrer, ήρθε στα χέρια της το σενάριο του «Breakfast at Tiffany’s», που αποτελούσε μια αρκετά ελεύθερη διασκευή της νουβέλας του Truman Capote. Για το ρόλο της πρωταγωνίστριας Holly Golightly, ενός call-girl που ζούσε στη Νέα Υόρκη και έκρυβε τη μοναξιά της πίσω από τα ξέφρενα πάρτι της και τον εκκεντρικό τρόπο ζωής της, ο συγγραφέας είχε φανταστεί τη Marilyn Monroe. Εκείνη όμως βρισκόταν σε φάση αναθεώρησης της καριέρας της και θεώρησε ότι ο ρόλος της επιφανειακά ελαφρόμυαλης Holly δε θα βοηθούσε τη δημόσια εικόνα της. Κι έτσι, ο ρόλος κατέληξε στην Audrey Hepburn. Αν και δύσπιστη στην αρχή, έδωσε ως Holly ίσως την πιο χαρακτηριστική της ερμηνεία, φέρνοντας μια φινέτσα και ένα στυλ στο τελικό αποτέλεσμα, που δεν άφηνε το κοινό να φανταστεί ότι υπήρξε ποτέ άλλη υποψήφια για το ρόλο. Σε αυτή την ταινία ακούστηκε και το βραβευμένο με Όσκαρ τραγούδι «Moon River» του Henry Mancini, που έχει διασκευαστεί αμέτρητες φορές από τότε.
https://www.youtube.com/watch?v=BOByH_iOn88
Το θρίαμβό της στο «Tiffany’s» ακολούθησαν οι ταινίες «The Children’s Hour» (1961) με την Shirley MacLaine, ένα δράμα αρκετά μπροστά από την εποχή του και η πολύ επιτυχημένη ταινία μυστηρίου «Charade» (1963) με τον Cary Grant. Το «Paris when it sizzles» από την άλλη, μια μάλλον μπερδεμένη και ατυχής κωμωδία, δεν έχαιρε τόσο μεγάλης επιτυχίας, .
Το 1964 ήρθε ο επόμενος μεγάλος ρόλος, αυτός της Eliza Doolittle στο «My Fair Lady», βασισμένο στο ομώνυμο musical από το έργο «Pygmalion» του George Bernard Shaw. Η ταινία που τελικά σκηνοθέτησε ο George Cukor, ήταν πολυαναμενόμενη για χρόνια, αλλά το γεγονός ότι ο ρόλος δε δόθηκε στην άσημη σχετικά Julie Andrews που τον είχε ερμηνεύσει στο Broadway προκάλεσε ένα μικρό σκάνδαλο. Τα media προσπάθησαν να δημιουργήσουν μια κόντρα ανάμεσα στις δύο ηθοποιούς παρόλο που και οι δύο αρνιόντουσαν συστηματικά κάτι τέτοιο. H Audrey Hepburn δήλωσε ότι δέχτηκε μόνο επειδή ο παραγωγός Jack Warner της ξεκαθάρισε ότι δεν είχε σκοπό ούτως ή άλλως να προσφέρει το ρόλο στην άπειρη κινηματογραφικά Andrews. Στα Όσκαρ του 1965, η Julie Andrews κέρδισε το βραβείο Ά Γυναικείου Ρόλου για τη «Mary Poppins», ενώ η Hepburn δεν ήταν καν υποψήφια, μάλλον λόγω του γεγονότος ότι τελικά δεν τραγούδησε η ίδια στο «My Fair Lady», αλλά χρησιμοποιήθηκε η φωνή της Marni Nixon. Παρ’όλα αυτά, βραβεύτηκαν και ο συμπρωταγωνιστής της Rex Harrison και η ίδια η ταινία, με την Audrey Hepburn να δηλώνει αργότερα πως αν γνώριζε ότι δε θα χρησιμοποιούσαν τη φωνή της δε θα είχε δεχτεί το ρόλο.
Ακολούθησαν οι ταινίες «How to Steal a Million» (1966) με τον Peter O’Toole, «Two for the Road» (1967) με τον Albert Finney, μια πρωτότυπη ταινία που έδειχνε την ιστορία ενός ζευγαριού σε μη χρονολογική σειρά και το «Wait until Dark», ένα θρίλερ στο οποίο έπαιζε μια τυφλή γυναίκα και της χάρισε την τελευταία της υποψηφιότητα για Όσκαρ. Εκείνη την περίοδο η Audrey Hepburn πήρε διαζύγιο από το Mel Ferrer και αφού παντρεύτηκε τον Ιταλό ψυχίατρο Andrea Dotti το 1969, αποφάσισε να σταματήσει την καριέρα της στην υποκριτική για να αφοσιωθεί στην οικογένειά της. Απέκτησε άλλον ένα γιο με τον Dotti το 1970 και μέχρι το 1979 δεν εμφανίστηκε στον κινηματογράφο. Ακόμα και τότε, όμως, έπαιζε μόνο σε ταινίες σποραδικά μέχρι το θάνατό της. Οι ταινίες εκείνης της περιόδου δεν είχαν ιδιαίτερη επιτυχία, με τον τελευταίο της ρόλο να είναι ένα cameo στο «Always» (1989) του Steven Spielberg, στο οποίο αρκετά ταιριαστά, έπαιζε έναν άγγελο. Το 1982, χώρισε με τον Dotti και παρέμεινε ως το τέλος της ζωής της σε σχέση με τον Ολλανδό ηθοποιό Robert Wolders.
Το έργο της Audrey Hepburn με τη UNICEF
H Audrey Hepburn, μη ξεχνώντας ποτέ το πόσο υπέφερε η ίδια ως παιδί στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αφιέρωσε όλη της την ενέργεια από το 1988 στη UNICEF. Αν και δούλευε με την οργάνωση ήδη από τη δεκαετία του ’50, εκείνη τη χρονιά άρχισε να κάνει ταξίδια σε χώρες που μαστίζονταν από την ανέχεια ή είχαν πληγεί από τον πόλεμο. Προσπάθησε να στρέψει την προσοχή των μέσων ενημέρωσης «στο γεγονός ότι το μεγαλύτερο κομμάτι της ανθρωπότητας υποφέρει», όπως έλεγε. Ταξίδεψε μεταξύ άλλων στην Αιθιοπία, σε χώρες της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής, στο Βιετνάμ και στη Σομαλία, την οποία παρομοίασε με τοπίο Αποκάλυψης. Για τις προσπάθειές της, ο Αμερικανός πρόεδρος George Bush ο πρεσβύτερος της απένειμε το Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας.
Αυτές οι προσπάθειες, ωστόσο, διακόπηκαν απότομα, όταν το 1992 ανακάλυψε ότι έπασχε από μια σπάνια μορφή στομαχικού καρκίνου, που τελικά αποδείχτηκε μη αναστρέψιμος. Η Audrey Hepburn πέρασε τους τελευταίους μήνες της ζωής της στο σπίτι της στην Ελβετία και τελικά «έφυγε» στις 20 Ιανουαρίου του 1993.
Η σχέση με τη μόδα και η κληρονομιά
Όταν η Audrey Hepburn κατέφθασε στο Hollywood, στις αρχές της δεκαετίας του ’50, ήταν γεμάτη ανασφάλειες για την εμφάνισή της, η οποία ήταν εντελώς διαφορετική από τα στιλιστικά πρότυπα της εποχής. Η αδύνατη, μελαχρινή και λεπτεπίλεπτη Audrey δεν είχε καμιά σχέση με τις χυμώδεις πρωταγωνίστριες που κυριαρχούσαν στον κινηματογράφο και στα πρότυπα ομορφιάς της εποχής, όπως ήταν η Marilyn ή η Elizabeth Taylor.
Καθιέρωσε ωστόσο ένα εντελώς δικό της look, με τα κοντά μαλλιά της, τα μεγάλα φρύδια της και το προσγειωμένα κομψό στυλ της που πολλές γυναίκες λάτρευαν να μιμούνται, θεωρώντας το πιο προσιτό. Το θρυλικό μικρό μαύρο φόρεμα που φορούσε στην εναρκτήρια σκηνή του «Breakfast at Tiffany’s», οι πέρλες, οι μπαλαρίνες με κάπρι παντελόνια, οι αντρικές καμπαρντίνες, η μονοχρωμία στο ντύσιμο, είναι όλα δικά της σήματα κατατεθέν που επηρέασαν όχι μόνο πολλές γενιές σχεδιαστών, αλλά και σχεδόν κάθε κομψή γυναίκα που ακολούθησε.
Η απλή κομψότητα που έφερε η Audrey Hepburn στη φορτωμένη μόδα των 50s είχε και μια πηγή έμπνευσης: τον πολυαγαπημένο της φίλο και Γάλλο σχεδιαστή Hubert de Givenchy που μετά από μια επεισοδιακή πρώτη συνάντηση το 1954 (αφού εκείνος περίμενε να δει την Katharine Hepburn!) έγινε πιστός της συνεργάτης. Η Audrey έγινε η ιδανική μούσα για τα αέρινα και νεανικά ρούχα του και την έντυσε σχεδόν σε όλες της τις ταινίες, αλλά και εκτός οθόνης, δημιουργώντας μια από τις πιο κυρίαρχες συμπράξεις στην ιστορία της μόδας.
Αντανακλάσεις της εικόνας της Audrey Hepburn εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται παντού, σε διαφημίσεις, σε επιδείξεις μόδας, σε φωτογραφήσεις, ενώ έχει εμπνεύσει στιλιστικά – και όχι μόνο – πολλές νεότερες γενιές γυναικών. Ψηφίστηκε ως η τρίτη μεγαλύτερη σταρ του Hollywood, έχοντας μπροστά της μόνο την Katharine Hepburn και την Bette Davis. Η φρεσκάδα, η λάμψη και η κομψότητα που έφερε στον κινηματογράφο θα της δίνουν πάντα ξεχωριστή θέση στο πάνθεον των πρωταγωνιστριών.
Πηγές: wikipedia, imdb