«Και λευτερωθήκαμεν από τους Τούρκους και σκλαβωθήκαμεν εις ανθρώπους κακορίζικους, όπου ήταν η ακαθαρσία της Ευρώπης»
Μέσα σε αυτή την φράση, η οποία χαρακτηρίζεται ακόμη και διαχρονική, ο μεγάλος στρατηγός της Επανάστασης Ιωάννης Μακρυγιάννης, αποτύπωσε την πολιτική κατάσταση της Ελλάδας λίγο πριν το κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου. Η Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 επέφερε σημαντική πολιτειακή αλλαγή στην κατεύθυνση της συνταγματικής μοναρχίας στη χώρα μας και οδήγησε στην κατάκτηση μιας πολύ ουσιαστικής διεκδίκησης: του Συντάγματος.
Το Σύνταγμα ως προϊόν της ιστορίας και της πολιτικής
Το Σύνταγμα αποτελεί κατ’ ουσία ένα νομοθετικό κείμενο, του οποίου η χρηστικότητα αποτυπώνεται στη συγκρότηση και την άσκηση της εκάστοτε κρατικής εξουσίας. Ωστόσο, πέρα από την υλική του υπόσταση ως κείμενο, το Σύνταγμα εξετάζεται και ως προϊόν της ιστορίας. Είναι, δηλαδή, μια ιδεολογική και πολιτική διεκδίκηση, η οποία κατέληξε σε κατάκτηση, μέσα από τους αγώνες του κάθε λαού, για να επιτύχει τη θέσπισή του. Έτσι, δεν είναι μόνο προϊόν της ιστορίας. Πολύ περισσότερο, είναι το προϊόν της ιστορίας κάθε χώρας, κάθε λαού που επιζητά πολιτικά θεμέλια, κάθε κράτους που επιδιώκει, έστω και υποτυπωδώς, την συμμετοχή των πολιτών στην άσκηση της κρατικής εξουσίας. Βέβαια, στις περιπτώσεις που το κράτος δε μεριμνά -ή σωστότερα, αδιαφορεί- να παραχωρήσει δικαιώματα και ελευθερίες στους υπηκόους του, οι τελευταίοι είναι λογικό να προβούν στις απαραίτητες ενέργειες για να τα διεκδικήσουν και να τα κατακτήσουν από μόνοι τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα στην ελληνική πολιτική ιστορία αποτελεί η Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843.
Η λαϊκή δυσαρέσκεια που οδήγησε στην ανάγκη ψήφισης Συντάγματος
Τα πρόδρομα επαναστατικά Συντάγματα του 1822, 1823 και 1827 σταμάτησαν να εφαρμόζονται στην ελληνική πολιτική πραγματικότητα το 1832, όταν ξεκίνησε η περίοδος βασιλείας του νεαρού Όθωνα. Ο Βαυαρός βασιλιάς, που κυβέρνησε μέχρι το 1862, εγκαινίασε ένα διάστημα απόλυτης μοναρχίας, το οποίο ωστόσο, δεν έμελλε να κρατήσει πολύ. Η διακυβέρνηση του Όθωνα παρουσιάζει αστοχίες σε ποικίλα θέματα που απασχολούν το νεοελληνικό κράτος, με αποτέλεσμα η δυσαρέσκεια και η δυσανασχέτηση του ήδη ταλαιπωρημένου λαού να είναι αναπόφευκτη. Η αποσάθρωση του ελληνικού κράτους, ήταν κάτι παραπάνω από εμφανής, εφόσον οι βασικοί πυλώνες του έχρηζαν άμεσης θεραπείας, εγχείρημα που φάνταζε ακατόρθωτο.
Γιατί, εν πρώτοις στον τομέα της οικονομίας, η Ελλάδα βρέθηκε απομονωμένη από τις ευρωπαϊκές χρηματαγορές λόγω της άρνησης των οθωνικών κυβερνήσεων να αποπληρώσουν τα επαναστατικά δάνεια. Με αυτόν τον τρόπο, ο δανεισμός, που αποτελούσε την κυριότερη ίσως παράμετρο λειτουργίας του κράτους, έπαψε να θεωρείται λύση και το ελληνικό κράτος έπρεπε να στηριχτεί στα δικά του πόδια. Σαφώς, ο περιορισμός αυτός αποτέλεσε μια ακόμη τροχοπέδη στην απεγνωσμένη προσπάθεια της Ελλάδας να ακολουθήσει τους δυτικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Παράλληλα, το ζήτημα της αγροτικής γης και των εθνικών γαιών εν γένει, της εκπαίδευσης και της τοκογλυφίας ειδικότερα στην ύπαιθρο, επιδείνωναν την ήδη επιβαρυμένη κατάσταση του ελληνικού βασιλείου.
Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 – Οι πολιτικές αστοχίες που επέτειναν την κατάσταση
Η δυσαρέσκεια, όμως, του ελληνικού λαού απέναντι στη μοναρχική οθωνική διακυβέρνηση κορυφώθηκε με την άφιξη στο μικρό ελληνικό κράτος προσφύγων, οι οποίοι κατέφυγαν στην μητέρα -πατρίδα έπειτά από τα αποτυχημένα αλυτρωτικά κινήματα που εκδηλώθηκαν στις περιοχές τους. Παρόλο που στην αρχή το οθωνικό κράτος μερίμνησε για την αποκατάσταση των προσφύγων προωθώντας τον συγκερασμό με τους αυτόχθονες, στη συνέχεια η προτίμηση που επέδειξε στους νεοφερμένους ήταν ιδιαίτερα ευκρινής για τον ημεδαπό πληθυσμό. Ο Όθωνας προσέβλεψε στο προσφυγικό στοιχείο, καθώς οι μορφωμένοι πρόσφυγες της Κωνσταντινούπολης και της Μικράς Ασίας κάλυπταν καλύτερα τις ανάγκες της κρατικής διοίκησης, ενώ παράλληλα προήγαγε άτομα της αρεσκείας στην ηγεσία του ελληνικού κράτους, παραγκωνίζοντας αυτούς που το θυσιάστηκαν για να το απελευθερώσουν.
Ταυτόχρονα, συνεχίζοντας το πολιτικό μοτίβο που εφαρμόστηκε κατά την περίοδο της Αντιβασιλείας (1833-1835) , προσπάθησε να περιορίσει τη δύναμη και επιρροή των ξενικών κομμάτων στους κοινωνικούς κύκλους. Ωστόσο, αναγνώριζε ότι τα κόμματα αυτά αποτελούσαν την έκφραση του πνεύματος της εποχής. Επειδή, λοιπόν, δεν μπορούσε να απαλλοτριώσει τα ξενικά κόμματα, φρόντιζε κατά καιρούς να προσκολλάται και να πατρονάρει ένα από αυτά. Αυτή η τακτική προκαλούσε σύγχυση στα κόμματα, που αντιμάχονταν για το ποιο θα κερδίσει την εύνοια του παλατιού και, αλυσιδωτά, προκαλούσε σύγχυση και στον απλό λαό, που δεν αντιλαμβανόταν ότι οπωσδήποτε σε έναν βαθμό η σύγκρουση μεταξύ των κομμάτων ήταν θεμιτή και αποτελεσματική. Διότι, οι ιδέες του Διαφωτισμού δεν είχαν εμφιλοχωρήσει ολιστικά στο επαναστατημένο ελληνικό κράτος, με αποτέλεσμα οι πολιτικές διαμάχες να μεταφράζονται όχι ως ιδεολογική αναγκαιότητα, αλλά ως συμπτώματα σήψης και ιδιοτέλειας.
Έτσι, λοιπόν, μέσα σε αυτές τις συνθήκες, πέρασε η πρώτη δεκαετία διακυβέρνησης του Βαυαρού πρίγκιπα, κατά τη διάρκεια της οποίας ωρίμαζε τόσο μεμονωμένα (σε αγωνιστές κυρίως της Επανάστασης) όσο και συλλογικά ( στα τρία πολιτικά μορφώματα της εποχής) η ιδέα μίας νέας Επανάστασης. Και, βέβαια, βρισκόμενοι ακόμα στην απαρχή της ζύμωσης των πολιτικών πραγμάτων στην Ελλάδα -γιατί, μην ξεχνάμε ότι το ελληνικό κράτος μετρούσε μόλις 13 χρόνια ζωής- τα τρία ξενικά κόμματα δε χαρακτηρίζονταν φυσικά από σαφή οργανωτική δομή και προγράμματα δράσης. Άλλωστε, ήδη από την Καποδιστριακή εποχή μέχρι και το προϊόν Σύνταγμα του 1844, δεν υπήρχε ούτε Σύνταγμα, ούτε συλλογικές διαδικασίες (για παράδειγμα, εκλογές) που θα μπορούσαν να αποτελέσουν, έστω και σε πρώτο πλάνο, τον τρόπο λειτουργίας των κομμάτων. Άρα, σε ακραίες περιπτώσεις, τα κόμματα κατέφευγαν σε χρήση επαναστατικής βίας για να να καταστήσουν σαφή την αντίθεση τους στις κυβερνητικές επιλογές της μοναρχίας.
Η απαρχή της επαναστατικής οργάνωσης
Ήδη τρία χρόνια πριν την εκδήλωση του πραξικοπήματος στην καρδιά της Αθήνας, ο γνωστός οπλαρχηγός της Επανάστασης της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, Ιωάννης Μακρυγιάννης, ίδρυσε μία -κατά τον Όθωνα, παράνομη- οργάνωση, αποσκοπώντας στην εκπόνηση του σχεδίου απαίτησης Συντάγματος από την Αυλή. Όπως ήταν αναμενόμενο, η οργάνωση αυτή συγκέντρωσε στους κόλπους της μεγάλο αριθμό ατόμων, ιδιαίτερα όσων είχαν πληγεί από τις διοικητικές επιλογές του μονάρχη, δηλαδή είχαν παραγκωνιστεί από διοικητικές θέσεις και αντικατασταθεί από Βαυαρούς, αλλά και εν γένει όσων εξέφραζαν δυσαρέσκεια προς το πρόσωπο του Όθωνα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα οπλαρχηγών που μυήθηκαν από την αρχή σε αυτή την οργάνωση αποτελούν ο Θεόδωρος Γρίβας, ο Μήτρος Δεληγιώργης και ο Νικόλαος Κριεζιώτης. Ωστόσο, η οξύτητα του Ιωάννη Μεταξά και η διορατικότητά του τον οδήγησαν στην προσέγγιση ατόμων με πολιτική επιρροή και κύρος στους κοινωνικούς κύκλους του Έθνους. Ο Ανδρέας Μεταξάς, ηγέτης του Ρωσικού κόμματος, ο Ανδρέας Λόντος, ηγέτης του Αγγλικού κόμματος, καθώς και οι Κωνσταντίνος Ζωγράφος και Ρήγας Παλαμήδης άρχισαν να μυούνται σταδιακά στην οργάνωση. Ταυτόχρονα, ο Ιωάννης Μακρυγιάννης επένδυσε και στον συγκερασμό του πολιτικού με το στρατιωτικό στοιχείο, γι’ αυτό πλησίασε τον στρατιωτικό Δημήτρη Καλλέργη, διοικητή της μονάδας Ιππικού των Αθηνών, ο οποίος ενσωματώθηκε στην οργάνωση μόλις τον Αύγουστο του 1843.
Το χρονικό του ξεσπάσματος της Επανάστασης της 3ης Σεπτεμβρίου 1843
Τα καινούρια οικονομικά δεδομένα
Στις 10 Ιανουαρίου 1843, η παραπαίουσα οικονομικά Ελλάδα οδηγήθηκε σε πλήρες οικονομικό αδιέξοδο, και ο Υπουργός Εξωτερικών Ιάκωβος Ρίζος-Νερουλός, κατέστησε σαφές στις Μεγάλες Δυνάμεις ότι, χωρίς εκ νέου δανειακή σύναψη με αποδέκτη την Ελλάδα, η τελευταία ήταν αδύνατο να εκπληρώσει τις δανειακές της υποχρεώσεις. Η ανάγκη αυτή για δανειοληψία προσέκρουσε στο αδιάβλητο τείχος άρνησης των Προστάτιδων Δυνάμεων, εφόσον οι οθωνικές κυβερνήσεις είχαν ήδη αρνηθεί την αποπληρωμή των Επαναστατικών δανείων. Ακόμη και η Ρωσία, η οποία εν αρχή φάνηκε να ανταποκρίνεται στο αίτημα της Ελλάδας και κατέθεσε το δικό της μερίδιο, στη συνέχεια όρισε τον δανεισμό της ως ληξιπρόθεσμο την 1η Ιουνίου του ίδιου έτους. Γιατί διέβλεπε ότι οι οικονομικές δυσκολίες προκαλούνταν σε μεγάλο βαθμό από τις κυβερνητικές αστοχίες και από την ύπαρξη αδικαιολόγητα μεγάλου στρατού, ο οποίος απορροφούσε εξίσου μεγάλο όγκο χρημάτων. Έτσι, η προαναφερθείσα Μεγάλη Δύναμη, ζήτησε επαναπροσδιορισμό και περικοπές του ελληνικού προϋπολογισμού.
Η διεύρυνση του αιτήματος για Σύνταγμα
Η ελληνική κυβέρνηση, κατανοώντας ότι πλέον βρισκόταν με την πλάτη στον τοίχο και η επέμβαση ξένων δυνάμεων στα ελληνικά πράγματα πολύ περισσότερο από ότι πριν, ήταν επί θύραις, προέβη σε μείωση των κρατικών δαπανών, η οποία εκκινεί από τις περικοπές μισθών και συνεχίζει με απολύσεις και αναστολή λειτουργίας των διπλωματικών της αποστολών στο εξωτερικό. Η νέα αυτή πραγματικότητα επέτεινε την αστική δυσαρέσκεια, καθώς τόσο το οικονομικό αδιέξοδο όσο και οι ακόμα πιο περιορισμένες δυνατότητες συμμετοχής στα κοινά προεξοφλούσαν την έναρξη μίας πολύ ζοφερής περιόδου για τα ελληνικά πράγματα. Προοδευτικά, λοιπόν, άρχισε να διαδίδεται το αίτημα για την παραχώρηση Συντάγματος, που, κατά κοινή ομολογία, θεωρούταν ως η μοναδική λύση για την εξυγίανση του διοικητικού αδιεξόδου. Ακόμα και το ρωσικό κόμμα, που κατά βάση τασσόταν υπέρ ενός συγκεντρωτικού συστήματος διακυβέρνησης και ήταν αρνητικά διακείμενο προς τον συνταγματισμό, φάνηκε να συνειδητοποιεί τη σημασία θέσπισης Συντάγματος και τελικά να το αποδέχεται. Το θεωρούσε, όπως άλλωστε και όλοι οι υπερασπιστές του, τη μοναδική λύση για τον περιορισμό των εξουσιών του βασιλιά, εφόσον ο τελευταίος δεν ήταν δυνατόν να ανατραπεί.
Οι ενέργειες του παλατιού
Ταυτόχρονα, το παλάτι, σε μια προσπάθεια να βελτιώσει την κατάσταση, διαπραγματεύτηκε με τις Προστάτιδες Δυνάμεις μια νέα συμφωνία, η οποία προέβλεπε ιδιαίτερα επαχθείς όρους για την φτωχή Ελλάδα. Γιατί αφαιρούσαν από τη χώρα και το τελευταίο ψήγμα οικονομικής αυτονομίας που διέθετε, και απαιτούσαν τη μείωση των δαπανών κατά 3,5 εκατομμύρια φράγκα. Η συμφωνία αυτή υπογράφηκε στις 2 Σεπτεμβρίου 1843, μόλις μία ημέρα δηλαδή, πριν το ξέσπασμα του πραξικοπήματος, σηματοδοτώντας κατά κάποιο τρόπο και την έναρξή του.
Η κλιμάκωση της κατάστασης μια μέρα πριν την εξέγερση
Ωστόσο, και άλλοι ποικίλοι λόγοι συνηγόρησαν στην εκδήλωση του κινήματος τη συγκεκριμένη ημερομηνία. Εν πρώτοις, η οργάνωση, στα πλαίσια ενσωμάτωσης στους κόλπους της στρατιωτικού δυναμικού, είχε προσεγγίσει και τον Σχινά, διοικητή του Πυροβολικού, τον οποίο όμως δεν κατάφεραν να μυήσουν. Έτσι, η επίσπευση της εκδήλωσης του κινήματος κατέστη πιο επιτακτική. Παράλληλα, το σχέδιο για το ξέσπασμα Επανάστασης αιωρούταν ήδη και μέσα στους βασιλικούς κύκλους, και ο Όθωνας άρχισε να λαμβάνει μέτρα πρόληψης για να εξουδετερώσει τον επικείμενο στασιασμό. Στις 2 Σεπτεμβρίου, δημοσίευσε έναν κατάλογο με δεκάδες ονόματα υπόπτων οι οποίοι έπρεπε να συλληφθούν, κήρυξε γενική επιφυλακή στους στρατώνες και αύξησε στο διπλάσιο την ανακτορική φρουρά. Ωστόσο, οι συλλήψεις καθυστέρησαν με αποτέλεσμα ο Μακρυγιάννης να προλάβει να ειδοποιήσει τον Μεταξά και τον Καλλέργη ότι η βασιλική φρουρά είχε αποκλείσει το σπίτι του. Με αυτόν τον τρόπο επιβεβαιώθηκαν οι φήμες για τις επικείμενες συλλήψεις και θεωρήθηκε τελικά επιβεβλημένο η Επανάσταση να ξεσπάσει το συντομότερο δυνατό.
Από άλλη πηγή, αναφέρεται ότι προκαθορισμένη ημερομηνία ήταν η 25η Μαρτίου για λόγους συμβολισμού, κάτι το οποίο εν συνεχεία απορρίφθηκε. Μαρτυρίες της εποχής αναφέρουν ότι ο ενθουσιώδης Ιωάννης Μακρυγιάννης αδυνατούσε να κρατήσει μυστική την προϊούσα εξέγερση, με αποτέλεσμα να ήταν -από ένα σημείο και μετά- κάθε άλλο παρά κρυφή/ Η μετάθεση, λοιπόν, της ημερομηνίας και μάλιστα για αρκετούς μήνες μετά, ήταν αναγκαία και αναπόφευκτη.
Η εκδήλωση του κινήματος
Εναρκτήριο σήμα της Επανάστασης αποτέλεσαν οι πυροβολισμοί έξω από το σπίτι του Μακρυγιάννη, παραδοχή που ο ίδιος έκανε αργότερα. Παράλληλα, ο Καλλέργης στους στρατώνες ξεσήκωνε τους άνδρες του, φωνάζοντας «Ζήτω το Σύνταγμα!». Έχοντας ήδη δώσει εντολή να τοποθετηθούν φρουρές σε δημόσιες υπηρεσίες και στην Εθνική Τράπεζα και να τεθούν υπό κράτηση οι Υπουργοί, άρχισε να κατευθύνεται με τους στρατιώτες του προς τα ανάκτορα. Ήταν γύρω στη 1 τα ξημερώματα, όταν ο Όθωνας, που ακόμη ήταν απασχολημένος στο γραφείο του, άκουσε τις ζητωκραυγές για την παραχώρηση Συντάγματος και πληροφορήθηκε από τους υπασπιστές του για την εν εξελίξει ανταρσία.
«Ζήτω το Σύνταγμα!!!»
Οι φόβοι του Όθωνα για γενίκευση της εξέγερσης επιβεβαιώθηκαν, όταν ο ελληνικός λαός ενώθηκε με τον στρατό προς υπεράσπιση του όμορου συμφέροντος. Ο βασιλιάς αναγκάστηκε να βγει σε ένα από τα παράθυρα του ανακτόρου για να πληροφορηθεί επακριβώς για τα αιτήματα των Επαναστατών και εκεί συνομίλησε με τον Καλλέργη, ο οποίος μετέφερε την λαϊκή απαίτηση. Ο βασιλιάς απάντησε οργισμένα «Ας διαλυθούν και θα μεριμνήσω για την αίτησή τους». Ο Καλλέργης απάντησε «Μεγαλειότατε δεν θα διαλυθούν μέχρις ότου να αποφασίσετε με το Συμβούλιο της Επικρατείας». Έπειτα, λοιπόν, από μακροσκελείς συζητήσεις και διαβουλεύσεις, ο Όθωνας αποδέχθηκε τους όρους που έθεσαν οι επαναστάτες, αλλά και την εναλλαγή του ρόλου του από ελέω θεού μονάρχη σε συνταγματικό βασιλέα.
Οι συνέπειες της Επανάστασης της 3ης Σεπτεμβρίου 1843
Πράγματι, οι αλλαγές που επέφερε η Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου ήταν αρκετά γοργές. Ήδη, μέσα στις επόμενες μέρες όσοι Βαυαροί κατείχαν θέσεις στο ελληνικό δημόσιο απολύθηκαν από αυτές και επέστρεψαν στην πατρίδα τους. Αυτό ήταν μια πρώτη ένδειξη ότι η Επανάσταση είχε επιτύχει τους σκοπούς της και οι επαναστατικές ιδέες είχαν εδραιώσει την θέση τους στον ελληνικό λαό. Γιατί οι εξεγερμένοι φρόντισαν να καταστήσουν σαφές ότι δε θα άφηναν τον αγώνα τους να πάει χαμένος.
Παρόλο που, τωόντι, η παραχώρηση Συντάγματος ήταν μια πολύ σημαντική διεκδίκηση και κατάκτηση για την ελληνική πολιτική πραγματικότητα, αναλογιζόμενοι μάλιστα και την εμβρυική φάση ανάπτυξης του ελληνικού κράτους, δε συνεπαγόταν σε καμία περίπτωση εξυγίανση των πολιτικών δρωμένων. Βρισκόμαστε στα 40 πρώτα πέτρινα χρόνια που έπρεπε να διανύσει το ελληνικό κράτος για να μπει στην αναπτυξιακή του φάση, και ήταν, όπως άλλωστε είχαν εύστοχα σημειώσει οι Μεγάλες Δυνάμεις, ανώριμη για σημαντικές πολιτικές διεκδικήσεις. Χρειάστηκε να επέλθουν αρκετές ζυμώσεις στην ελληνική κοινωνία και πολιτική, να αποσαθρωθούν τα ξενικά κόμματα και να αναδυθεί μία νέα γενιά ανθρώπων, περισσότερο μάχιμη στον πολιτικό στίβο.
Πηγές που αξιοποιήθηκαν κατά τη συγγραφή του εν λόγω άρθρου:
Η Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου, Ανακτήθηκε από: www.sansimera.gr (τελευταία πρόσβαση: 03/09/2024)
Η μέρα που ο Όθωνας αναγκάστηκε να βγει στο παράθυρο για να αντιμετωπίσει τους επαναστατημένους Έλληνες. Ήταν 3 Σεπτεμβρίου 1843 και ο λαός απαιτούσε Σύνταγμα… Ανακτήθηκε από: mixanitouxronou.gr (τελευταία πρόσβαση: 03/09/2024)
Από την άφιξη του Όθωνα (1833) έως την 3η Σεπτεμβρίου 1843. Ανακτήθηκε από: ebooks.edu.gr (τελευταία πρόσβαση: 03/09/2024)
Σαν σήμερα: 3 Σεπτεμβρίου 1843 – Η Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου. Ανακτήθηκε από: www.kathimerini.gr (τελευταία πρόσβαση: 03/09/2024)