Ο Λουί Ντε Φινές, ο μεγαλύτερος κωμικός ηθοποιός της Γαλλίας και ένας από τους μεγαλύτερους παγκοσμίως, πρόσφερε γενναιόδωρα το γέλιο σε μικρούς και μεγάλους, για σαράντα ολόκληρα χρόνια, και συνεχίζει μέσα από τις ταινίες που μας άφησε. Σπιρτόζος, ξεκαρδιστικός και υπερκινητικός, με ευρηματικές γκριμάτσες και χειρονομίες, που σήμαιναν περισσότερα από τα λόγια των ρόλων του, γέμιζε με την παρουσία του τις σκηνές των θεάτρων, τις οθόνες των κινηματογράφων και τις καρδιές των θεατών. Στις δικές του ώρες ήταν ένας άνθρωπος ήσυχος, λιγομίλητος και κλειστός και αγαπούσε να περνά τον χρόνο του φροντίζοντας τα τριαντάφυλλα του κήπου του. Γύρευε την συντροφιά των ρόδων ίσως γιατί έμοιαζε σε εκείνα. Ένας άνθρωπος σαν το κλειστό μπουμπούκι, ήταν, που όμως άνοιγε και άνθιζε χαρίζοντας χαρά στον κόσμο, και σαν καλός κηπουρός, γνώριζε πως να κάνει το γέλιο να ανθίζει στα χείλη των ανθρώπων.
«Η μεγαλύτερη επιθυμία μου για έναν ηθοποιό; Είναι να κάνει ταινίες που θα κάνουν τα παιδιά και τους γονείς να γελούν σε αυτόν τον πολύ λυπηρό κόσμο».
Λουί Ντε Φινές
Advertising
Ένα αγόρι που το φώναζαν «Φουφού»
Ο Λουί Ντε Φινές γεννήθηκε στις 31 Ιουλίου του 1914 και η οικογένειά του προερχόταν από την παλιά αριστοκρατία της Σεβίλλης. Πατέρας του ήταν ο δικηγόρος Carlos Luis de Funes de Galarza και μητέρα του ήταν η Leonor Soto Reguera, κόρη συμβολαιογράφου.
Το 1904, δέκα χρόνια πριν γεννηθεί ο Λουί Ντε Φινές, οι γονείς του μετοίκησαν στην Γαλλία για να μπορέσουν να παντρευτούν, καθώς οι οικογένειες και των δύο είχαν αντιρρήσεις γι’ αυτόν τον γάμο. Η αιτία ίσως να ήταν η διαφορά ηλικίας. Η κοπέλα ήταν αρκετά νεότερη από τον αγαπημένο της.
Στη Γαλλία ο πατέρας του Λουί άνοιξε ένα κοσμηματοπωλείο στα προάστια του Παρισιού, καθώς φαίνεται πως δεν μπορούσε να ασκήσει την δικηγορία, επειδή ήταν ξένος. Τα έσοδα από το κοσμηματοπωλείο ήταν τόσα που επέτρεπαν την άνετη διαβίωση της οικογένειας.
Όταν γεννήθηκε ο Λουί, οι γονείς του τον φώναζαν χαϊδευτικά «Φουφού». Η μητέρα του, Leonor, ήταν μια γυναίκα με πολύ ιδιαίτερη και έντονη ιδιοσυγκρασία. Ήταν εξαιρετικά εκφραστική με φλογερό ταμπεραμέντο, στοιχεία που, όπως φάνηκε, κληροδότησε και στον γιό της, ο οποίος από μικρός ήταν πολυπράγμων. Ο Φουφού γνώριζε σε μικρή ηλικία να μιλά, ήδη, αγγλικά, ισπανικά και γαλλικά ασφαλώς, και σε ηλικία μόλις πέντε ετών άρχισε μαθήματα πιάνου με δασκάλα την μητέρα του. Η ίδια τον είχε επηρεάσει τόσο πολύ που αργότερα, όταν πια έγινε επιτυχημένος ηθοποιός. δήλωσε σε συνέντευξή του: «Η μητέρα μου ήταν εν αγνοία μου η δασκάλα μου στην κωμωδία».
Μεγαλώνοντας φοίτησε στο λύκειο Condorcet, ίσως το πιο φημισμένο σχολείο στο Παρίσι, εκείνη την εποχή. Συμμαθητές του, μάλιστα, ήταν ο Πολ Βαλερί και ο Μαρσέλ Προυστ που, αργότερα, ο μεν εξελίχθηκε σε σπουδαίο φιλόσοφο και ο δε ως ένας εξαιρετικός συγγραφέας.
Ο Λουί αποφοίτησε από το Λύκειο το 1930 και επηρεασμένος από τον αδερφό του, ο οποίος ασχολούνταν με την πώληση γούνας, γράφτηκε στην Ανώτερη Σχολή Βυρσοδεψίας.
Πολυτεχνίτης και ασυμβίβαστος
Δεν πέρασε πολύς καιρός και ο Λουί απεβλήθη οριστικά από την Σχολή Βυρσοδεψίας, εξαιτίας του αυθάδη και ατάσθαλου χαρακτήρα του και της εμπλοκής του συνεχώς σε καυγάδες.
Φαίνεται πως ανέπτυξε έναν ζωηρό χαρακτήρα, κληροδότημα της μητέρας του όπως προαναφέρθηκε, αλλά και ταυτόχρονα είχε μέσα του μια έντονη ανησυχία που τον έσπρωχνε διαρκώς στην αναζήτηση νέων εμπειριών. Έτσι, χωρίς να έχει κατασταλάξει μέσα του σε αυτό που πραγματικά ήθελε, άλλαζε συνεχώς ενδιαφέροντα και εργασίες.
Μέσα σε ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα άλλαξε ένα σωρό δουλειές. Αρχικά εργάστηκε για λίγο ως γουνοποιός, αργότερα ως λογιστής, γαλατάς, ταχυδρόμος, υπάλληλος γραφείου, φωτογράφος και εργάτης σε βιομηχανία. Απ’ όλες αυτές, όμως, τις εργασίες κατέληγε να τον διώχνουν, εξαιτίας της συμπεριφοράς του ή της τεμπελιάς του, αφού ο ίδιος γρήγορα βαριόταν ή έβρισκε κάτι νέο, πιο ενδιαφέρον.
Μία δουλειά, ωστόσο, μπόρεσε να τον κρατήσει για περισσότερο καιρό και κατάφερε να την κάνει με πολλή μεγάλη επιτυχία. Στο καμπαρέ Pigalle εργάστηκε ως πιανίστας. Το καμπαρέ βρισκόταν σε μια κακόφημη συνοικία του Παρισιού, την οποία, όμως, επισκεπτόταν πολλοί τουρίστες. Οι πελάτες τον απολάμβαναν ιδιαίτερα καθώς, εκτός από το ταλέντο του, στο πιάνο άρχισε να εκφράζει και το υποκριτικό του ταλέντο. Οι αστείες γκριμάτσες του, οι σβέλτες χειρονομίες και γενικά οι ζωηρές κινήσεις του επί σκηνής, σε συνδυασμό με την μουσική και τους στίχους, συνέθεταν μια παρουσία η οποία ήταν μοναδική. Οι θαμώνες του καμπαρέ συνέρρεαν κάθε βράδυ για να τον θαυμάσουν και κυρίως να γελάσουν με την ψυχή τους.
Φαίνεται πως αυτή η εργασία στον καμπαρέ τον έκανε πια να νιώσει μέσα του ότι η υποκριτική είναι αυτό που αγαπούσε.
Τελικά, το 1932, γράφτηκε στην «Τεχνική Σχολή Φωτογραφίας και Κινηματογράφου» η οποία σήμερα ονομάζεται «Εθνική Ανώτατη Σχολή Louis-Lumière». Δίστασε αρχικά να γραφτεί σε κάποια θεατρική σχολή. Ο ίδιος ήταν ακόμη ανήλικος και φοβόταν ότι οι γονείς του δεν θα ενέκριναν να γίνει ηθοποιός.
Στη σχολή φοίτησε για μόλις έναν χρόνο, καθώς και πάλι τον απέβαλλαν εξαιτίας ενός αστείου, που όμως παραλίγο να κάψει όλη την σχολή, αφού προκάλεσε πυρκαγιά, χρησιμοποιώντας θειϊκό νάτριο.
Μετά από αυτό το γεγονός για μεγάλα διαστήματα παρέμενε άνεργος ή εργαζόταν περιστασιακά σε δουλειές του ποδαριού με την ίδια πάντα τύχη, να εκδιώκεται. Οι μοναδικές φορές που κατάφερνε να στεριώσει σε δουλειά, ήταν σε κάποια πιάνο μπαρ, όπου εκεί έμενε για περισσότερο, συνεχίζοντας, ταυτόχρονα, τις σπουδές του στο πιάνο.
Ο άνθρωπος με τα χίλια πρόσωπα
Αν κάτι κάνει να ξεχωρίζει τον Λουί Ντε Φινές ως κωμικό ηθοποιό και να τον καθιστά μοναδικό, αυτό είναι οι γκριμάτσες του. Άλλαζε τις εκφράσεις του προσώπου του με εκπληκτική ταχύτητα. Μπορούσε μέσα σε μισό λεπτό να δείχνει ιδιοφυής ή βλάκας, θυμωμένος, περιπαιχτικός, απορημένος, τρομαγμένος, εκνευρισμένος, αυστηρός, μειλίχιος κι ένα σωρό άλλα. Πολλοί τον ονόμασαν ως τον άνθρωπο με τα χίλια πρόσωπα και όχι άδικα.
Ήταν εξαιρετικά μικρόσωμος. Το ύψος του ήταν λίγο παραπάνω από το ενάμιση μέτρο και ζύγιζε μετά βίας εξήντα κιλά. Η ανατομία του ήταν ένα ακόμα πλεονέκτημά του, αφού πρόσδιδε ακόμη μεγαλύτερη ένταση και χάρη στην υπερκινητικότητά του, σε αυτήν του την νευρικότητα που θαρρεί κανείς πως του ήταν έμφυτη. Είναι αξιοσημείωτο πόσο αρμονικά συντόνιζε τις κινήσεις του σώματος, τις χειρονομίες και τις γκριμάτσες του με τα λόγια ή το συναίσθημα του ρόλου του σε κάθε παραμικρή στιγμή στο παίξιμό του. Αν και αρκετά μικρόσωμος κατάφερνε να γεμίζει μια τεράστια σκηνή με την ιδιότυπη εξωστρέφεια του.
Εκτός όλων των παραπάνω κατάφερνα να προκαλεί ξεκαρδιστικά γέλια στο κοινό του και ιδιαιτέρως στα μικρά παιδιά με τις απότομες εκρήξεις θυμού που τις συνόδευε μ’ ένα χαρακτηριστικό, παρατεταμένο παραμιλητό. Πολλές από τις τεχνικές του τις υιοθέτησε και τις διαμόρφωσε μελετώντας τον Ντόναλντ Ντακ των κινουμένων σχεδίων.
Ο Λουί Ντε Φινές είναι ένας από τους μεγαλύτερους κωμικούς ηθοποιούς της ιστορίας
Από πολλούς θαυμαστές του ανά την υφήλιο, ο Λουί Ντε Φινές χαρακτηρίστηκε ως «ο βασιλιάς του γέλιου». Οι Έλληνες θαυμαστές του τον παρομοίωσαν με τον δικό μας πολυαγαπημένο ηθοποιό Θανάση Βέγγο και του έδωσαν το προσωνύμιο «Γάλλος Βέγγος».
Το μικρό και ανήσυχο αγόρι, με το χαριτωμένο όνομα «Φουφού», κατόρθωσε να γίνει ένας από τους μεγαλύτερους κωμικούς ηθοποιούς της ιστορίας, αν και όχι εύκολα, ούτε τόσο γρήγορα όσο θα ήθελε.
Για καιρό ξενυχτούσε παίζοντας πιάνο σε διάφορα καμπαρέ του Παρισιού απ’ όπου και κέρδιζε ένα σταθερό εισόδημα. Από το μικρό διάστημα που φοίτησε στην «Τεχνική Σχολή Φωτογραφίας και Κινηματογράφου», όμως, είχε αναπτύξει κάποιες φιλίες που τον βοήθησαν στην μετέπειτα πορεία του. Έτσι ξεκίνησε με κάποιες μικρές συνεργασίες στο ραδιόφωνο και στο θέατρο.
Στα χρόνια του πολέμου συνέχισε να εργάζεται σε καμπαρέ και πιάνο μπαρ αφού, ενώ κατατάχθηκε στο στρατό κανονικά για να πολεμήσει, γρήγορα απελευθερώθηκε από αυτά του τα καθήκοντα, λόγω της ασθενικής του κράσης και ανατομίας. Ωστόσο βοήθησε με τον δικό του τρόπο στον πόλεμο, προσφέροντας άφθονο γέλιο στους στρατιώτες και τονώνοντας το ηθικό τους με τα τραγούδια του.
Μετά τον πόλεμο, και ύστερα από παρότρυνση της δεύτερης συζύγου του, που πίστεψε στο ταλέντο και τις δυνατότητές του, παρακολούθησε μαθήματα δράματος στην θεατρική σχολή του René Simon.
Το ντεμπούτο του στον κινηματογράφο το έκανε το 1945 με την ταινία «La Tentation de Barbizon». Η συγκεκριμένη ταινία δεν είχε ιδιαίτερη επιτυχία και ο Λουί ντε Φινές για αρκετά χρόνια ακόμα συνέχισε να πασχίζει για να εδραιωθεί στον κινηματογράφο, παίζοντας μικρούς ρόλους σε διάφορες ταινίες.
Το 1958 τελικά ήταν η τυχερή του χρονιά. Σε ηλικία 44 ετών η συμμετοχή του στην επιτυχημένη ταινία «Ni vu, ni connu» του ανοίγει τον δρόμο για μια μεγάλη καριέρα. Σε αυτή την ταινία έπαιξε τον μεγαλύτερό του ρόλο, ως εκείνη την στιγμή, και ο κόσμος τον λάτρεψε.
Δυο χρόνια αργότερα, μετά από επιτυχημένες συμμετοχές σε απανωτές ταινίες, ο Λουί Ντε Φινές ήταν πια γνωστός στην Γαλλία.
Στην δεκαετία του 1960 πλέον έφτασε στο ζενίθ της δόξας του μέσα από τις συμμετοχές του σε μια σειρά εκκεντρικών φιλμ με στοιχεία παραλόγου και ακραίου χιούμορ.
Το 1967 παίζοντας στις ταινίες: «Ο Φαντομάς εναντίον Σκότλαντ Γιαρντ», «Osar» και «Οι μεγάλες διακοπές» ο σπουδαίος κωμικός αρχίζει σταδιακά να γίνεται πλέον γνωστός στο παγκόσμιο κοινό.
Στην δεκαετία του 1970 η επιτυχία συνεχίζεται μέσα από μια σειρά ρόλων με παρόμοια συστατικά. Ο Λουί Ντε φινές, χρησιμοποιώντας στοιχεία από την γαλλική μεσαιωνική φάρσα και την ιταλική κωμωδία, δημιούργησε έναν συγκεκριμένο χαρακτήρα για τους ρόλους του με ειδικά και έντονα χαρακτηριστικά. Πρόκειται για έναν τύπο ανόητο, άπληστο, απροκάλυπτο και μάταιο που γίνεται σε όλους εξαιρετικά αντιπαθής με τα κόλπα που χρησιμοποιεί για να εξαπατήσει όλον τον κόσμο.
Ωστόσο το μόνο που καταφέρνει, είναι να παραμένει ανόητος μέσα από ναρκισσιστικές συμπεριφορές και να έρχεται τελικά πάντα αντιμέτωπος με δυσάρεστες καταστάσεις, αφού η πραγματική ζωή δεν έχει καμία σχέση με αυτή που φαντάζεται. Σε αυτούς τους ρόλους απεικονίζεται ο ίδιος κοινωνικός τύπος, δίνοντας βαρύτητα στα χαρακτηριστικά όλων των ανθρώπινων παθών και αδυναμιών, ως συλλογική εικόνα.
Ο μεγάλος κωμικός, δουλεύοντας σκληρά, συμμετείχε σε περίπου 150 ταινίες μέσα από τις οποίες χάρισε απλώχερα το γέλιο και λατρεύτηκε από τον κόσμο.
Για την προσφορά του αυτή βραβεύτηκε αρκετές φορές με βραβεία Σεζάρ και το 1973 χρίστηκε ιππότης της Λεγεώνας της Τιμής.
Δυο γάμοι και τρία παιδιά
Το 1936, ο Λουί Ντε Φινές, στα 22 του χρόνια, παντρεύτηκε την Germaine Louise Elodie Carrouire με την οποία απέκτησαν έναν γιο, τον Daniel. Ο γάμος αυτός διήρκησε έξι χρόνια, και καθώς υπήρχαν προβλήματα στη σχέση, το ζευγάρι, το 1942, πήρε διαζύγιο. Ένα χρόνο αργότερα, ο Λουί παντρεύτηκε ξανά, τη γυναίκα που πίστεψε στο ταλέντο του και τον στήριξε με όποιο τρόπο μπορούσε στα πρώτα του βήματα και με την οποία θα έμενε ως το τέλος της ζωής του.
Η δεύτερη σύζυγός του ήταν η Jeanne Augustine de Barthelemy de Maupassant, ανιψιά του μεγάλου Γάλλου διηγηματογράφου Guy de Maupassant. Οι δυο τους γνωρίστηκαν σε μία μουσική σχολή, όπου ο Λουί εργαζόταν παραδίδοντας μαθήματα πιάνου. Έζησαν μαζί σαράντα χρόνια με χαρές και λύπες και απέκτησαν δύο γιούς, τον Olivier και τον Patrick. Ο πρώτος έγινε πιλότος της πολιτικής αεροπορίας και ο δεύτερος γιατρός. Ο πρωτότοκος γιος, Daniel, με τον οποίο ο ηθοποιός συναντιόταν σχετικά συχνά, παρά το διαζύγιο με την μητέρα του, επέλεξε τον δρόμο της μουσικής.
Μια δεύτερη παράλληλη ζωή
Ο Λουί Ντε Φινές στην προσωπική του ζωή ήταν σχεδόν ένας διαφορετικός άνθρωπος. Σε αντίθεση με την έντονη και πληθωρική παρουσία του στο θέατρο και τον κινηματογράφο, στην καθημερινή του ζωή ήταν ήρεμος, ντροπαλός, λιτός και μάλλον σιωπηλός κι απομονωμένος.
Ο πρωτότοκος γιος του Daniel είχε δηλώσει για τον πατέρα του: «Η σκιά του πατέρα ήταν τόσο παρούσα, μα δεν μπορούσα ποτέ να τον αποκαλέσω μπαμπά, τον φώναζα Λούις. Ήταν σίγουρα ένας αγαπημένος πατέρας, αλλά πάνω απ ‘όλα ένας πολύ απών πατέρας».
Ο ηθοποιός δεν ήταν ιδιαίτερα φιλικός με τους συνεργάτες του. Οι σχέσεις του μαζί τους περιοριζόταν σε ό,τι είχε να κάνει με τα γυρίσματα και την δουλειά κι έτσι δεν ακολουθούσε στα πάρτυ που οργάνωναν ή παρόμοιες διασκεδάσεις. Αρκετοί μάλιστα δεν τον συμπαθούσαν και τον χαρακτήριζαν δύστροπο, καθώς στα χρόνια που η καριέρα του στον κινηματογράφο είχε ανοδική πορεία, ο Λουί Ντε Φινές, υπήρξε ιδιαίτερα απαιτητικός και αυστηρός με τους συνεργάτες του σε ορισμένες περιπτώσεις.
Είχε ένα μόνιμο άγχος μήπως κάτι πάει στραβά και όλα όσα απέκτησε με τόσο κόπο ξαφνικά χαθούν. Φρόντιζε και την παραμικρή λεπτομέρεια για να μην χάσει όσα κέρδισε και μάλιστα λέγεται ότι ενεργοποιούσε τρία ξυπνητήρια κάθε μέρα για να είναι σίγουρος πως δεν θα τον ξαναπάρει ο ύπνος και θα είναι στην ώρα του στα γυρίσματα.
Είχε επίσης εμμονή με την ασφάλεια των δικών του ανθρώπων, μια φοβία που μάλλον του μετέφερε η σύζυγός του, καθώς η ίδια έπασχε από μανία καταδίωξης. Αυτό ήταν ο λόγος που ο ηθοποιός είχε πάρει άδεια οπλοφορίας.
Στις ήρεμες ώρες του αγαπούσε να περπατά σιωπηλός σε μεγάλους περιπάτους στην φύση και ένας περίεργος τόπος όπου του άρεσε να πηγαίνει ήταν το νεκροταφείο, αφού «οι άνθρωποι εκεί, ήταν σιωπηλοί και όχι ενοχλητικοί», όπως έλεγε ο ίδιος. Όταν βρισκόταν στην πόλη, του άρεσε να κάθεται και να παρατηρεί τους ανθρώπους γύρω του, προσέχοντας όμως ο ίδιος να μένει απαρατήρητος. Είχε μαζί του πάντοτε ένα σημειωματάριο, όπου έγραφε τις εντυπώσεις του από διάφορες συμπεριφορές των ανθρώπων και πολλές από αυτές τις εντυπώσεις τις ενσωμάτωνε στους ρόλους του και στο παίξιμό του.
Αλλά και στις πρεμιέρες των ταινιών του, του άρεσε να πηγαίνει στον κινηματογράφο και διακριτικά να ακούει τις συνομιλίες ανάμεσα στους πωλητές των εισιτηρίων για να δει πόσο καλά πήγε η ταινία από τα σχόλιά τους.
Η μεγάλες αγάπες όμως του ηθοποιού ήταν το ψάρεμα και τα τριαντάφυλλα. Ήταν ένας αληθινός εραστής των ρόδων. Περνούσε ατέλειωτες ώρες στον κήπο του φροντίζοντάς τα, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια της ζωής του.
Τα τριαντάφυλλα του Λουί Ντε Φινές και το κάστρο της καρδιάς του
Το 1943, όταν ο Λουί παντρεύτηκε την δεύτερή του γυναίκα, βρέθηκε στο κάστρο της οικογένειας De Maupassant, το οποίο βρίσκεται στην κοιλάδα του Λίγηρα και στην κοινότητα του Le Cellier, 27 χιλιόμετρα από την πόλη Νάντη στην δυτική Γαλλία.
Όταν ο Λουίς βρέθηκε σε αυτόν τον τόπο, όπου η σύζυγός του είχε ζήσει στα παιδικά της χρόνια και είχε πολύ καλές αναμνήσεις, τον ερωτεύτηκε αυτοστιγμεί.
Το κάστρο, αργότερα, δημοπρατήθηκε και δόθηκε ως κληροδότημα σε μια πολύ αγαπημένη θεία της συζύγου του ηθοποιού, την Marie Clément, την οποία ο Λουί συμπαθούσε πάρα πολύ, θεωρώντας την μητέρα του. Έτσι, όταν δόθηκε η ευκαιρία και ο ηθοποιός κέρδιζε πια αρκετά χρήματα από της ταινίες του, πρότεινε, το 1967, στην ιδιοκτήτρια να αγοράσει το κτήμα. Εκείνη φυσικά δέχτηκε. Μετά από πολλές εργασίες συντήρησης ο Λουί Ντε φίνες και η γυναίκα του, Jeanne, εγκαταστάθηκαν εκεί μόνιμα το 1975.
Στο κάστρο, ο ηθοποιός αφιέρωνε πολύ από τον χρόνο του στην κηπουρική και το ψάρεμα στις όχθες του ποταμού. Δημιούργησε ένα τεράστιο κήπο με τριαντάφυλλα και ένα περιβόλι, όπου καλλιεργούσε διάφορα λαχανικά με την βοήθεια του κηπουρού του Victor Caillibot.
Η θεία της συζύγου του, που τους πούλησε το κτήμα, κατείχε σε κοντινή απόσταση ένα πανδοχείο με καφέ και εστιατόριο, το Beau Rivage. Εκεί ο ηθοποιός λάτρευε να πηγαίνει συχνά με την γυναίκα του αλλά και καλούς φίλους. Η θεία τους ήταν εξαιρετική στο μαγείρεμα των ψαριών και έτσι, μετά από κάθε καλή ψαριά του Λουί, βρισκόταν όλοι εκεί. Μάλιστα είχε ανακαλύψει ένα μονοπάτι που τον οδηγούσε απευθείας από την όχθη του ποταμού στο πανδοχείο. Οι άνθρωποι της περιοχής θυμούνται τον Λουί Ντε Φινές και μιλούν για έναν άνθρωπο απλό, καλοσυνάτο και γενναιόδωρο.
Όταν «μαράθηκαν» τα τριαντάφυλλα
Το 1975 ο ηθοποιός υπέστη έμφραγμα του μυοκαρδίου επί σκηνής. Τα προβλήματα με την καρδιά του είχαν ξεκινήσει ήδη, λίγα χρόνια νωρίτερα. Μετά από αυτή την κακή εξέλιξη στην υγεία του αποσύρθηκε για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα στο αγαπημένο του κάστρο, έχοντας συντροφιά την οικογένειά του, λίγους και καλούς φίλους και τα πολυαγαπημένα του τριαντάφυλλα.
Συμμετείχε σε άλλες έξι ταινίες πριν τον θάνατό του.
Ο Λουί Ντε Φινές «έφυγε» από την ζωή στις 27 Ιανουαρίου του 1983, σκορπίζοντας θλίψη στην οικογένειά του αλλά και στο κοινό του παγκοσμίως, που τον είχε αγαπήσει πολύ.
Την ημέρα του θανάτου του ο κήπος με τα τριαντάφυλλα σίγουρα θα έδειχνε αλλιώτικος, αφού ο αγαπημένος τους κηπουρός είχε φύγει πια για πάντα.
Μετά τον θάνατο του σπουδαίου κωμικού η Jeanne δέχτηκε την πρόταση της εταιρείας κηπευτικών «Meilland» να δημιουργήσουν και να ονομάσουν μια ποικιλία τριαντάφυλλων προς τιμή του Λουί.
Τα τριαντάφυλλα Louis de Funès είναι θαμνώδη, με διπλά λουλούδια είκοσι πετάλων και ιδιαίτερο πορτοκαλί χρώμα.
Έτσι, από το 1984, τα τριαντάφυλλα Louis de Funès στολίζουν τους κήπους του κάστρου και, καθημερινά το μνήμα, του Λουί που βρίσκεται στον ίδιο χώρο.
Επίσης στις 31 Ιουλίου του 2019 εγκαινιάστηκε και άνοιξε τις πύλες του για το κοινό ένα μουσείο αφιερωμένο στον αξέχαστο κωμικό. Το μουσείο στεγάζεται σε έναν χώρο 400 τ.μ. στο Σαν Ραφαέλ της νότιας Γαλλίας και στην μόνιμη συλλογή του περιλαμβάνονται αντικείμενα της οικογένειας του κωμικού. Στο νέο μουσείο φιλοξενούνται περί τα 350 αντικείμενα και έγγραφα, όπως πλάνα ταινιών, συνεντεύξεις και φωτογραφίες.
**Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το μουσείο μπορείτε να βρείτε εδώ.
Στο παρακάτω βίντεο μπορείτε να παρακολουθήσετε αποσπάσματα από ταινίες, στις οποίες πρωταγωνίστησε ο Λουί Ντε Φινές. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του μεγάλου κωμικού ηθοποιού είναι εμφανή σε κάθε καρέ του βίντεο.
Πηγές που χρησιμοποιήθηκαν σε αυτό το άρθρο:
Facts from the life of Louis de Funes – 26/1/2019 – Ανακτήθηκε από την ηλεκτρονική διεύθυνση: howtodoright.com – Τελευταία πρόσβαση: 29/7/2021.
«Dans sa vie privée, Louis de Funès n’était pas très drôle» – Mathilde Bergon – 31/07/2014 – Ανακτήθηκε από την ηλεκτρονική διεύθυνση: www.lefigaro.fr – Τελευταία πρόσβαση: 29/7/2021.
Λουί Ντε Φινές. Ο περίφημος κυνηγός του Φαντομά έπαθε καρδιακή προσβολή πάνω στο σανίδι. «Ο άνθρωπος που άλλαζε 40 πρόσωπα σε ένα λεπτό», παραλίγο να κάψει τη σχολή του… – Ανακτήθηκε από την ηλεκτρονική διεύθυνση: www.mixanitouxronou.gr – Τελευταία πρόσβαση: 29/7/2021.
Funes, Louis de (Louis Germain David de Funès de Galarza). Louis de Funes: κινηματογραφία, φωτογραφία – Ανακτήθηκε από την ηλεκτρονική διεύθυνση: https_el.erch2014.com – Τελευταία πρόσβαση: 29/7/2021.
Μουσείο αφιερωμένο στον κωμικό Λουί ντε Φινές εγκαινιάζεται στη νότια Γαλλία – 09/06/2019 – Ανακτήθηκε από την ηλεκτρονική διεύθυνση:www.newslink.gr – Τελευταία πρόσβαση: 29/7/2021.
Château de Clermont – Ανακτήθηκε από την ηλεκτρονική διεύθυνση:en.wikipedia.org – Τελευταία πρόσβαση: 29/7/2021.
Κωμικό «Ριφιφί» με τον Λουί ντε Φινές – Παναγιώτης Παναγόπουλος – 28.08.2005 – Ανακτήθηκε από την ηλεκτρονική διεύθυνση:www.kathimerini.gr – Τελευταία πρόσβαση: 29/7/2021.
Louis de Funès : “Je crois que c’est toujours ma mère que j’interprète !” – 09/01/2020 – Ανακτήθηκε από την ηλεκτρονική διεύθυνση:www.franceculture.fr – Τελευταία πρόσβαση: 29/7/2021.
Louis Füne wives and children. Who are you, Monsieur de Füne? – Ανακτήθηκε από την ηλεκτρονική διεύθυνση:cafe-ayo.ru – Τελευταία πρόσβαση: 29/7/2021.
The story of Louis de Funès in Clermont – Ανακτήθηκε από την ηλεκτρονική διεύθυνση:www.surlestracesdelouisdefunes.com – Τελευταία πρόσβαση: 29/7/2021.
Λουί ντε Φυνές – Ανακτήθηκε από την ηλεκτρονική διεύθυνση:el.wikipedia.org – Τελευταία πρόσβαση: 29/7/2021.