«Κατάγομαι από μια χώρα που δημιουργήθηκε τα μεσάνυχτα. Όταν κόντεψα να πεθάνω, ήταν μεσημέρι…».
Στις 9 Οκτωβρίου 2012 στην κοιλάδα του Σουάτ, στο βόρειο Πακιστάν, συμβαίνει ένα περιστατικό, που συγκλονίζει την παγκόσμια κοινότητα. Ένα κορίτσι, 15 χρονών, πυροβολείται στο κεφάλι από Ταλιμπάν μέσα στο σχολικό λεωφορείο. Αφορμή γι’ αυτή την επίθεση υπήρξε η έντονη δημόσια διαμαρτυρία της Μαλάλα ενάντια στις προσταγές των Ταλιμπάν, που όριζαν ότι τα κορίτσια δε θα έπρεπε να πηγαίνουν στο σχολείο, και η εκστρατεία της υπέρ των δικαιωμάτων των γυναικών στη μόρφωση. Πώς ανέπτυξε όμως, τέτοια πολιτική συνείδηση ένα κορίτσι σε τέτοια ηλικία, και μάλιστα σε μία χώρα, στην οποία θεωρείται ότι τα ενδιαφέροντα των γυναικών πρέπει να περιορίζονται στη φροντίδα της οικογένειας και του σπιτιού;
Το μήλο κάτω από τη μηλιά
Η μητέρα της Μαλάλα, Τορ Πεκάι Γιουσαφζάι (Toorpekai Yousafzai), ξεκίνησε το σχολείο στα έξι της χρόνια. Οι άνδρες της οικογένειας την προέτρεπαν να πάει στο σχολείο, κι έτσι κατέληξε να είναι το μόνο κορίτσι σε μία τάξη γεμάτη αγόρια. Άλλωστε, δεν ήταν συνηθισμένο στο χωριό τους να μορφώνονται τα κορίτσια. Το πρώτο διάστημα της άρεσε πολύ, και ήταν πολύ καλή μαθήτρια, αλλά σύντομα, άρχισε να ζηλεύει τις ξαδέρφες της που έμεναν στο σπίτι. Όπως λέει η Μαλάλα στο βιβλίο της: «της φαινόταν άσκοπο να πηγαίνει σχολείο μόνο και μόνο για να καταλήξει στο τέλος να μαγειρεύει, να καθαρίζει και να μεγαλώνει παιδιά». Έτσι, την ίδια χρονιά, πούλησε τα βιβλία της και δε ξαναπήγε σχολείο.
Για την απόφαση της αυτή μετάνιωσε, πολλά χρόνια αργότερα, όταν γνώρισε τον πατέρα της Μαλάλα, ο οποίος της έγραφε ποιήματα που εκείνη δε μπορούσε να διαβάσει, και ήθελε να τον βοηθήσει να δημιουργήσει το δικό του σχολείο.
Ο πατέρας της Μαλάλα, Ζιαουντίν Γιουσαφζάι (Ziauddin Yousafzai), από μικρός είχε παρατηρήσει ότι τα αγόρια στην περιοχή του είχαν διαφορετική αντιμετώπιση από τα κορίτσια. Γεννημένος σε μία οικογένεια με εφτά παιδιά, εκ των οποίων τα δύο αγόρια, είχε την ευκαιρία να συγκρίνει τα προνόμια που απολάμβανε ο ίδιος με εκείνα των κοριτσιών της οικογένειας. Όσο εκείνος και ο αδερφός του ήταν στο σχολείο, τα κορίτσια έμεναν στο σπίτι και «περίμεναν απλώς να παντρευτούν».
Παρά την κατακραυγή που δέχτηκε ο πατέρας του ως ιμάμης, ο Ζιαουντίν φοίτησε σε κυβερνητικό λύκειο, και όχι σε μεντρεσέ (θρησκευτικό ίδρυμα όπου συνήθιζαν να φοιτούν τα αγόρια στην ηλικία του Ζιαουντίν). Εκεί, ο πατέρας της Μαλάλα έμαθε αγγλικά και έλαβε σύγχρονη -για την εποχή- μόρφωση. Λόγω της καλής του επίδοσης στις απολυτήριες εξετάσεις, ο Ζιαουντίν κέρδισε μία θέση στο πανεπιστήμιο της Τζεχανζέμπ, το καλύτερο πανεπιστήμιο του Σουάτ. Οι σπουδές του στάθηκαν αφορμή για να φύγει από το χωριό του και να γνωρίσει μία καινούρια περιοχή με διαφορετική νοοτροπία. Εδώ, οι γυναίκες είχαν μεγαλύτερη ελευθερία από τις χωριανές του. Ενώ εκείνες χρειάζονταν πάντα την παρουσία κάποιου αρσενικού (έστω και μικρότερου) της οικογένειας για να βγουν από το σπίτι, οι γυναίκες εδώ μπορούσαν να συγκεντρώνονται ελεύθερα και να συζητούν για την καθημερινότητα τους.
Η αρχή των σπουδών του συνέπεσε επίσης, με ένα σημαντικό πολιτικό γεγονός για την ιστορία του Πακιστάν. Τότε δολοφονήθηκε ο δικτάτορας, στρατηγός Ζία, και μετά από εθνικές εκλογές, το Πακιστάν απέκτησε την πρώτη του γυναίκα πρωθυπουργό, τη Μπεναζίρ Μπούτο. Η εκλογή της διευκόλυνε την επαναλειτουργία και δραστηριοποίηση των φοιτητικών παρατάξεων και σύντομα ο Τζιαουντίν έγινε γενικός γραμματέας της Ομοσπονδίας Φοιτητών του Παχτούν.
Μετά την αποφοίτηση του, εργάστηκε ως καθηγητής αγγλικών σε ένα ιδιωτικό πανεπιστήμιο για κάποια χρόνια. Ο μισθός ωστόσο, ήταν πολύ χαμηλός και γι’ αυτό αποφάσισε να κάνει το όνειρο του πραγματικότητα και να ανοίξει το δικό του σχολείο.
Τα ήρεμα χρόνια
Γεννήθηκα κορίτσι σε μία χώρα που πανηγυρίζουν την έλευση ενός γιου με πυροβολισμούς, ενώ οι κόρες κρύβονται πίσω από μία κουρτίνα, κι ο ρόλος τους στη ζωή είναι απλώς το μαγείρεμα και η αναπαραγωγή.
Η Μαλάλα είναι το πρώτο παιδί που γεννήθηκε στην οικογένειά της, στις 12 Ιουλίου 1997. Όταν γεννήθηκε, ο πατέρας της έλειπε από το σπίτι, και η μητέρα της φοβόταν να του πει ότι γέννησε κορίτσι. Όταν έμαθαν οι συγγενείς ότι η Τορ Πεκάι γέννησε κορίτσι, έτρεξαν να συλλυπηθούν τους γονείς. Η παράδοση στην περιοχή όριζε, όταν γεννιέται αγόρι, να ράνουν την κούνια του με ξερά φρούτα, γλυκά και νομίσματα και ο πατέρας της Μαλάλα ζήτησε από συγγενείς και φίλους να τηρήσουν το έθιμο, παρά το γεγονός ότι το μωρό ήταν κορίτσι. «Ξέρω ότι το παιδί μου είναι αλλιώτικο από τα άλλα», τους είπε, και αποφάσισε να την ονομάσει Μαλαλάι, όπως ήταν το όνομα της μεγαλύτερης ηρωίδας του Αφγανιστάν.
Δύο χρόνια μετά τη γέννηση της Μαλάλα, γεννήθηκε ο αδελφός της Χουσάλ, και πέντε χρόνια μετά από εκείνον, ήρθε στον κόσμο το τρίτο και τελευταίο παιδί της οικογένειας, ο Ατάλ.
Τα πρώτα χρόνια της ζωής της, η Μαλάλα ζούσε με την οικογένεια της σε ένα σπίτι ακριβώς επάνω από το σχολείο που είχε ανοίξει ο πατέρας της στη Μινγκόρα, την πρωτεύουσα του Σουάτ. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, να περνάει μεγάλο κομμάτι της μέρας της μέσα στο σχολείο. Όταν ήταν τριών ή τεσσάρων ετών, έμπαινε στην τάξη και παρακολουθούσε τα μαθήματα που έκαναν τα μεγαλύτερα παιδιά, και πολλές φορές, μιμούνταν τους δασκάλους. Πρακτικά, μεγάλωνε μέσα στο σχολείο.
Στις γιορτές, η οικογένειά της επισκεπτόταν το χωριό τους, όπου η Μαλάλα παρατηρούσε τις διαφορές στη ζωή των γυναικών εκεί, σε σχέση με εκείνη των γυναικών στην πόλη. Στο χωριό οι γυναίκες ήταν υποχρεώμενες να σκεπάζουν το πρόσωπό τους, όταν έβγαιναν από το σπίτι, και να μη μιλούν με άνδρες -αν δεν ήταν συγγενείς τους-. Στη Μαλάλα φαινόταν παράξενος αυτός ο τρόπος ζωής και σε αυτό συνέβαλε η συνήθειά της να διαβάζει λογοτεχνικά βιβλία (π.χ. Τζέιν Όστεν) και να παρακολουθεί σειρές, όπως η Άσχημη Μπέτυ (Ugly Betty), όπου οι γυναίκες ζούσαν εντελώς διαφορετικά. Έτσι, όταν μπήκε στην εφηβεία, πολλοί συγγενείς της στο χωριό την κατέκριναν, επειδή δεν ακολουθούσε αυτούς τους κανόνες. Το ίδιο διάστημα, οι Ταλιμπάν είχαν ήδη έντονη δραστηριότητα στο Αφγανιστάν, καίγοντας σχολεία θηλέων, και επιβάλλοντας σκληρές τιμωρίες στις γυναίκες για καθημερινές πράξεις, όπως το να γελούν μεγαλόφωνα. Η Μαλάλα ένιωθε τυχερή που ζούσαν στο Σουάτ, αλλά η τύχη αυτή, δε θα κρατούσε πολύ.
Η αρχή του κακού
Στις 8 Οκτωβρίου 2005 το Πακιστάν χτυπήθηκε από έναν ισχυρό σεισμό της τάξης των 7,6 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ. Ο σεισμός είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή ολόκληρων χωριών, ενώ περισσότεροι από 73.000 ανθρώπους σκοτώθηκαν, 128.000 τραυματίστηκαν, και περίπου 3.500.000 άνθρωποι, έμειναν άστεγοι.
Αυτός ο σεισμός ήταν η ιδανική ευκαιρία για όσους ήθελαν να επαναφέρουν τη σαρία (τον ισλαμικό νόμο) στο Πακιστάν. Κάποιοι μουλάδες άρχισαν να κηρύσσουν ότι ο σεισμός ήταν προειδοποίηση του Θεού, κι αν δεν εφαρμοζόταν η σαρία, οι άνθρωποι θα έπρεπε να περιμένουν σκληρότερη τιμωρία.
Στην περιοχή που ζούσε η οικογένεια Γιουσαφζάι, οι περισσότεροι μάθαιναν τις ειδήσεις από το ραδιόφωνο. Όταν η Μαλάλα ήταν δέκα χρονών, εμφανίστηκε ένας μουλάς, ο Φαζλουλάχ, ο οποίος απέκτησε το δικό του ραδιοφωνικό σταθμό και άρχισε να κυρήττει μέσω της εκπομπής του. Αρχικά, προέτρεπε τον κόσμο να απαλλαγεί από τις «κακές» -κατά την άποψή του- συνήθειες και έδινε οδηγίες για να προσεύχεται κανείς με το σωστό τρόπο. Επιπλέον, ήταν ιδιαίτερα συμπαθής στον κόσμο, καθώς τους φαινόταν ένας άνθρωπος με σωφροσύνη. Είχε πολλούς ακροατές, οι οποίοι προσπαθούσαν να εφαρμόζουν τις προσταγές του. Σιγά σιγά, οι οδηγίες του έγιναν αυστηρότερες, απαγορεύοντας στον κόσμο να ακούει μουσική και να βλέπει ταινίες. Όπως υποστήριζε, τέτοιες «ανήθικες» πράξεις ήταν που είχαν προκαλέσει το σεισμό, κι αν δεν τις σταματούσαν, θα προκαλούσαν την οργή του Θεού. Οι άνθρωποι άρχισαν να καίνε CD και DVD και οι Ταλιμπάν εισέβαλλαν στα σπίτια, όπου ακουγόταν τηλεόραση, και την έσπαγαν. Έπειτα, ο Φαζλουλάχ ασχολήθηκε με τα σχολεία. Κατέκρινε τους διευθυντές των σχολείων που είχαν μαθήτριες και έδινε συγχαρητήρια μέσω ραδιοφώνου στα κορίτσια που σταματούσαν το σχολείο. Ίδρυσε, επίσης, ένα είδος τοπικού δικαστηρίου. Πολλοί απευθύνονταν σε εκείνον για να λύσουν τις διαφορές τους άμεσα, αφού στα πακιστανικά δικαστήρια η υπόθεση μπορεί να καθυστερούσε αρκετά χρόνια. Μία συνήθης μορφή τιμωρίας, για όσους κρίνονταν ένοχοι, ήταν το δημόσιο μαστίγωμα.
Δράση και αντίδραση
Οι Ταλιμπάν αποκτούσαν όλο και μεγαλύτερη δύναμη. Με αφορμή την επίθεση του στρατού σε ένα τζαμί, που χρησιμοποιούσαν ένοπλες γυναίκες που συμμετείχαν στον «ιερό πόλεμο», οι Ταλιμπάν άρχισαν να επιτίθενται, σκοτώντας όποιον πρόβαλε αντίρρηση στις εντολές τους.
Στο μεταξύ, είχε εφαρμοστεί απαγόρευση κυκλοφορίας κατά τις βραδινές ώρες στην περιοχή. Η κυβέρνηση έστειλε στρατό στο Σουάτ, για να πολεμήσει τους Ταλιμπάν, οι οποίοι είχαν ήδη καταλάβει όλα τα κυβερνητικά κτήρια στην περιοχή. Σε μία προσπάθεια να αντιδράσουν οι πρεσβύτεροι του Σουάτ, δημιούργησαν μία επιτροπή, όπου συζητούσαν τα προβλήματα που προέκυπταν και πρότειναν δράσεις για να αντιμετωπιστούν. Ο πατέρας της Μαλάλα ορίστηκε εκπρόσωπός τους, και μαζί με άλλα δύο άτομα, άρχισαν να δίνουν συνεντεύξεις στο ραδιόφωνο, προσπαθώντας να ενημερώσουν τον κόσμο για τις θηριωδίες που γίνονταν, και να τονίσουν ότι οι πράξεις των Ταλιμπάν, δεν είχαν καμία σχέση με το Ισλάμ ως θρησκεία.
Η Μαλάλα ήταν συχνά παρούσα στις συνεδριάσεις της επιτροπής, και δεν άργησε η μέρα που κλήθηκε και η ίδια να μιλήσει στα ΜΜΕ. Με αφορμή τα κορίτσια που σταματούσαν το σχολείο, οι μαθήτριες της τάξης της έδωσαν μία συνέντευξη στο AVT Khyber, το μόνο ιδιωτικό τηλεοπτικό σταθμό των Παστούν. Μεγαλώνοντας όμως, οι γονείς δεν επέτρεπαν στα κορίτσια που έμπαιναν στην εφηβεία, να συμμετέχουν σε τέτοιες δράσεις, και από φόβο, αλλά και λόγω της άποψης ότι από την εφηβεία και μετά τα κορίτσια έπρεπε να καλύπτουν τα πρόσωπά τους και να μην εκτίθενται στη δημόσια ζωή. Ο πατέρας της Μαλάλα, όμως, πίστευε ότι έπρεπε να έχει η ίδια τη δυνατότητα να εκφράζει δημοσίως την άποψη της και την ενθάρρυνε σε τέτοιες πράξεις. Έτσι, κατέληξε να δίνει συνεντεύξεις χωρίς τα υπόλοιπα κορίτσια και να υποστηρίζει το δικαίωμα της στη μάθηση.
Από την άλλη πλευρά, οι Ταλιμπάν εκμεταλλεύτηκαν τη βραδινή απαγόρευση κυκλοφορίας και άρχισαν να βομβαρδίζουν τα σχολεία που δέχονταν κορίτσια. Μέχρι τα τέλη του 2008, είχαν καταστρέψει περίπου 400 σχολεία. Το ίδιο διάστημα, ο υπαρχηγός του Φαζλουλάχ, Σαχ Νταουράν, ανακοίνωσε ότι από τις 15 Ιανουαρίου τα σχολεία θηλέων θα έπρεπε να κλείσουν, ούτως ώστε κανένα κορίτσι να μην πηγαίνει σχολείο πια.
Εκείνες τις μέρες, ένας ραδιοφωνικός παραγωγός του BBC στο Πακιστάν είχε την ιδέα να συνεργαστεί με τη Μαλάλα, ώστε να γράψουν ένα ημερολόγιο, όπως αυτό της Άννας Φρανκ. Μέσα από αυτό, το κορίτσι θα περιέγραφε την καθημερινή ζωή ενός κοριτσιού υπό το καθεστώς των Ταλιμπάν. Αναγνωρίζοντας τον κίνδυνο, έδωσε στη Μαλάλα το ψευδώνυμο «Γκιουλ Μακάι», ώστε να μη γνωρίζει κανείς, ποιό είναι το κορίτσι που αφηγείται τα περιστατικά. Κάθε βράδυ, της τηλεφωνούσε στο κινητό της μητέρας της και της έκανε ερωτήσεις για την ημέρα που πέρασε και μετά κατέγραφε όσα του έλεγε και τα δημοσίευε στην ιστοσελίδα του BBC Ουρντού. Σύντομα, το ημερολόγιο της Γκιουλ Μακάι έγινε διάσημο και αποσπάσματά του δημοσιεύονταν και σε άλλες εφημερίδες. Τότε, η Μαλάλα άρχισε να συνειδητοποιεί ότι ο γραπτός λόγος έχει δύναμη και θα μπορούσε να τον χρησιμοποιήσει για να υποστηρίξει τα δικαιώματά της.
Στις 14 Ιανουάριου 2009 έκλεισε το σχολείο του πατέρα της, όπως και τα υπόλοιπα σχολεία θηλέων της περιοχής. Η ζωή της Μαλάλα, εκείνη τη μέρα, καταγράφηκε σε ένα ντοκιμαντέρ για την ιστοσελίδα των New York Times, το οποίο ήθελε να αποτυπώσει την τελευταία μέρα λειτουργίας του σχολείου και την αντίδραση της Μαλάλα σε αυτή την απόφαση. Έχοντας σταματήσει το σχολείο, η Μαλάλα είχε πλέον ακόμα περισσότερο χρόνο να εμφανίζεται δημοσίως, και να διαμαρτύρεται για την κατάσταση που βίωνε. Πολλοί φοβούνταν για την ασφάλεια της, αλλά υπήρχαν άλλοι, που υποστήριζαν ότι περισσότερο κινδύνευε ο πατέρας της, αφού οι Ταλιμπάν «δε σκοτώνουν παιδιά».
Ποιά είναι η Μαλάλα;
Για να αντιμετωπιστούν οι Ταλιμπάν, η κυβέρνηση έστειλε στρατό στην κοιλάδα του Σουάτ, και διέταξε την εκκένωση της περιοχής. Τρεις μήνες μετά, ενημέρωσε τους κατοίκους ότι ο κίνδυνος είχε παρέλθει και ότι μπορούσαν να επιστρέψουν στο σπίτι τους. Η επίσημη ανακοίνωση έλεγε ότι οι Ταλιμπάν είχαν πια εκδιωχθεί από την περιοχή. Η Μαλάλα και ο πατέρας της, όμως, συνέχιζαν τις ομιλίες υπέρ των γυναικείων δικαιωμάτων και κατά του εξτρεμισμού και σύντομα άρχισαν να δέχονται απειλές. Στην αρχή, όλοι φοβούνταν για τον πατέρα της, μιας που πρόσφατα οι Ταλιμπάν είχαν σκοτώσει ένα φίλο του και είχαν ανακοινώσει ότι εκείνος ήταν ο επόμενος στη λίστα τους. Στη συνέχεια, όμως, η αστυνομία ενημέρωσε την οικογένεια πως η ζωή της Μαλάλα κινδύνευε επίσης. Και δεν είχε άδικο. Στις 9 Οκτωβρίου 2012, καθώς το σχολικό λεωφορείο μετέφερε τις μαθήτριες στο σπίτι τους, δύο άνδρες το σταμάτησαν. Ο ένας ανέβηκε στο λεωφορείο, ρώτησε ποια είναι η Μαλαλα, και στη συνέχεια, πυροβόλησε τρεις φορές. Η μία σφαίρα διαπέρασε το αριστερό της μάτι και καρφώθηκε στον ώμο της, ενώ οι άλλες δύο, χτύπησαν στα χέρια των κοριτσιών που κάθονταν δίπλα της.
Χρειάστηκαν πολλά χειρουργεία, φυσιοθεραπείες και η μεταφορά της στην Αγγλία για να μπορέσει να γίνει καλά. Εκείνη και η οικογένειά της εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Αγγλία, καθώς κρίθηκε, ότι εκεί θα ήταν περισσότερο ασφαλείς. Το 2013, σε συνεργασία με τη δημοσιογράφο Christina Lamb, έγραψε το πρώτο της βιβλίο, με τίτλο «Με λένε Μαλάλα», όπου διηγείται όσα έζησε, μέχρι τη στιγμή που βγήκε από το νοσοκομείο. Την ίδια χρονιά, βραβεύτηκε με το βραβείο Ζαχάρωφ, και την επόμενη, έγινε η νεότερη κάτοχος του βραβείου Νόμπελ Ειρήνης.
Σήμερα, η Μαλάλα έχει ιδρύσει το ίδρυμα Μαλάλα, που στόχο έχει, να προωθήσει την εκπαίδευση των παιδιών σε χώρες που δεν είναι διαδεδομένη, και να στηρίξει γενικά τα δικαιώματα των παιδιών στη μόρφωση. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη δράση του ιδρύματος, μπορείτε να επισκεφθείτε το Malala Fund. Ταυτόχρονα, η Μαλάλα συνεχίζει τις σπουδές της, αφού πρόσφατα έγινε δεκτή στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.
Στο παρακάτω βίντεο, μπορείτε να παρακολούθησετε την ομιλία της Μαλάλα στα βραβεία Νόμπελ.
Πηγές
Yusafzai, Malala (2013), Με λένε Μαλάλα, εκδόσεις Πατάκη