Η Μαντουμπάλα ήταν Ινδή ηθοποιός, παραγωγός, τραγουδίστρια και χορεύτρια του Χίντι κινηματογράφου (Bollywood). Ωστόσο, ίσως θα ήταν αρκετό, να πει κανείς, απλώς, πως ήταν ένα σπάνιο αστέρι που ακόμα, 53 χρόνια μετά τον θάνατό της, μεσουρανεί λαμπερό. Η ζωή της ήταν σαν παραμύθι, ένα μικρό ινδικό παραμύθι, αλλά με λυπημένο τέλος, καθώς έφυγε πολύ νέα από την ζωή. Το όνομα Μαντουμπάλα σημαίνει «γλυκό κορίτσι» και η διάσημη Ινδή, υπήρξε στ’ αλήθεια ένα πολύ γλυκό κορίτσι, με αξεπέραστη εξωτική ομορφιά και έντονη θηλυκότητα, που με το ταλέντο και την χάρη της κατάφερε να κάνει εκατομμύρια καρδιές να σκιρτήσουν σε ολόκληρο τον κόσμο. Μια από τις πολλές καρδιές που σκίρτησαν ήταν και της μεγάλης μας στιχουργού Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, η οποία εμπνεύστηκε από την Μαντουμπάλα, το θρυλικό ομώνυμο τραγούδι, που ερμήνευσε ο αξέχαστος Στέλιος Καζαντζίδης.
Ο Σούφι και η νεογέννητη
Σαν σήμερα, στις 14 Φεβρουαρίου του 1933, γεννήθηκε στο Δελχί η Μαντουμπάλα. Το πραγματικό της όνομα ήταν Mumtaz Jehan Begum Dehlavi και ήταν το πέμπτο από τα έντεκα παιδιά του Ataullah Khan και της Aayesha Begum. Τουλάχιστον τέσσερα από τα αδέρφια της Μαντουμπάλα πέθαναν όταν ήταν ακόμη βρέφη, πιθανόν από ασιτία, καθώς η οικογένεια ζούσε σε συνθήκες ακραίας φτώχειας για μεγάλα χρονικά διαστήματα.
Η Μαντουμπάλα γεννήθηκε με μία ανωμαλία στο κοιλιακό διάφραγμα, μια συγγενή καρδιακή διαταραχή, «τρύπα στην καρδιά» όπως, κοινώς, αποκαλείται. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχε ακόμη θεραπεία για την συγκεκριμένη διαταραχή. Μα ακόμα κι αν υπήρχε, οι γονείς δεν γνώριζαν το πρόβλημα της υγείας του μικρού κοριτσιού, το οποίο εκδηλώθηκε πολύ αργότερα. Είναι, πάντως, εντυπωσιακή η πρόρρηση ενός Σούφι, που είχε προβλέψει για την Μαντουμπάλα, όταν ήταν νεογέννητη, πως θα γινόταν διάσημη και πλούσια αλλά θα πέθαινε νέα και δυστυχής.
Η οικογένεια της Μαντουμπάλα, ακολουθούσε πιστά και αυστηρά το μουσουλμανικό δόγμα κι έτσι η ίδια, καθώς και οι αδερφές της, δεν φοίτησαν στο σχολείο. Παρόλα αυτά έμαθε τα Ουρντού, τα Χίντι καθώς και τη μητρική της γλώσσα Πάστο, υπό την καθοδήγηση του πατέρα της. Παρά το άγνωστο, τότε, πρόβλημα της υγείας της, η Μαντουμπάλα, πέρασε τα παιδικά της χρόνια στο Δελχί σαν ένα υγιέστατο και χαρούμενο κορίτσι, ζωηρό και σκερτσόζο, δείχνοντας από πολύ μικρή το ιδιαίτερο ταλέντο της στην υποκριτική, το τραγούδι και τον χορό.
Λάτρευε να παρακολουθεί τις ταινίες της εποχής της και συνήθιζε να παίζει τις αγαπημένες της σκηνές μπροστά στη μητέρα της, ενώ περνούσε τον χρόνο της χορεύοντας και τραγουδώντας, μιμούμενη χαρακτήρες ταινιών, κι αυτό ήταν κάτι που την διασκέδαζε και της πρόσφερε ιδιαίτερη χαρά. Παρά τη συντηρητική ανατροφή της, σκόπευε, από τότε, να γίνει ηθοποιός του κινηματογράφου, κάτι που ο πατέρας της αποδοκίμαζε αυστηρά. Ωστόσο η απόφαση του πατέρα της άλλαξε το 1940 αφού απολύθηκε από την εταιρεία όπου εργαζόταν.
Με το βάρος των οικονομικών προβλημάτων να γίνεται ολοένα και πιο δυσβάσταχτο, η οικογένεια αποφάσισε να μετακομίσει στην Βομβάη, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη. Λίγο καιρό μετά την εγκατάστασή τους στην νέα πόλη, ο πατέρας βρήκε εργασία στα κινηματογραφικά πλατό και η μικρή Μαντουμπάλα, δεν έχασε την ευκαιρία να βρεθεί κοντά του και να δει από κοντά τους χώρους όπου ονειρευόταν να βρεθεί.
Το μικρό κορίτσι κέρδισε αμέσως τους ανθρώπους του κινηματογράφου που την γνώρισαν και αναγνώρισαν αμέσως το ταλέντο της στο νάζι, την ομορφιά και την συμπεριφορά της. Σύντομα προτάθηκε στον πατέρα να δοκιμάσουν την μικρή του κόρη, και εκείνος πείστηκε, υπό το βάρος των οικονομικών αναγκών αλλά με την άνεση, ίσως, ότι τώρα πια δεν βρίσκονται στο Δελχί, για να δεχθεί η οικογένεια αυστηρή κριτική, ακόμη και διωγμό. Έτσι, σε ηλικία μόλις επτά ετών, η Μαντουμπάλα άρχισε να εργάζεται στον ραδιοφωνικό σταθμό All India τραγουδώντας συνθέσεις του Khurshid Anwar. Εργάστηκε για μήνες στο ραδιόφωνο μέχρι που συναντήθηκε με τον Rai Bahadur Chunnilal, τον γενικό διευθυντή του στούντιο Bombay Talkies.
Οι πρώτες ταινίες της Μαντουμπάλα
Το Καλοκαίρι του 1941, η οικογένεια της Μαντουμπάλα είχε εγκατασταθεί σε έναν πρώην στάβλο, στα προάστια Malad της Βομβάης. Την ίδια περίοδο προτάθηκε από την εταιρεία Bombay Talkies στον πατέρα της να επιτρέψει να παίξει η κόρη του έναν παιδικό ρόλο στην ταινία Basant. Το συμβόλαιο πρότεινε 150 ρουπίες, ως μηνιαίο μισθό, και ο πατέρας δέχθηκε. Έτσι η Μαντουμπάλα πραγματοποίησε τα πρώτα γυρίσματα και ταυτόχρονα το μεγάλο της όνειρο, ήδη σε ηλικία 9 ετών. Η ταινία έκανε πρεμιέρα το 1942 κι έκανε πολύ μεγάλη εμπορική επιτυχία ενώ ταυτόχρονα η μικρή ηθοποιός είχε κερδίσει τις εντυπώσεις.
Μετά από αυτή την ταινία η εταιρεία θέλησε να αλλάξει το συμβόλαιο της Μαντουμπάλα, μειώνοντας αρκετά την αμοιβή της, καθώς δεν υπήρχε στο επικείμενο πρόγραμμα ταινιών, ανήλικος ρόλος. Αυτή η εξέλιξη απογοήτευσε την οικογένεια και η ταυτόχρονη δυσκολία του πατέρα να βρει εργασία έφερε την απόφαση της επιστροφής στο Δελχί, όπου έβρισκε περιστασιακές και χαμηλά αμειβόμενες εργασίες με αποτέλεσμα την ανέχεια, για άλλη μια φορά.
Λίγο καιρό αργότερα, το 1944, ο επικεφαλής της Bombay Talkies και πρώην ηθοποιός, Devika Rani, έστειλε επιστολή στον πατέρα της μικρής ηθοποιού προτείνοντάς του την συμμετοχή της Μαντουμπάλα σε μία νέα ταινία. Αν και τελικά το μικρό κορίτσι δεν συμμετείχε στην συγκεκριμένη ταινία, αυτή η πρόταση έγινε η αφορμή να παρθεί η απόφαση για μόνιμη, πια, εγκατάσταση της οικογένειας στην Βομβάη, καθώς διαφαινόταν πως υπήρχε προοπτική για την Μαντουμπάλα να εργαστεί στον κινηματογράφο. Και έτσι ήταν, αφού σύντομα η Μαντουμπάλα υπέγραψε ένα τριετές συμβόλαιο με το στούντιο του Chandulal Shah Ranjit Movietone, με μηνιαία αμοιβή 300 ρουπίες.
Το καλό αυτό εισόδημα βοήθησε την οικογένεια να μετακομίσει σε ένα καλύτερο σπίτι, στην ίδια περιοχή. Το νέο σπίτι, όμως δυστυχώς καταστράφηκε από μία έκρηξη στην κοντινή αποβάθρα κι έτσι οι οικονομικές δυσκολίες συνεχίστηκαν. Τα μέλη της οικογένειας επέζησαν απ’ αυτό το τραγικό συμβάν επειδή, εκείνη την ώρα, είχαν πάει όλοι μαζί στο θέατρο.
Πασχίζοντας για να επιβιώσουν και να βελτιώσουν τις συνθήκες τους συνέχισαν να αγωνίζονται αναζητώντας εργασία και ψάχνοντας που να διαμείνουν. Η Μαντουμπάλα φιλοξενήθηκε από μία φίλη της, εκείνο το διάστημα, και σύντομα ήρθαν προτάσεις για 5 νέες ταινίες του Ranjit, όπου θα έπαιζε δευτερεύοντες ρόλους. Οι ταινίες αυτές ήταν: Mumtaz Mahal (1944), Dhanna Bhagat (1945), Rajputani (1946), Phoolwari (1946) και Pujari (1946).
Σε όλες αυτές της ταινίες το όνομα της μικρής ηθοποιού αποδόθηκε ως «Baby Mumtaz». Μάλιστα κατά την διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας Phoolwari, το 1945, εκδηλώθηκε και η εκ γενετής ασθένειά της, για πρώτη φορά, όταν έκανε εμετό με αίμα.
Ανυπομονώντας να εδραιωθεί στην βιομηχανία του κινηματογράφου, τον Νοέμβριο του 1946, η Μαντουμπάλα, ξεκίνησε τα γυρίσματα για δύο ταινίες που την εισήγαγαν, πλέον, σε ρόλους ενηλίκων. Το ντεμπούτο της ως πρωταγωνίστρια έγινε στο δράμα Neel Kamal, του Kidar Sharma, στο οποίο πρωταγωνίστησε δίπλα στον πρωτοεμφανιζόμενο Raj Kapoor και την Begum Para. Η ταινία κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 1947, και έγινε αμέσως δημοφιλής στο κοινό χαρίζοντας στην Μαντουμπάλα ευρεία δημόσια αναγνώριση. Στη συνέχεια, συμμετείχε σε μερικές ακόμη ταινίες οι οποίες όμως δεν πήγαν ιδιαίτερα καλά, εμπορικά.
Για να εξασφαλίσει οικονομικά την οικογένειά της, μόλις της δόθηκε η ευκαιρία, η Μαντουμπάλα, υπέγραψε γρήγορα συμβόλαιο για 24 ταινίες. Εκείνη την περίοδο η ηθοποιός Devika Rani, εντυπωσιασμένη από το υποκριτικό ταλέντο της νεαρής ηθοποιού στην ταινία Neel Kamal, της πρότεινε να αλλάξει το όνομά της στο καλλιτεχνικό «Madhubala», το οποίο όνομα συνόδευσε την Ινδή ηθοποιό σε όλη την υπόλοιπη ζωή της και την έκανε διάσημη σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου.
Το 1949, η Μαντουμπάλα, υποδύθηκε μια μοιραία γυναίκα στην ταινία Mahal του Kamal Amrohi, η οποία θεωρείται ως η πρώτη ταινία τρόμου του ινδικού κινηματογράφου. Οι εμπορικοί αναλυτές προέβλεπαν τότε, ότι η συγκεκριμένη ταινία θα κατέληγε σε αποτυχία λόγω του αντισυμβατικού θέματος, ωστόσο οι προβλέψεις τους διαψεύστηκαν, μετά την πρεμιέρα της ταινίας, η οποία αποδείχθηκε εξαιρετικά δημοφιλής στο κοινό και έφερε νέα συμβόλαια για την Μαντουμπάλα, και μάλιστα σε πρωταγωνιστικούς ρόλους, δίπλα σε μεγάλα ονόματα του ινδικού κινηματογράφου.
Η ταινία Mahal αποτέλεσε το ορόσημο στην καριέρα της Μαντουμπάλα. Από αυτή την ταινία και έπειτα, η άνοδος της καριέρας της ηθοποιού ήταν προδιαγεγραμμένη και το άστρο της φώτιζε το παγκόσμιο κινηματογραφικό κοινό.
Μαντουβάλα: Η νέα πρωταγωνίστρια
Η Μαντουβάλα κατάφερε να αναρριχηθεί γρήγορα στην κορυφή του Bollywood και να κατακτήσει υψηλή θέση στο ινδικό σταρ σύστεμ. Συνεργάστηκε με πολλούς και καταξιωμένους σκηνοθέτες της εποχής της, ακολουθώντας τυφλά τις οδηγίες τους και πρωταγωνίστησε πλάι στους μεγαλύτερους ηθοποιούς του καιρού της. Το ταλέντο της ξεχώρισε γιατί ήταν πολύπλευρο. Μπορούσε να παίξει οποιονδήποτε ρόλο, με την ίδια άνεση, είτε επρόκειτο για κωμικό, δραματικό ή ρομαντικό. Μπορούσε άνετα, την μια στιγμή να είναι μια διαχυτική γυναίκα σε ένα καμπαρέ και την άλλη μια αξιοπρεπής, απόμακρη κυρία. Το 1955, μάλιστα, έγινε και παραγωγός, με την ταινία Naata. Ωστόσο, λίγο πριν από αυτή της την απόπειρα, είχε αρχίσει να βιώνει κάποιες εισπρακτικές αποτυχίες στις ταινίες της και πολλά έντυπα έγραφαν αρνητικά σχόλια για εκείνη, χαρακτηρίζοντάς την ως Box Office Poison, δηλαδή δηλητήριο για τις εισπράξεις.
Το 1958 κατάφερε να διαψεύσει, για άλλη μια φορά, τους επικριτές της, ανατρέποντας την κατάσταση με την συμμετοχή της σε νέες ταινίες οι οποίες είχαν ιδιαίτερα καλή εμπορική επιτυχία. Στις ταινίες Howrah Bridge, Kala Pani, Pahgun, και Chalti ka Naam Gaadi εντυπωσίασε τους πάντες ποικιλοτρόπως ακόμα και προκαλώντας, όπως στην ταινία Howrah Bridge, όπου εμφανίστηκε ενδυματολογικά τολμηρή, σπάζοντας τα στερεότυπα της εποχής της, καθώς επέλεξε να ντυθεί όπως μια γυναίκα της Δύσης φορώντας παντελόνια κάπρι, μπλούζες με βαθύ ντεκολτέ και σέξυ φορέματα. Δεν έμεινε, επίσης, ασχολίαστος ο αισθησιακό χορός της με υπόκρουση το τραγούδι Aye Meherebaan, που ακούγεται ως τις μέρες μας.
Το 1960, ήρθε η συμμετοχή της στην ταινία Mughal – E- Azam η οποία χαρακτηρίστηκε ως επική υπερπαραγωγή και έχει καταγραφεί ως το σημαντικότερό της δημιούργημα αλλά και ως κορυφαία ταινία της δεκαετίας του ’60 για το Ινδικό σινεμά. Σε αυτήν την ταινία η Μαντουμπάλα υποδύθηκε την παλλακίδα Αναρκάλι. Το παίξιμό της ήταν ανυπέρβλητο αποδίδοντας με πάθος τον ρόλο της. Η ταινία Mughal – E- Azam, της χάρισε μεγάλη και δόξα και πολλά χρήματα, αλλά τίποτα από αυτά δεν ήρθε χωρίς τίμημα, και μάλιστα βαρύ και επίπονο. Τα γυρίσματα αυτής της ταινίας διήρκησαν εννέα ολόκληρα χρόνια και ο σκηνοθέτης, ο οποίος δεν γνώριζε ότι η Μαντουμπάλα έχει πρόβλημα υγείας, καθώς η ίδια δεν το γνωστοποίησε, ως τότε, σε κανέναν στον επαγγελματικό χώρο, την υπέβαλε σε σκληρές δοκιμασίες και πολύωρες πρόβες. Αυτός ο ρυθμός, σε συνδυασμό με το ψυχολογικό βάρος από προβλήματα που είχε στην προσωπική της ζωή, όπως ο χωρισμός της με τον ηθοποιό Ντιλίπ Κουμάρ, επιδείνωσαν ραγδαία την κατάσταση της υγείας της.
Οι ταινίες Mughal E Azam και Barsaat Ki Raat, που κυκλοφόρησαν την ίδια χρονιά, σηματοδότησαν το απόγειο της καριέρας της. Τα χρόνια που ακολούθησαν, η Μαντουμπάλα, πραγματοποίησε κάποιες, σποραδικές, εμφανίσεις και συμμετείχε με μικρούς guest ρόλους σε κάποιες ακόμη ταινίες, οι οποίες όμως δεν έκαναν επιτυχία αλλά και η ίδια η ηθοποιός αποτύγχανε πολλές φορές να ολοκληρώσει τα γυρίσματα, καθώς η κατάσταση της υγείας της, πλέον, είχε εμφανώς χειροτερεύσει.
Λίγη ζωή με πολλές εμπειρίες
Κάποιων ανθρώπων η ζωή είναι μικρή, λίγη, ωστόσο, μέσα στα λίγα χρόνια που τους «τάζει» η μοίρα, καταφέρνουν να ζουν πολλές και μεγάλες στιγμές. Μια τέτοια περίπτωση είναι και το «γλυκό κορίτσι», η Μαντουβάλα. Τα έζησε όλα, μέσα σε 36 χρόνια, ακραία φτώχεια και πλούτο, υγεία και αρρώστια, έρωτα και χωρισμό, κέρδη και ζημίες, αφάνεια και δόξα. Είχε πάντοτε μεγάλη αγάπη στην οικογένειά της και δεν δίστασε, αρκετές φορές, να δεχτεί να παίξει σε ταινίες που ήξερε πως δεν είχαν ενδιαφέρον και δεν θα είχαν επιτυχία, μόνο και μόνο για να κερδίσει επιπλέον χρήματα και να τα προσφέρει στους δικούς της ανθρώπους.
Η αγάπη της, όμως δεν περιοριζόταν στους δικούς της ανθρώπους και σε όσους γνώριζε, μόνο, στο δικό της περιβάλλον, αλλά επεκτεινόταν διαρκώς, σε όλους τους ανθρώπους, όσο μπόρεσε. Δεν είναι τυχαίο, ότι της δόθηκε ο τίτλος «βασίλισσα της φιλανθρωπίας». Το 1950, για παράδειγμα, δώρισε από 5.000 ρουπίες, σε κάθε παιδί που έπασχε από πολιομυελίτιδα και δώρισε 50.000 ρουπίες στους πρόσφυγες από την Ανατολική Βεγγάλη. Όσο κι αν προσπάθησε να το κρατήσει κρυφό, μαθεύτηκε, ότι κάθε μήνα φρόντιζε να δίνεται ένα μπόνους στα κατώτερα στελέχη που εργαζόταν σε διάφορες θέσεις στα στούντιο. Δώριζε χρήματα, τακτικά και ανώνυμα, σε πολλές περιπτώσεις, και το φιλανθρωπικό της έργο είναι γνωστό και αξέχαστο στην χώρα της.
Όταν εξασφάλισε οικονομικά την οικογένειά της, τότε σκέφτηκε να ενοικιάσει και για την ίδια μια κατοικία, γύρω στο 1950. Το σπίτι ήταν ένα μπανγκαλόου στην οδό Peddar Road, Bandra στη Βομβάη και το ονόμασε «Arabian Villa». Το σπίτι αυτό το κράτησε ως το τέλος της ζωής της και ήταν η μόνιμη κατοικία της.
Η σπιρτόζα και φιλομαθής προσωπικότητά της την έκανε, παρόλο που δεν πήγε στο σχολείο, να μάθει πολλά, μεταξύ των οποίων και την αγγλική γλώσσα, εκτός των τοπικών διαλέκτων που είχε μάθει από παιδί. Άρχισε να μαθαίνει αγγλικά, το 1950, από την πρώην ηθοποιό Sushila Rani Patel και γνώρισε τη γλώσσα, σε πάρα πολύ καλό επίπεδο, σε μόλις τρεις μήνες.
Έμαθε επίσης οδήγηση σε ηλικία 12 ετών, μόλις, και αργότερα, έγινε ιδιοκτήτρια πέντε αυτοκινήτων: ενός Buick, ενός Chevrolet, του Station Wagon, του Hillman και του Town in Country, το οποίο ανήκε μόνο σε δύο άτομα στην Ινδία εκείνη την εποχή, στον Μαχαραγιά του Gwalior και στην Μαντουμπάλα. Είχε, επίσης, δεκαοκτώ αλσατικά σκυλιά ως κατοικίδια στην Arabian Villa.
Το πρόβλημα στην υγεία της, που έφερε εκ γενετής, έκανε την εκδήλωσή του στα μέσα του 1950. Τότε διαγνώστηκε επακριβώς η ασθένειά της, ένα ανίατο κοιλιακό διαφραγματικό ελάττωμα στην καρδιά της. Η διάγνωση έγινε κατά τη διάρκεια ενός ιατρικού ελέγχου. Απέφυγε να ενημερώσει οποιονδήποτε για το θέμα της υγείας της, καθώς θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την καριέρα της. Ωστόσο οι συχνές κρίσεις και οι αιμοπτύσεις κατά την διάρκεια των γυρισμάτων, είχαν πυροδοτήσει διάφορες φήμες. Όταν πήγε στο εξωτερικό, το 1960, για να βρει θεραπεία ή να χειρουργηθεί, κανείς γιατρός δεν θέλησε να την αναλάβει. Όλοι θεώρησαν πως η κατάστασή της είναι μη αναστρέψιμη και μάλιστα δεν την έδιναν πολύ ζωή, ούτε ένα χρόνο. Εκείνη πείσμωσε και έζησε εννιά χρόνια ακόμη.
Η Μαντουμπάλα ήταν εξωπραγματικά όμορφη. Πολλοί θα την ήθελαν. Εκείνη δημιούργησε τρεις σχέσεις, στην ζωή της, και πρόλαβε να γνωρίσει και να ζήσει τον έρωτα. Η πρώτη σχέση της, ήταν με τον συμπρωταγωνιστή της στο Badal, Prem Nath, στις αρχές του 1951. Χώρισαν, ωστόσο, σε λιγότερο από έξι μήνες, λόγω θρησκευτικών διαφορών. Ο Nath αργότερα παντρεύτηκε την ηθοποιό Bina Rai, αλλά παρέμεινε κοντά στην Μαντουμπάλα και την οικογένειά της, σαν καλός φίλος, για το υπόλοιπο της ζωής τους.
Η Μαντουμπάλα ερωτεύτηκε, αργότερα, τον ηθοποιό Ντιλίπ Κουμάρ, με τον οποίο είχαν γνωριστεί από το 1944 δουλεύοντας μαζί, στην ταινία Jwar Bhata, αλλά το ειδύλλιό τους ξεκίνησε στα γυρίσματα της ταινίας Tarana, το 1951 και έλαβε μεγάλη προσοχή από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης καθ’ όλη τη διάρκεια του.
Η σχέση αυτή είχε θετικό αντίκτυπο στην ηθοποιό. Τα πρώτα χρόνια της σχέσης τους ήταν τα πιο ευτυχισμένα χρόνια της ζωής της. Παρ’ όλη την ευτυχία όμως, χώρισαν το 1957 εν μέσω δικαστικής διαμάχης, μεταξύ τους, για την παραγωγή της ταινίας Naya Daur. Ο Ντιλίπ κατέθεσε εναντίον της στο δικαστήριο, γεγονός το οποίο άφησε τη Μαντουμπάλα συντετριμμένη. Το 1958, στα πλατό του Chalti Ka Naam Gaadi, η Μαντουμπάλα, αναζωπύρωσε μια φιλία με τον Kishore Kumar, έναν παιδικό της φίλο. Μετά από δύο χρόνια ερωτοτροπίας, παντρεύτηκαν με πολιτικό γάμο στις 16 Οκτωβρίου του 1960. Ο γάμος τους αρχικά κρατήθηκε μυστικός. Όταν, τελικά, μαθεύτηκε το ζευγάρι θεωρήθηκε αταίριαστο, λόγω των αντίθετων προσωπικοτήτων τους.
Όταν τ’ αστέρια σβήνουν
Τα τελευταία εννέα χρόνια ήταν πολύ οδυνηρά για την Μαντουμπάλα. Το πείσμα της για ζωή και η θέληση, επιμήκυναν τον χρόνο, ωστόσο ο χρόνος αυτός πέρασε με πολύ πόνο. Ήθελε τόσο πολύ να ζήσει, που στη διάρκεια μιας μικρής βελτίωσης στην υγεία της, έκανε μια προσπάθεια να επανέλθει στα κινηματογραφικά πλατό, όπου ήταν οι χώροι που ονειρευόταν από παιδί. Αν και είχε γυρίσει 70 και πλέον ταινίες στην ζωή της, γιατί όχι και άλλη μία. Προσπάθησε να συμμετέχει στην ταινία Chalack η οποία, όμως, παρέμεινε ημιτελής καθώς, η υγεία της επιδεινώθηκε γρήγορα και δεν μπόρεσε να φέρει εις πέρας αυτή την τελευταία της δουλειά. Το «γλυκό κορίτσι», πριν ακόμη μεγαλώσει, έφυγε από την ζωή, υποκύπτοντας στην ασθένεια της, Ήταν 23 Φλεβάρη του 1969, λίγες, μόλις, μέρες μετά τα 36α γενέθλιά της.
«Την έφερα σπίτι ως γυναίκα μου, παρόλο που ήξερα ότι πέθαινε από ένα συγγενές καρδιακό πρόβλημα. Για 9 ολόκληρα χρόνια, την φρόντιζα. Την είδα να πεθαίνει μπροστά στα μάτια μου. Δεν μπορείτε ποτέ να καταλάβετε τι σημαίνει αυτό αν δεν το ζήσετε οι ίδιοι. Ήταν τόσο όμορφη γυναίκα και πέθανε τόσο οδυνηρά. Έτρεχε και ούρλιαζε απογοητευμένη. Πώς μπορεί ένας τόσο δραστήριος άνθρωπος να περάσει 9 ολόκληρα χρόνια στο κρεβάτι; Και έπρεπε να της κάνω αστεία όλη την ώρα. Αυτό μου ζήτησε ο γιατρός. Αυτό έκανα μέχρι την τελευταία της πνοή. Γελούσα μαζί της. Έκλαιγα μαζί της».
Advertising
Λόγια του Kishore Kumar για τη σχέση του με την Μαντουμπάλα.
Η Μαντουμπάλα έγινε τραγούδι και κατέκτησε τις καρδιές των Ελλήνων
Η «Μαντουμπάλα», το πασίγνωστο τραγούδι, ερμηνευμένο από τον Στέλιο Καζαντζίδη, όταν κυκλοφόρησε ξεπέρασε κάθε ρεκόρ στις πωλήσεις. Αγαπήθηκε από τους Έλληνες, ανά την υφήλιο και εξακολουθεί να τραγουδιέται και να ακούγεται στα ραδιόφωνα και όχι μόνο. Το τραγούδι αυτό, είναι εμπνευσμένο από την μεγάλη Ινδή ηθοποιό, Μαντουμπάλα, ασφαλώς, αφού τιτλοφορήθηκε από το όνομά της, όμως έχει μια, ακόμη πιο ενδιαφέρουσα, ιστορία. Το 1959, παιζόταν στους κινηματογράφους η ταινία «Ο αλήτης της Βομβάης». Ο Στέλιος Καζαντζίδης που την παρακολούθησε, ενθουσιάστηκε από την μουσική του θρυλικού Ραβί Σανκάρ και τα τραγούδια του, που παρουσιαζόταν στην ταινία.
Αμέσως σκέφτηκε να κάνει μια διασκευή με ελληνικούς στίχους και θέλησε να ζητήσει βοήθεια από την μεγάλη στιχουργό μας, Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου. Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, ίσως δεν ήταν τυχαία επιλογή του Στέλιου Καζαντζίδη, καθώς ή ίδια ήταν λάτρης των ταινιών του Ινδικού κινηματογράφου και θαυμάστρια της Μαντουμπάλα. Αν και η Μαντουμπάλα δεν συμμετείχε στην ταινία «Ο αλήτης της Βομβάης», η Παπαγιαννοπούλου θέλησε να χρησιμοποιήσει το δικό της όνομα στους στίχους της. Οι στίχοι όμως, δεν περιγράφουν μια ιστορία της Ινδής ηθοποιού αλλά μια προσωπική, γεμάτη πόνο, ιστορία της ίδια της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, της οποίας η κόρη είχε πεθάνει πρόσφατα. Οι στίχοι του τραγουδιού γράφτηκαν από την στιχουργό, έχοντας στην σκέψη της και στην καρδιά της την χαμένη της κόρη. Η μουσική γράφτηκε και προσαρμόστηκε πάνω στους στίχους από τον Θόδωρο Δερβενιώτη και το τραγούδι πούλησε πάνω από 100.000 δίσκους.
Μαντουμπάλα, αγάπη γλυκιά μου,
λαχταρώ νά ’ρθεις πάλι κοντά μου.
Από τότε που σ’ έχασα λιώνω,
τ’ όνομά σου φωνάζω με πόνο,
Μαντουμπάλα, Μαντουμπάλα.
Με μάτια κλαμένα στους δρόμους γυρνώ,
μια χαμένη αγάπη ζητάω να βρω,Να σε δω κι ας πεθάνω, καλή μου.
Αυτό μόνο ζητάει η ψυχή μου.
Από τότε που σ’ έχασα λιώνω,
τ’ όνομά σου φωνάζω με πόνο,
Μαντουμπάλα, Μαντουμπάλα.
Στο παρακάτω βίντεο μπορείτε να παρακολουθήσετε την θρυλική Μαντουμπάλα να χορεύει και να τραγουδά.
Πηγές που χρησιμοποιήθηκαν σε αυτό το άρθρο:
Μαντουμπάλα – Ανακτήθηκε από την ηλεκτρονική διεύθυνση: el.wikipedia.org – Τελευταία πρόσβαση: 13/2/2022
Madhubala – Ανακτήθηκε από την ηλεκτρονική διεύθυνση:en.wikipedia.org – Τελευταία πρόσβαση: 13/2/2022
Madhubala, the eternal heroine of Hindi cinema – Narender Yadav – 2019 – Ανακτήθηκε από την ηλεκτρονική διεύθυνση:www.newsintervention.com – Τελευταία πρόσβαση: 13/2/2022
“Μαντουμπάλα”, η θρυλική Ινδή πρωταγωνίστρια που πέθανε νέα και έγινε τραγούδι από τον Καζαντζίδη. Η κόντρα για την πατρότητα των στίχων και της μουσικής. Παρέμεινε πρώτο σε πωλήσεις για μια δεκαετία!… – Ανακτήθηκε από την ηλεκτρονική διεύθυνση:www.mixanitouxronou.gr – Τελευταία πρόσβαση: 13/2/2022
Μαντουμπάλα. Να σε δω κι ας πεθάνω καλή μου, αυτό μόνο ζητάει η ψυχή μου… – 14/2/2020 – Ανακτήθηκε από την ηλεκτρονική διεύθυνση:www.catisart.gr – Τελευταία πρόσβαση: 13/2/2022