Ρόμπερτ Αλεξάντερ Σούμαν, ένας από τους γνωστότερους Γερμανούς ρομαντικούς συνθέτες και πιανίστες του 19ου αιώνα. Ένας συνθέτης που παρέμεινε πιστός στον εαυτό του και στα αισθητικά πιστεύω του, ακόμη κι όταν οι εσωτερικοί του δαίμονες σκίασαν τα ιδανικά και τον οδήγησαν στον εγκλεισμό και στον θάνατο σε άσυλο φρενοβλαβών.
Τα πρώτα χρόνια του Σούμαν
Ο Ρόμπερτ Σούμαν γεννήθηκε στις 8 Ιουνίου του 1810, στην πόλη Τσβίκαου της Σαξωνίας. Ήταν το τελευταίο από τα πέντε παιδιά της οικογένειας του Φρειδερίκου Αυγούστου και της Γιοχάνα Κριστιάνα Σνάμπελ. Ο πατέρας του συγγραφέας, διατηρούσε ταυτόχρονα και ένα βιβλιοπωλείο. Από μικρός του άρεσε να διαβάζει τα βιβλία στο κατάστημα του πατέρα του.
Άρχισε να συνθέτει όταν ήταν επτά ετών. Στο σχολείο ήταν εξαιρετικά καλός στη μουσική και τη λογοτεχνία. Μέχρι τα 16 του θα ασχοληθεί με το πιάνο και τη συγγραφή, μέσα σε ωραίες φαντασίες της σκέψης του, που γίνονται δημιουργίες. Αλλά την ίδια χρονιά (1826), η αδελφή του Έμιλι αυτοκτονεί. Λίγο αργότερα έρχεται ο θάνατος του πατέρα του, από «νευρική διαταραχή», όπως διατυπώθηκε στο ιατρικό δελτίο.
Εκείνη τη χρονική στιγμή θα τελειώσει με τρομερό τρόπο η παιδική του ηλικία, κλείνοντας ίσως οριστικά και τον κύκλο της αδιατάρακτης κι ευτυχισμένης παιδικότητας. Δυο χρόνια αργότερα, το 1828, σε ηλικία 18 χρόνων, αποφασίζει να σπουδάσει νομικά και μετακινείται στη Λειψία. Οι σπουδές δεν φαίνεται να ισορροπούν την ανήσυχη φύση του, και γι’ αυτό τον συναντάμε σε διασκεδάσεις, ολονυχτίες με ποτό και κάπνισμα ακριβών πούρων και φλερτ ωραίων γυναικών. Μέσα σε μια διαρκή πάλη με τον εσώτατο καλλιτεχνικό ψυχισμό του, θ ’αρχίσει ξανά μαθήματα πιάνου, (έχοντας εγκαταλείψει τις νομικές σπουδές), με δάσκαλο τον Φρήντριχ Βικ.
Προσωπική ζωή
Εκεί που έμενε σαν φοιτητής, γνώρισε την κατά οκτώ χρόνια νεότερή του Κλάρα Βικ. Αν και ήταν αρραβωνιασμένος με άλλη κοπέλα, το πάθος του για τη Κλάρα φούντωνε ολοένα και πιο πολύ. Ο πατέρας της, που ήταν και δάσκαλος του Σούμαν, όταν κατάλαβε τι συμβαίνει τους απαγόρευσε να συναντιούνται. Αυτό τον αναστάτωσε πολύ. Ξεκίνησε να συνθέτει με μανία σονάτες για πιάνο, παίζοντας ακατάπαυστα. Η Κλάρα Βικ εκείνη την εποχή θεωρούταν μεγάλο ταλέντο στο πιάνο και ο πατέρας της θεώρησε ότι ένας γάμος θα της δημιουργούσε πρόβλημα στη μελλοντική της καριέρα. Τελικά το ζευγάρι παντρεύτηκε στις 12 Σεπτεμβρίου του 1840, παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα της Κλάρας. Στα δεκαέξι χρόνια που ζήσανε μαζί, μέχρι τον πρόωρο θάνατο του, απέκτησαν 8 παιδιά που πολλά απ’ αυτά, δυστυχώς, πέθαναν πριν από το θάνατο των γονέων τους.
Καλλιτεχνική πορεία
Ο νεαρός Ρόμπερτ εκτός από τη μουσική αγαπούσε πάρα πολύ και τη λογοτεχνία. Στα 23 του λοιπόν ίδρυει τη Νέα μουσική εφημερίδα, που εκδίδεται ως και σήμερα. Εκεί έγραφε κριτικές για μουσική και ενθάρρυνε πολλούς νέους συνθέτες. Μέσα σε αυτούς ήταν ο Σοπέν και ο Μπραμς. Στον Σούμαν οφείλονται και τα υπέροχα και γεμάτα αλήθεια λόγια: «Δίχως ενθάρρυνση δεν υπάρχει τέχνη. Στα έρημα νησιά του Ωκεανού, ένας Μότσαρτ ή ένας Ραφαήλ θα έμεναν ψαράδες ή γεωργοί».
Συχνά υπέγραφε τα άρθρα του σαν Ευσέβιος ή Φλορεστάν. Ο πρώτος χαρακτήρας αντιπροσώπευε τον ήρεμο, ονειροπόλο του εαυτό, ενώ ο δεύτερος την παρορμητική του πλευρά. Αυτοί οι δύο χαρακτήρες εμφανίζονται και στα μουσικά του έργα.
Ακολουθεί μια παραγωγική και δημιουργική περίοδος για τον συνθέτη, με αρκετές περιοδείες ταυτόχρονα. Το 1844, θα αντιμετωπίσει την κατάθλιψη, αφού, κατά την περιοδεία του ζεύγους στη Ρωσία, ο Σούμαν θα νιώσει πως έχει κατώτερο ρόλο σε σχέση με την πιανίστρια γυναίκα του, αν και η Κλάρα τον θαύμαζε βαθιά και μονίμως μείωνε τον εαυτό της για να αναδείξει την υπεροχή του. Στα γράμματά της μιλά υποτιμητικά για τη δουλειά της, αποδέχεται την μουσική του ανωτερότητα, λυπάται για την έλλειψη ταλέντου της.
Το 1850, αναλαμβάνει τη θέση του δημοτικού διευθυντή μουσικής στο Ντίσελντορφ, θέση που θα χάσει μέσα σε μία τριετία, λόγω της ασταθούς συμπεριφοράς του. Η χαρά του ήταν απερίγραπτη. Συνέθετε μανιωδώς έργα ενώ η γυναίκα του θεωρούνταν η μεγαλύτερη πιανίστα της εποχής. Η Κλάρα ερμήνευε τα έργα του και τον στήριζε στις κρίσεις του. Σύμφωνα με φήμες της εποχής όμως, η Κλάρα διατηρούσε κρυφό δεσμό με έναν άλλο μεγάλο συνθέτη της εποχής και φίλο του Σούμαν, τον Γιοχάνες Μπραμς.
Σε όλη του τη ζωή, ασχολήθηκε με τη σύνθεση έργων για πιάνο, ορχήστρα και μουσική δωματίου. Μερικά από τα έργα αυτά είναι τα ακόλουθα: Carnaval, Symphonic Studies, Kinderszenen, Kreisleriana, Fantasie in C.
Ο Σούμαν είχε εκρήξεις θυμού Στην προσπάθειά του να γίνει βιρτουόζος στο πιάνο, λέγεται ότι τραυμάτισε μόνος του τα χέρια του και πιο ειδικά το μεσαίο δάχτυλο. Έβαλε στο πάνω μέρος της παλάμης του έναν «μηχανισμό», δικής του κατασκευής, πιστεύοντας ότι με αυτόν τον τρόπο θα διορθωνόταν το πρόβλημα. Δυστυχώς το μόνο που κατάφερε ήταν να χειροτερεύσει το τραύμα του. Ο Ρόμπερτ Σούμαν ήταν κοντός και εύσωμος. Είχε μικρά χέρια και το άνοιγμα της παλάμης δεν έφτανε την επιθυμητή έκταση της οκτάβας στο πιάνο. Σε μια κρίση θυμού, εικάζεται ότι έκοψε τη σάρκα ανάμεσα στα δάχτυλά του πιστεύοντας ότι έτσι θα μπορούσε να φτάσει την έκταση της οκτάβας. Όλα αυτά τα περιστατικά τον έκαναν σιγά σιγά να εγκαταλείψει το πιάνο και να αφοσιωθεί στη σύνθεση, τη μουσική κριτική και τη διεύθυνση ορχήστρας.
Η περίοδος σύνθεσης, παρόλο που η ψυχική του υγεία επιδεινωνόταν συνεχώς, θεωρείται από τις πιο δημιουργικές της ζωής του. Συγχρόνως χειροτέρευε και η ψυχική του υγεία. Σε ένα κονσέρτο στην Ολλανδία ο Σούμαν έπαθε νευρικό κλονισμό ουρλιάζοντας ότι ακούει φωνές από το υπερπέραν να του φωνάζουν και να τον καλούν κοντά τους. Σε μια νέα κρίση, ο Σούμαν βγήκε από το σπίτι του φορώντας τη ρόμπα και τις παντόφλες της γυναίκας του. Τρέχοντας πήρε φόρα και έπεσε από μια γέφυρα στον παγωμένο Ρήνο. Ο κόσμος τον μάζεψε και τον μετέφερε στο σπίτι του. Όταν ερωτήθηκε γιατί έκανε κάτι τέτοιο, απάντησε «Με κυνηγούσε το Σολ δίεση!». Μετά από αυτό το περιστατικό, ο Σούμαν μεταφέρθηκε σε ψυχιατρείο, κοντά στη Βόννη μετά από επιθυμία της γυναίκας του.
Από τι έπασχε ο Ρόμπερτ Σούμαν;
Λένε ότι έπασχε από κάποιας μορφής νευρική διαταραχή, η οποία τον οδήγησε στην κατάθλιψη, στην κατάρρευση και τελικά στην απόπειρα αυτοκτονίας που κατέληξε στον εγκλεισμό του στο Εντενιχ. Η περίπτωσή του Σούμαν ερμηνεύεται βασικά εκ των υστέρων με τη γνώση του 20ού αιώνα, παρά με τα στοιχεία που υπήρχαν για τη θεραπεία των φρενοβλαβών τον 19ο αιώνα. Στο άσυλο ο Σούμαν τρεφόταν διά της βίας και ήταν αποκλεισμένος από κάθε επαφή με την οικογένειά του και δεν είχε πρόσβαση σε χαρτί, πένες και βιβλία.
Ακόμη όμως και στις διαυγείς στιγμές του η ισορροπία του με τον εξωτερικό κόσμο ήταν προβληματική. Σύμφωνα με τα λόγια συγχρόνου του «τον έξω κόσμο τον αναγνώριζε μόνο όταν αντιστοιχούσε στις ονειροπολήσεις του». Η πολλή ονειροπόληση στόμωσε την ιδιοφυία του.
Η εικόνα
Ο Ρόμπερτ Σούμαν είναι ο γνωστός άγνωστος. Ένα πολύ μικρό μέρος της φήμης του οφείλεται σε αυτά που έγραψε. Η μουσική του είχε ένα χαρακτήρα πολύ προσωπικό που έδειχνε σαν ο συνθέτης να σκέφτεται και να μιλάει στον ίδιο του τον εαυτό. Η μουσική του δεν προσφερόταν για συναρπαστική επίδειξη, πράγμα που σήμαινε ότι οι ερμηνευτές θα έπρεπε να διαθέτουν αποθέματα εσωτερικότητας για να μπορέσουν να την ζωντανέψουν. Δηλαδή από θέμα ερμηνευτικής επίδειξης, ο Σούμαν είναι ο μικρότερος των Ρομαντικών και από την άλλη, στο θέμα της εσωτερικότητας, ήταν ο μεγαλύτερος.
Ρόμπερτ Σούμαν. Ρομαντικός ή όχι;
Αν και όλη του η ζωή διέπονταν από νευρικές διαταραχές, είχε τη γερμανική κληρονομιά και η ψυχή του προσέβλεπε στην ποίηση και στη μουσική, ο Σούμαν δεν υπήρξε στην πραγματικότητα το Ρομαντικό πρότυπο. Κατά τη διάρκεια της επαναστατικής εξέγερσης στη Δρέσδη το 1849 κρυβόταν. Το εξαιρετικό Κοντσέρτο του για πιάνο δεν προσφέρεται για δεξιοτεχνικά πυροτεχνήματα και η αντίληψή του περί ευτυχίας ήταν απλά το σπίτι, η γυναίκα του και τα παιδιά του. Θα έλεγε κανείς ότι το μόνο ρομαντικό στοιχείο της ζωής του, ήταν ο τραγικός του θάνατος εκείνον τον Ιούλιο. Ο Σούμαν πέθανε στις 29 Ιουλίου το 1856, σε ηλικία 46 ετών, έχοντας χάσει εντελώς τα λογικά του, χτυπημένος παράλληλα από σύφιλη….
Ας αποτίσουμε έναν μικρό φόρο τιμής στον ευαίσθητο μεγάλο Γερμανό συνθέτη, ακούγοντας το «Προφητικό πουλί» από τις «Σκηνές τού δάσους». Αγαπήθηκε τόσο πολύ σαν σήμα τής εκπομπής «Μουσικά θέματα», έτσι όπως το ερμήνευσε η Λετονή πιανίστα Arta Arnicane. Τα «Μουσικά θέματα» ήταν ο τίτλος μιας παλιάς ραδιοφωνικής εκπομπής της θρυλικής Αθηνάς Σπανούδη, που κράτησε 35 χρόνια στο Κρατικό Ραδιόφωνο και τιμήθηκε με Βραβείο από την Ακαδημία Αθηνών.
Πηγές που χρησιμοποιήθηκαν σε αυτό το άρθρο:
https://www.britannica.com/biography/Robert-Schumann/Legacy
https://www.mixanitouxronou.gr/me-kinigouse-to-sol-diesi
https://wikipredia.net/el/Robert_Schumann