Το Τάνγκο δεν είναι απλώς χορός. Είναι η μουσική που, όπως πάντα, εκφράζει όσα δεν μπορούν οι λέξεις. Είναι η λέξη που, στο άκουσμά της, φέρνει στη σκέψη την αίγλη ενός μακρινού παρελθόντος. Είναι φυσικά ο χορός, που μέσω των ιδιαίτερων και γοητευτικών κινήσεων, εκφράζει τον έρωτα, την μελαγχολία, την νοσταλγία και τον πόνο, το πάθος της ζωής και το πάθος για την ζωή με τις χαρές και τις λύπες της. Είναι μια αγκαλιά, μια μαγική, συντονισμένη επικοινωνία με τον άλλον. Είναι αναμνήσεις και όνειρα μαζί. Είναι η βαθιά ανθρώπινη επιθυμία. Το Τάνγκο είναι τόσα πολλά, όσα σχεδόν οι άνθρωποι που έχουν ακούσει την μουσική και τους στίχους του ή έχουν χορέψει στα βήματά του, κι έχουν νιώσει αυτή την μοναδική, εσωτερική ένταση. Ο θεατρικός συγγραφέας Μπερνάρ Σω είχε πει: «Χορός είναι η κάθετη έκφραση των οριζόντιων επιθυμιών», κι αυτή η ρήση εκφράζει, σχεδόν, απόλυτα το Τάνγκο.
Πως γεννήθηκε τον Τάνγκο
Το Τάνγκο γεννήθηκε στην Αργεντινή. Λίγο πριν την γέννησή του, η ιστορία της χώρας είχε ως εξής: Το 1810, περίπου, η Αργεντινή εκμεταλλευόμενη την ήττα της Ισπανίας από τον Ναπολέοντα άρχιζε μία νέα πορεία προς την ανεξαρτησία της. Εκείνη την εποχή, ο πληθυσμός της χώρας ήταν γύρω στις 400.000. Ο δρόμος της μεγάλης αυτής χώρας προς την ανεξαρτησία, όπως είναι φυσικό, σημαδεύτηκε από πολιτικές και ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, εμφυλίους πολέμους και την επιβολή στρατιωτικής εξουσίας, από το 1829 ως το 1852. Μετά την ανατροπή του στρατιωτικού καθεστώτος η χώρα πέρασε σε μια φιλελεύθερη περίοδο που διήρκησε ως το 1930 περίπου.
Από το 1810 ως το 1914, ο πληθυσμός της χώρας σημείωση μία αλματώδη αύξηση, φτάνοντας από τις 400.000 στο 1. 800.000, με την συντριπτική πλειοψηφία να βρίσκεται στην πόλη Buenos Aires. Η τρομερή αύξηση του πληθυσμού έλαβε χώρα σταδιακά εξαιτίας της μετανάστευσης. Είναι χαρακτηριστικό, ότι εκείνη την περίοδο η μισοί κάτοικοι της πόλης ήταν ξένοι. Οι περισσότεροι από αυτούς προερχόταν από την Ιταλία, την Ισπανία και την Γαλλία. Το φαινόμενο της μετανάστευσης συνεχίστηκε και στα επόμενα χρόνια, φτάνοντας στην κορύφωσή του κατά την περίοδο της μεγάλης οικονομικής ανάπτυξης της Αργεντινής, στο δεύτερο μισό του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα.
Παράλληλα, οι ντόπιοι Ινδιάνοι εξοντώνονταν και στην καλύτερη περίπτωση εκδιώκονταν με την εκμετάλλευση της γης τους να περνάει, πλέον, στο κράτος και σε πολύ λίγες οικογένειες. Η κτηνοτροφία και η γεωργία αναπτύσσονταν σε νέους ρυθμούς, επιδιώκοντας να ικανοποιήσουν κάθε καταναλωτική ανάγκη και σε συνδυασμό με την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών και μέσων, όπως οι σιδηρόδρομοι και τα μεγάλα ατμόπλοια, αλλά και την εμφάνιση των ψυγείων, ήρθε σταδιακά ο πλούτος στην χώρα, αφού πλέον οι εξαγωγές ήταν εφικτές.
Το Buenos Aires αναπτυσσόταν συνεχώς και έφτασε σε ένα σημείο όπου δεν είχε να ζηλέψει σε τίποτα τις μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις. Πλέον, διέθετε ένα τεράστιο οργανωμένο λιμάνι, μετρό, όπερα και βουλεβάρτα περιστοιχισμένα με αξιοζήλευτα κτίρια.
Οι μετανάστες που εισέρρεαν αδιάκοπα, συνωστίζονταν, οι περισσότεροι, στις πόλεις και κυρίως στις γωνιές του Buenos Aires, μιας πόλης που συνεχώς επεκτεινόταν.
Γύρω από το κέντρο της πόλης και ταυτόχρονα κέντρο του πλούτου, διαμορφώνονταν νέες συνοικίες, φτωχές ή λιγότερο φτωχές. Οι πολιτισμικές και οικονομικές διαφορές μεταξύ των κατοίκων αυτών των συνοικιών ήταν, συχνά, ιδιαίτερα μεγάλες. Οι παλαιότεροι μετανάστες που τα είχαν καταφέρει και οι νεοφερμένοι κατοικούσαν στις αντίστοιχες συνοικίες, σε τεράστια μπλοκ εργατικών κατοικιών. Οι περιοχές αυτές, όπως συνήθως γίνεται ιστορικά, μετατράπηκαν σε στέκι εγκληματιών. Οι άντρες υπερτερούσαν κατά πολύ των γυναικών. Το 70% των μεταναστών ήταν άντρες κι έτσι, όπως είναι φυσικό, τα πορνεία άνοιγαν το ένα μετά το άλλο. Στην δεκαετία του 1920 τα επίσημα πορνεία ξεπερνούσαν τα 300. Τα σπίτια αυτά είχαν αρκετές γυναίκες και έχουν γραφτεί, κατά καιρούς πολλά, για το πως και πόσες νέες γυναίκες κατέληγαν εκεί από κάθε γωνιά του κόσμου. Μέσα στο ίδιο περιβάλλον, τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, προστέθηκαν οι «Compadres», οι οποίοι ήταν άνθρωποι που προέρχονταν από την αγροτιά έχοντας ισχυρούς δεσμούς με την ύπαιθρο και τον τρόπο ζωής της. Οι άνθρωποι αυτοί έφεραν τις αξίες των νομάδων και του ελεύθερου «Gaucho», αξίες που βρισκόταν υπό εξαφάνιση σε αυτό το χρονικό σημείο, πλέον. Αυτούς τους ανθρώπου άρχισαν να τους μιμούνται οι μετανάστες και οι φτωχοί κάτοικοι των περιθωριοποιημένων συνοικιών. Πρόκειται για ένα είδος μάγκα, με ιδιόρρυθμο ντύσιμο και γλωσσικό ιδίωμα. Αυτοί ήταν οι άνθρωποι που χόρεψαν πρώτοι Τάνγκο.
Η μυθολογία του Τάνγκο
Πολλές είναι οι ετυμολογικές ερμηνείες τις λέξης Τάνγκο καθώς και οι μυθολογίες για την καταγωγή του.
Ο μεγάλος Αργεντίνος συγγραφέας Χόρχε Λουίς Μπόρχες έχει αναφέρει χαρακτηριστικά ότι, όταν ρώτησε 3-4 διαφορετικά άτομα πού γνώριζαν, λόγω της θέσης τους, για το που γεννήθηκε το Τάνγκο, ο καθένας πρότεινε τη συνοικία του.
Αυτό δείχνει, πως κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα από που και πότε ακριβώς «κυοφορήθηκε» και γεννήθηκε το Τάνγκο.
Ωστόσο, το μόνο βέβαιο είναι, πως το Τάνγκο, είναι αποτέλεσμα της πρόσμιξης των ανθρώπων και του πολιτισμού που έφεραν οι διάφορες ομάδες τους, και εμφανίστηκε στο αναπτυσσόμενο Buenos Aires.
Είναι πιθανό το Τάνγκο να προέρχεται από την διασταύρωση των μουσικών και χορευτικών εκφράσεων του Ισπανοκουβανέζικου ρυθμού habanera, της milonga που σχετίζεται με παραδοσιακούς χορούς της υπαίθρου της Αργεντινής και του catombé που χόρευαν άνθρωποι Αφρικανικής καταγωγής, από παλιότερα, στο Buenos Aires.
Το Τάνγκο αρχικά χορευόταν μεταξύ ανδρών, έξω από τα πορνεία, όπου οι αναμένοντες τη σειρά τους άνδρες διασκέδαζαν με αυτόν τον τρόπο. Άλλη εκδοχή είναι ότι χορεύτηκε για πρώτη φορά από τους compadritos, πού ήθελαν με τον χορό αυτό να δείξουν τη «διαφορετικότητα τους», μα η έκφρασή τους αυτή αποδοκιμάστηκε από τους αστούς κι έτσι αναγκάστηκαν να καταφύγουν στον χώρο των πορνείων, όπου το περιβάλλον ήταν ανεκτικό και μπορούσαν να εκφραστούν όπως ήθελαν. Ο χορός του ήταν βίαιος, έντονος και θύμιζε πάλη. Φαίνεται, πως αρχικά τον Τάνγκο ξεκίνησε ως χορός μιμούμενος την σεξουαλική πράξη. Είναι χαρακτηριστική η σημείωση του περιηγητή Clemenceau, ο οποίος, το 1907, όταν είδε στο ταξίδι του στην Αργεντινή να χορεύεται ο αισθησιακός χορός, αναρωτήθηκε, γιατί κάτι πού μπορεί να γίνει οριζοντίως, γίνεται στα όρθια.
Το Τάνγκο χορευόταν για καιρό ανάμεσα σε άντρες και οι αποδοκιμασίες δεν προερχόταν μόνο από τους αστούς αλλά και από τα λαϊκά στρώματα. Φυσικά ήταν αδιανόητο να συμμετάσχει γυναίκα στον χορό. Το Τάνγκο βρισκόταν κατά κάποιο τρόπο υπό διωγμό και μάλιστα υπάρχει αναφορά ότι ο δήμος της πόλης απαγόρευσε να χορεύεται στους δρόμους με την δικαιολογία ότι παρεμποδιζόταν η κυκλοφορία.
Το Τάνγκο μπόρεσε να φύγει από τα στενά όρια του περιθωρίου και να εξαπλωθεί σταδιακά σε άλλες κοινωνικές ομάδες και τόπους, χάρη στην περιέργεια και την τόλμη των νέων αστών εκείνης της εποχής, οι οποίοι ψάχνοντας εναλλακτικούς τρόπους διασκέδασης, επισκεπτόταν τις συνοικίες των μεταναστών και των πορνείων. Έτσι, στο γύρισμα το αιώνα, το Τάνγκο πλέον άρχιζε δειλά-δειλά να χορεύεται στα cafe και να γίνεται αποδεκτό από τα λαϊκά στρώματα αρχικά.
Από αυτό το σημείο κι έπειτα, το τάνγκο, έλαβε πιο εξευγενισμένα χαρακτηριστικά. Έπαψε να έχει βίαια στοιχεία και έγινε αρκετά πιο αισθησιακό. Η αστική τάξη δεν άργησε ν’ ακολουθήσει στην αποδοχή του χορού κι έτσι, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Μπόρχες: «Όλος ο σφυγμός της πόλης έμπαινε σιγά-σιγά μέσα στο Τάνγκο».
Ο χορός που ταξιδεύει και μαγεύει τον κόσμο ως τις μέρες μας
Το Τάνγκο είναι ένας χορός, με την ομώνυμη μουσική του και την πολύχρονη ιστορία του. Πέραν αυτού όμως, είναι κι ένας τρόπος ζωής ή κατ’ άλλους ένα είδος «φιλοσοφίας». Ο χρόνος και οι άνθρωποι μέσα του, ανακάλυψαν και εξακολουθούν να ανακαλύπτουν νέα στοιχεία και νέες «αρετές» στον μυθικό αυτό χορό και την μουσική του. Το Τάνγκο βρίσκεται συνεχώς σε εξέλιξη.
Πέρασε διάφορα στάδια εξέλιξης και τα σύνορα του κόσμου. Από τους αστούς της Αργεντινής, ήρθε στην Ευρώπη κι έφτασε ως την Άπω Ανατολή, εκφράζοντας τα συναισθήματα όλων αυτών των ανθρώπων. Είναι ο αγαπημένος χορός των ζευγαριών, μα όχι μόνο.
Το Τάνγκο κατάφερε να μπει στο dna των Αργεντίνων. Είναι μεγάλο κομμάτι της ιστορίας και της παράδοσής τους. Τα μικρά παιδιά στην Αργεντινή είναι συνηθισμένο να μαθαίνουν Τάνγκο, να συμμετέχουν σε διάφορα τοπικά φεστιβάλ, οικογενειακώς, και αργότερα ως ενήλικες έχουν το Τάνγκο ως κομμάτι της ταυτότητάς τους.
Από την δημιουργία του, το Τάνγκο, πριν το 1910, όπως ήδη έχει αναφερθεί, έφερε πολύ ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ως χορός.
Από το 1910 ως το 1920, περίοδος που έχει χαρακτηριστεί ως «Τανγκομανία», ο χορός άρχισε να βγαίνει από τα σύνορα της Αργεντινής και ταξίδεψε στην Ευρώπη κυρίως, ξεκινώντας από το Παρίσι. Πλέον ήταν μία μόδα ανάμεσα σε αστούς και αριστοκράτες. Την ίδια περίοδο, το 1914, το Τάνγκο φτάνει και στην Ελλάδα, μέσα από τις οπερέτες των Σπύρου Σαμαρά και Θεόφραστου Σακελλαρίδη. Ενδεικτικό της «Τανγκομανίας» και στην χώρα μας, είναι το γεγονός, ότι ως τα χρόνια του μεσοπολέμου, κυκλοφορούν πάνω από εκατό ελληνικά Τάνγκο τραγούδια ετησίως.
Την δεκαπενταετία 1920-1935 το Τάνγκο γίνεται πλέον αποδεκτό από όλους, και είναι πια ένας αξιοσέβαστος χορός με αξιοσέβαστη μουσική, αφού βέβαια προηγήθηκε η αποδοχή του ευρωπαϊκού και αμερικάνικου κοινού. Εκείνα τα χρόνια αναδεικνύονται μεγάλοι καλλιτέχνες όπως ο Φρανσίσκο Κανάρο και ο Κάρλος Γαρδέλ, ο οποίος για τους Αργεντινούς είναι κάτι σαν εθνικός ήρωάς, και όχι άδικα. Τα τραγούδια του Γαρδέλ συγκινούν βαθύτατα του Αργεντίνους ακόμη, και είναι διάσημα σε όλο τον κόσμο και ιδιαίτερα στους λάτρεις του είδους.
Από το 1935 ως το 1955 απλώνονται τα χρυσά χρόνια του Τάνγκο. Η χρυσή εποχή του Τάνγκο συνέπεσε με την εποχή των μεγάλων ορχηστρών τζαζ στις Η.Π.Α..
Από τις πιο δημοφιλείς ορχήστρες αυτής της περιόδου ήταν του Juan d’Arienzo του βασιλιάς του ρυθμού, όπως ονομάστηκε για τον επίμονο και σταθερό ρυθμό του, του Francisco Canaro και του Aníbal Troilo.
Ακολούθησαν οι μεγάλες ορχήστρες των Osvaldo Pugliese και Carlos di Sarli, ο οποίος δημιουργούσε πλούσιο και μεγαλοπρεπή ήχο, τονίζοντας τα έγχορδα και το πιάνο σε σχέση με το μπαντονεόν. Ο Pugliese επίσης ανέπτυξε σταδιακά ένα ιδιαίτερο ύφος, με συνθέσεις που ξεχωρίζουν για την ρυθμική τους πολυπλοκότητα.
Την ίδια εποχή, στην Ελλάδα του μεσοπολέμου γραφόταν πάνω από εκατό Τανγκό κάθε χρόνο με συνθέτες όπως ο Κώστας Γιαννίδης, Μιχαήλ Σουγιούλ και Αττίκ να ξεχωρίζουν. Αναδείχθηκαν κι άλλοι αξιόλογοι συνθέτες την ίδια περίοδο και τα Τάνγκο έμειναν στην ιστορία της χώρας με τις φωνές της Σοφίας Βέμπο, του Νίκου Γούναρη, της Δανάης Στρατηγοπούλου και άλλων.
Την περίοδο 1955-1983 η Αργεντινή βρίσκεται για άλλη μια φορά σε μια περίοδο αστάθειας, μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα που ανέτρεψε τον Juan Peron. Αυτή την εποχή οι ορχήστρες πέφτουν σε παρακμή και οι πιο δημοφιλείς τραγουδιστές τραγουδούν παλιές επιτυχίες, κυρίως από την δεκαετία του 1920, και κομμάτια τα οποία δεν είναι ως επί το πλείστον χορευτικά.
Ωστόσο, μέσα σε αυτή την δύσκολη εποχή αναδείχθηκε ένας από τους σημαντικότερους συνθέτες της Αργεντινής και παγκοσμίως, ο σπουδαίος Astor Piazzolla. Τα σημαντικότερα έργα του ηχογραφήθηκαν από το 1960 μέχρι τον θάνατό του, το 1992. Αρχικά τα έργα του συνθέτη δεν έλαβαν την ευρεία αποδοχή, για τον λόγο ότι θεωρήθηκαν υπερβολικά νεωτεριστικά, αφού ο Astor Piazzolla, εισήγαγε στο Τάνγκο στοιχεία τζακ και κλασικής μουσικής και δημιούργησε ορχηστρικά κομμάτια που δεν χορεύονται ή χορεύονται δύσκολα, από επαγγελματίες. Οι συνθέσεις του ωστόσο κατάφεραν να γίνουν από τις πιο γνωστές και σπουδαίες του κόσμου.
Την δεκαετία του 1970 υπήρξαν κι άλλες απόπειρες ανάμειξη του Τάνγκο με άλλα μουσικά είδη, όπως ροκ και τζαζ με τους Litto Nebbia και οι Siglo XX να είναι από τους πιο δημοφιλείς εκπρόσωπους αυτού του κινήματος.
Από το 1983 αρχίζει η αναγέννηση του Τάνγκο, αφού η συγκεκριμένη χρονιά σηματοδοτείται από την πτώση της δικτατορίας στην Αργεντινή αλλά και την εμφάνιση της μουσικοχορευτικής θεατρικής παράστασης Tango Argentino. Η παράσταση που περιόδευσε την Ευρώπη και την Βόρεια Αμερική, συνέβαλλε στην αναγέννηση του Τάνγκο ως μουσική και χορό, αναθερμαίνοντας ουσιαστικά το ενδιαφέρον του κοινού για το είδος. Σύντομα το ενδιαφέρον για το Τάνγκο εξαπλώθηκε, εκ νέου, σε όλο τον κόσμο, είτε το ύφος παρέμεινε πιστό στο «παραδοσιακό» Τάνγκο, είτε πλέον εμπλουτίστηκε λιγότερο ή περισσότερο με σύγχρονα στοιχεία, όπως η ηλεκτρονική μουσική. Έτσι, νέα συγκροτήματα όπως οι Otros Aires, Tanghetto, Gotan Project, το συγκρότημα Bajofondo του Gustavo Santaolala και οι Narcotango του Carlos Libedinski, έχουν γίνει ιδιαίτερα αγαπητά.
Ημέρα Τάνγκο
Η Διεθνής Ημέρα του Τάνγκο γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 11 Δεκεμβρίου και ξεκίνησε ως κοινή γιορτή γενεθλίων, για τον Κάρλος Γαρδέλ, έναν από τους πιο διάσημους και αγαπημένους τραγουδιστές του αργεντινού Τάνγκο, όλων των εποχών, όπως προαναφέρθηκε στο άρθρο, και τον Χούλιο Ντε Κάρο, έναν από τους πιο σημαντικούς συνθέτες, βιολιονίστες και μαέστρους ορχήστρας.
Η πρόταση για την ημέρα του Τάνγκο προτάθηκε από τον συνθέτη, παραγωγό και ανιχνευτή ταλέντων, Ben Molar, ο οποίος ήταν επίσης προσωπικός φίλος του Χούλιο Ντε Κάρο, ωστόσο, δεν ήταν εύκολο η Ημέρα Τάνγκο να γίνει επίσημη γιορτή. Ο Molar παρουσίασε για πρώτη φορά την ιδέα στον Ricardo T. Freixá, Γραμματέα Πολιτισμού του Δήμου του Buenos Aires το 1965. Τότε ο Freixá είχε λάβει την έγκριση από όλους τους καλλιτεχνικούς οργανισμούς εκείνης της εποχής. Παρόλα αυτά χρειάστηκε να περάσουν 11 χρόνια για να υπογραφεί τελικά το διάταγμα, από τον Δήμο της πόλης. Το διάταγμα υπογράφτηκε στις 29 Νοεμβρίου του 1977.
Δεκατρείς μέρες αργότερα, διοργανώθηκε ένα φεστιβάλ Τάνγκο, στο Buenos Aries, όπου ανακοινώθηκε ενθουσιωδώς το νέο για την Ημέρα Τάνγκο σε περίπου 15.000 χορευτές, μουσικούς, τραγουδιστές, συγκροτήματα, ραδιοτηλεοπτικούς φορείς και δημοσιογράφους. Εν συνεχεία, στις 23 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, εκδόθηκε διάταγμα και εγκρίθηκε από τον Γραμματέα Πολιτισμού του Έθνους, Δρ Ραούλ Αλμπέρτο Κάσα, να γίνει η 11η Δεκεμβρίου, εθνική ημέρα του Τάνγκο στην Αργεντινή. Το 2009, ο Εκπαιδευτικός, Επιστημονικός και Πολιτιστικός Οργανισμός των Ηνωμένων Εθνών (UNESCO) ενέκρινε κοινή πρόταση της Αργεντινής και της Ουρουγουάης για να συμπεριληφθεί το Τάνγκο στους Καταλόγους της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO. Σήμερα, πάντως, επίσημα ή όχι, αυτή η ξεχωριστή ημέρα γιορτής, αναγνωρίζεται από τους καλλιτέχνες και τους λάτρεις του Τάνγκο σε όλο τον κόσμο.
Παγκοσμίως, και στην Ελλάδα, υπάρχουν αρκετοί αξιόλογοι δάσκαλοι και σχολές όπου μπορεί κανείς να διδαχθεί και να μπει στον ιδιαίτερο κόσμο του Τάνγκο. Επίσης, διάφορα φεστιβάλ Τάνγκο, εκδηλώσεις και βραδιές χορού, διοργανώνονται, επίσης, παγκόσμια και στην Ελλάδα.
Στο παρακάτω βίντεο μπορείτε να δείτε ένα ζευγάρι να χορεύει Τάνγκο, στην παλιότερη γειτονιά του Buenos Aires, το San Telmo.
Πηγές που χρησιμοποιήθηκαν σε αυτό το άρθρο:
Κοινωνική ιστορία του Τάνγκο. Από τις υποβαθμισμένες συνοικίες του Buenos Aires στα σαλόνια της Ευρώπης – ΧΡΗΣΤΟΣ ΛΟΥΚΟΣ – Ανακτήθηκε από την ηλεκτρονική διεύθυνση: ejournals.epublishing.ekt.g – Τελευταία πρόσβαση: 10/12/2021
Τάγκο – Ανακτήθηκε από την ηλεκτρονική διεύθυνση: el.wikipedia.org – Τελευταία πρόσβαση: 10/12/2021
International Day of Tango – 02/12/2021 -Ανακτήθηκε από την ηλεκτρονική διεύθυνση: tangofolly.com – Τελευταία πρόσβαση: 10/12/2021
«…Χορός είναι η κάθετη έκφραση των οριζόντιων επιθυμιών…» – 11 Δεκεμβρίου 2018 – Ανακτήθηκε από την ηλεκτρονική διεύθυνση: www.cretalive.gr – Τελευταία πρόσβαση: 10/12/2021