
Από ένα ταξίδι έχεις μόνο να αφήσεις πίσω σου πράγματα και να επιστρέψεις πιο γεμάτος. Με όσο χώρο στην χειραποσκευή σου, ξέρεις ότι είσαι έτοιμος για ό,τι σε πλησιάζει. Δεν τρέχεις πίσω απ’ τα αξιοθέατα και τα μουσεία, αλλά στέκεις δίπλα στους ανθρώπους και προσπαθείς να ακούσεις τη γλώσσα τους, γίνεσαι ένα με αυτούς, κοιτάς που μέρα με τη μέρα αλλάζεις και γίνεσαι ζωή αληθινή.
Αρπάζεις λίγα και φεύγεις.
Γιατί αυτό μοιάζει, τελικά, να είναι ένα ταξίδι· φευγιό. Ένας σάκος στην πλάτη και ατελείωτες ώρες στους δρόμους του κόσμου. Ο αέρας τη μία μυρίζει Αργεντινή, την άλλη Χιλή, μετά χάνεται στην ενδοχώρα της Βολιβίας και φέρνει κάτι απ’ τη δυναμική και την ιστορία του Περού.
Μέρος 1
Στην Αργεντινή, εκεί που ο κόσμος είναι όλη η χώρα.

Η πόλη του Buenos Aires ξυπνά όσα δεν πέρασαν απ’ τον νου και μετά όλα ξεχύνονται στο πέρασμά σου. Τα σοκάκια στο Palermo και στο San Telmο μπορεί να κρύβουν «γωνιές» πιο ανθρώπινες και αυθεντικές, αλλά η βόλτα απ’ το θέατρο Colon και το περπάτημα στον Obelispo και στο Puerto Madero, είναι η καλύτερη αρχή για να βυθιστείς στην ιστορία της πόλης και στις εναλλαγές της.

Κόσμος χορεύει tango ανάμεσα σε άστεγους και ζητιάνους, όσο εσύ συνεχίζεις τη βόλτα και χαμογελάς όπως ακριβώς περπατάς· μόνος. Αρκούν, όμως, λίγες μέρες για να συνειδητοποιήσεις ότι μόνο αυτό δεν είσαι. Η πόλη του Buenos Aires είναι πιο δυνατή απ’ τη φήμη της. Χάνεσαι ανάμεσα σε μια «ευρω-ισπανική» φαινομενικά αλήθεια για να συνειδητοποιήσεις ότι οι άνθρωποί της είναι που την κάνουν ιδιαίτερη. Αυτοί είναι η καρδιά της πόλης, αυτοί είναι το δυνατό της σημείο.

Διασχίζεις λεωφόρους, τριγυρνάς σε στενά δρομάκια και σε πεζόδρομους δίχως να ξέρεις που πηγαίνεις, δίχως να σε νοιάζει κιόλας. Παρατηρείς τον κόσμο, τα παιδιά που παίζουν ξυπόλητα, τους μουσικούς στις γωνίες με τα σκισμένα ρούχα και τα μακριά μαλλιά, έναν ηλικιωμένο με τα μάτια κλειστά να γεμίζει τη γειτονιά με μουσική από το μπαντονεόν του –λες και ποτέ δεν άλλαξε εποχή–, τις γειτονιές πίσω από τη La Boca γεμάτες καχύποπτες ματιές ανάμεσα απ’ τους πολύχρωμους τσίγκους και εκείνο το χαμόγελο των παιδιών όταν η μπάλα περάσει τη γραμμή του τέρματος.

Για λίγο στέκεις και παίζεις μαζί τους. Κάτι σου φωνάζουν, γελάς. Σου πετάνε τη μπάλα, προσπαθείς. Τρέχουν κατά πάνω σου σαν μέλισσες, τρέχεις κι εσύ σαν παιδί. Λίγα λεπτά μετά και όλος ο κόσμος είναι γεμάτος ήχους, ιαχές και χάχανα. Σταματάς να πάρεις ανάσα και η μπάλα χάνεται, τα μικρά σκοράρουν· ήδη είσαι πίσω στο σκορ. Ξαπλώνεις στο χώμα και ξεσπάς σε γέλια. Μαζί σου και τα μικρά ένας κύκλος από χαμόγελα, μέχρι που κάποιος κλωτσά και πάλι την μπάλα και το παιχνίδι ξεκινά απ’ την αρχή. Σηκώνεσαι γεμάτο σκόνη, ιδρώτα και συνεχίζεις με τη βουή από τις «παιδικές μέλισσες» να σε κάνει να χαμογελάς σε κάθε ανάμνηση.

Προλαβαίνεις το πρώτο πρωινό αεροπλάνο με προορισμό κάπου κοντά στα σύνορα της Χιλής. Προσγειώνεσαι στη Salta και ξεκινάς την αναζήτηση απ’ την αρχή.
Η μικρή αυτή πόλη, χτισμένη στους πρόποδες των Άνδεων, κρύβει τη δική της μποέμ μαγεία και μυστικά που συνδυάζουν το παλιό με το καινούργιο. Όμορφες πλατείες, φωτισμένα παραδοσιακά κτίρια από τον 18ο αιώνα και ευκαιρία για γεύσεις κρασιού και εξερεύνηση.

Η μονοήμερη βόλτα στη Quebrada de Humahuaca, στην Purmamarca, στην Paleta del Pintor και την πόλη Tilcara δεν είναι ένα απλό ταξίδι στις Άνδεις. Σε γεμίζει αίσθηση από τον πολιτισμό των Ίνκας, χρωματιστά φαράγγια, παραδοσιακές πόλεις με τοπικές αγορές και ανθρώπους που σε πλησιάζουν δίχως να ζητούν κάτι περισσότερο απ’ το να δοκιμάσεις, να σταθείς λίγο και να δοκιμάσεις.
Βρίσκεις λόγο να μείνεις στον τόπο αυτόν και αλλάζεις τα εισιτήρια. Μία ακόμα μέρα εδώ, σίγουρα θα έχει κάτι να μου δώσει. Μένεις και ξεκινάς, αυτήν τη φορά, για τον Νότο. Στην Garganta del Diablo αφήνεις τη ματιά σου να χαθεί στο γεωλογικό φαινόμενο, ενώ στο El Amfiteatro η παραδοσιακή μουσική από τους ντόπιους μοιάζει λες και ο ήχος βγαίνει απ’ τα βάθη του επιβλητικού βράχου. Η πορεία περνά από τη θέα στο Mirador Tres Cruces, για να καταλήξει στην πόλη του Cafayate, γεμάτη από ήλιο, αποικιακά σπίτια και εξαιρετικό κρασί. Η επιστροφή έχει έναν ήλιο να χάνεται στον χρόνο και μοναχική πορεία στο Los Castillos, ανάμεσα από ορεινές ερήμους και την άγρια φύση της Βόρειας Αργεντινής.

Φτάνεις αργά το απόγευμα στη Salta και οι δυνάμεις σου αρκούν για ένα ακόμα ποτό στην κεντρική πλατεία, με τον κόσμο να ηρεμεί και να απολαμβάνει τη δροσιά τη βραδιάς· χειμώνας βλέπεις εκεί τον Ιούλιο. Βγάζεις τις σημειώσεις σου και γράφεις μέχρι να αδειάσει το ποτήρι. Η ανασκόπηση των τελευταίων ημερών είναι ένα ακόμα ταξίδι από το παρελθόν, έτσι σε βρίσκει. Λίγο πριν φύγεις, ακούς μια φωνή απ’ τη διπλανή παρέα: «Να πάμε όμως και στην έρημο…»


Αυτό θα κάνω, σκέφτεσαι και είσαι ευγνώμων που κάποιος άλλος αποφασίζει για σένα, κι ας μην το ξέρει. Ψάχνεις τα δρομολόγια των λεωφορείων. Αναχώρηση σε τρεις ώρες για Χιλή. Στην έρημο, ακούς μέσα σου και χαμογελάς. Προλαβαίνω.
Κλείνεις τον σάκο και στήνεσαι στον σταθμό. Βραδινή διαδρομή και ύπνος στο λεωφορείο. Περιμένεις τη σειρά σου ανάμεσα σε όλους και λίγο πριν μπεις διαβάζεις τη φωτεινή ένδειξη: San Pedro de Atacama…
(to be continued)














