
Ο Τεντ Μπάντυ αποτελούσε τον ζωντανό εφιάλτη για πολλές γυναίκες τη δεκαετία του ’70 που θα είχαν την «τύχη» να βρεθούν στο πέρασμά του. Βιαστής, κατά συρροή δολοφόνος και νεκρόφιλος είναι μερικά μόνο από τα στοιχεία της προσωπικότητας του, ενώ ο πραγματικός αριθμός των θυμάτων του δεν έχει προσδιοριστεί με ακρίβεια μέχρι σήμερα. Στόχο του αποτελούσαν οι όμορφες, κυρίως, φοιτήτριες, ενώ οι αστυνομικές αρχές δυσκολεύτηκαν πολύ στην εύρεσή του. Ήταν ένα ον που ομοίαζε σε άνθρωπο, αλλά μια πιο ακριβής περιγραφή θα ήταν ένας «σαδιστικός ψυχοπαθής». Ένα μέλος από τους δικηγόρους του αργότερα τον χαρακτήρισε ως τον ορισμό της άσχημης κακίας.
Παιδική ηλικία και σπουδές
Ο Θίοντορ Ρόμπερτ Κάουελ, όπως ήταν το πραγματικό όνομα του Μπάντυ, γεννήθηκε στις 24 Νοεμβρίου 1946 στο Μπέρλινγκτον του Βερμόντ από τη Λουίς Κάουελ. Δεν γνωρίζουμε μέχρι σήμερα ποιος ήταν ο πραγματικός του πατέρας, ενώ κάποιες θεωρίες αναφέρουν πως ήταν ο βίαιος πατέρας της Λουίς. Ο Μπάντυ μεγάλωσε με τους παππούδες του στη Φιλαδέλφεια και για πολλά χρόνια νόμιζε πως αυτοί ήταν οι γονείς του και η Λουίς η μεγάλη του αδερφή. Χρόνια αργότερα έμαθε την αλήθεια, γεγονός που τον γέμισε με μίσος για τη μητέρα του που του απέκρυψε την αλήθεια. Ο παππούς του Μπάντυ ήταν ένα αρκετά αμφιλεγόμενο άτομο, οξύθυμο με ακραίες ρατσιστικές και όχι μόνο αντιλήψεις. Χτυπούσε πολλές φορές τη γυναίκα του, ενώ και τα παιδιά του δεν γλύτωναν από το μένος του.
Ο Τεντ Μπάντυ από μικρή ηλικία είχε δείξει σημάδια θυμού και απουσία εσωτερικών ηθικών αναστολών. Η παιδική του ηλικία σχετιζόταν με την περιήγηση στους δρόμους και την προσπάθεια ανεύρεσης φωτογραφιών πορνογραφικού περιεχομένου. Είχε και κάποια προβλήματα με το νόμο, τα οποία όμως αφαιρέθηκαν από το ποινικό του μητρώο κατά την ενηλικίωση του, ένα σύνηθες γεγονός για πολλές πολιτείες στην Αμερική. Όταν η μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε, αποξενώθηκε εντελώς από την νέα του οικογένεια, ενώ αντιπαθούσε και τον θετό του πατέρα χαρακτηρίζοντάς τον, μετέπειτα, ως χαζό που δε βγάζει πολλά χρήματα. Το 1965 αποφοίτησε από το λύκειο και πήγε στο πανεπιστήμιο, ενώ έδειξε μια ιδιαίτερη έφεση στις πολιτικές και ψυχολογικές επιστήμες. Όμως η πραγματική του «αγάπη» βρισκόταν κάπου αλλού. Η παιδική του ηλικία και τα γεγονότα που βίωσε δε θα μπορούσαν σε καμία περίπτωση να προϊδεάσουν κανέναν για την κατάληξη που θα είχε ο διαβόητος Τεντ Μπάντυ.

Εγκλήματα και αστυνομική ανικανότητα
Ο Μπάντυ σπούδασε ψυχολογία και μάλιστα αποφοίτησε με άριστα το 1972 από το πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον, ενώ αποφάσισε να σπουδάσει και νομική. Δε μπορούμε να είμαστε σίγουροι για το πότε ξεκίνησε τις επιθέσεις, καθώς εξιστόρησε διαφορετικές ημερομηνίες σε διαφορετικούς ανθρώπους. Η πρώτη, πάντως, καταγεγραμμένη επίθεση του Τεντ Μπάντυ δεν ήταν δολοφονία. Τον Ιανουάριο του 1974 διέρρηξε το σπίτι της 18χρονης Κάρεν Σπάρκς η οποία ήταν φοιτήτρια στο Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον και χορεύτρια. Την χτύπησε με μία μεταλλική ράβδο και στη συνέχεια της επιτέθηκε σεξουαλικά χρησιμοποιώντας και το ίδιο αντικείμενο. Η επίθεση του Μπάντυ δε σκότωσε την Κάρεν αλλά την έστειλε στο νοσοκομείο όπου παρέμεινε σε κώμα για περίπου δέκα ημέρες και με μόνιμες αναπηρίες.
Ο πρώτος φόνος του ήταν η επίσης φοιτήτρια του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον, Λίντα Αν Χίλυ. Ο Μπάντυ μπήκε στο σπίτι της και αφού την χτύπησε, την έβαλε στο αυτοκίνητό του και κανείς δεν την ξαναείδε ποτέ. Χρόνια αργότερα βρέθηκε ένα μέρος από το κρανίο της σε μία απομονωμένη περιοχή που χρησιμοποιούσε ο Μπάντυ για να ξεφορτώνεται τα πτώματα. Δε μπορούσε βέβαια να σταματήσει εκεί. Συνέχισε να επιτίθεται και να σκοτώνει νεαρές κοπέλες-φοιτήτριες. Η συνήθης τακτική του ήταν να παίρνει με το αμάξι του γυναίκες που έκαναν οτοστόπ είτε να ζητάει βοήθεια προσποιούμενος κάποια δυσκολία ή αναπηρία. Η εμφάνιση του σε συνδυασμό με την εξυπνάδα του διευκόλυνε τη δουλειά του, καθώς οι γυναίκες τον εμπιστεύονταν. Πρώτα τους επιτιθόταν με ρόπαλα και άλλα αντικείμενα, στη συνέχεια τις έδενε, τις βίαζε και τις πέταγε σε κάποια εγκαταλελειμμένη περιοχή ή σε κάποιο δάσος. Πολλές φορές πήγαινε σε αυτά τα μέρη για να ικανοποιήσει τις σεξουαλικές του αρρωστημένες ανάγκες στα πτώματα αυτών των γυναικών. Υπήρχαν φορές που έκοβε το κεφάλι από τα θύματά του με σκοπό να τα κρατήσει και να κοιμάται μαζί τους.
Η ύστατη κατοχή είναι πραγματικά το να παίρνεις μία ζωή. Και μετά τα φυσικά αγαθά από τα λείψανα. Η δολοφονία δεν είναι πάντα ένα έγκλημα πάθους ή βίας, έρχονται στην κατοχή σου, είναι μέρος από εσένα, γίνονται κομμάτι σου και μετά είστε ένα, ενώ το μέρος που τις σκότωσες ή τις παράτησες γίνεται ιερό για σένα και πάντα θα γυρνάς σε αυτό.
(Απόσπασμα από δηλώσεις του Τεντ Μπάντυ κατά τη διάρκεια συνέντευξης)

Μπορεί εύκολα να καταλάβει κανείς πως ο Τεντ Μπάντυ ήταν ο ορισμός της ψυχοπάθειας και φυσικά οι επιθέσεις του δε σταμάτησαν εκεί, αλλά συνεχίστηκαν με σταθερούς ρυθμούς. Η αστυνομία είχε θορυβηθεί από τις εξαφανίσεις και ζήτησε και από αλλού βοήθεια για τον εντοπισμό του κατά συρροή δολοφόνου. Ο Μπάντυ στην διάρκεια της φοιτητικής του ζωής – που περιλαμβάνει και τις επιθέσεις του – είχε συνάψει σχέσεις με διάφορες γυναίκες. Μάλιστα, μία από αυτές τις γυναίκες προσπάθησε να ενημερώσει την αστυνομία πως αυτός είναι ο δολοφόνος όταν είχαν φτιάξει το σκίτσο του. Συνολικά τέσσερα άτομα κάλεσαν την αστυνομία για να αναφέρουν τον Μπάντυ ως ύποπτο, όμως η αστυνομία τον απέρριψε λόγω του βιογραφικού του αλλά και του παρουσιαστικού του.
Τα πτώματα είχαν αρχίσει να ανακαλύπτονται και τότε ο ίδιος μετακόμισε στην Γιούτα όπου έγινε δεκτός στο πανεπιστήμιο. Η δράση του συνεχίστηκε και στην νέα του πολιτεία. Η γυναίκα που τον είχε καταγγείλει ξαναπήρε τηλέφωνο στην αστυνομία, όταν έμαθε για την μετακόμισή του και τις νέες εξαφανίσεις, αλλά ούτε τότε δεν πίστεψε η αστυνομία ότι ήταν αυτός. Αργότερα και μετά από κάποια νέα στοιχεία ήταν ο βασικός ύποπτος. Σε έναν έλεγχο ρουτίνας βρέθηκαν στο αυτοκίνητό του διάφορα εργαλεία που χρησιμοποιούσε στις επιθέσεις και παρόλο που δεν ήταν αρκετά για να τον συλλάβουν, ο αστυνομικός που του έκανε τον έλεγχο αποφάσισε να τον παρακολουθήσει. Με τα στοιχεία πλέον να πληθαίνουν, η αστυνομία προχώρησε στη σύλληψή του.
Ο Μπάντυ κατάφερε να δραπετεύσει δύο φορές από την αστυνομία. Την πρώτη μόνο για λίγες ημέρες, ενώ η δεύτερη ήταν πολύ πιο σημαντική καθώς μεγάλωσε τον αριθμό των θυμάτων του μεταξύ των οποίων συμπεριλήφθηκε και ένα δωδεκάχρονο κορίτσι. Μία εβδομάδα μετά από αυτή τη δολοφονία, η αστυνομία τον συνέλαβε και για τελευταία φορά μπήκε στη φυλακή. Εκεί ξυλοκοπήθηκε αρκετές φορές, ενώ βιάστηκε και από τέσσερα άτομα. Στη δίκη του αποφάσισε ο ίδιος να υπερασπιστεί τον εαυτό του, κάτι που τον οδήγησε στην ηλεκτρική καρέκλα. Στις 24 Ιανουαρίου τον 1989 άφησε την τελευταία του πνοή, ενώ πλήθος κόσμου είχε μαζευτεί για να γιορτάσει το θάνατό του.
Η δράση του Μπάντυ μοιάζει με σκηνοθετημένη ιστορία που βλέπουμε στη μεγάλη οθόνη, αλλά οι επιθέσεις και οι δολοφονίες του ήταν πραγματικές. Είναι πολύ διαφορετικό το να διαβάζεις ένα κείμενο από το να ακούς την πραγματική ιστορία μέσα από τα λόγια κάποιου θύματος που επέζησε από τα χέρια του. Στο παρακάτω βίντεο ένα από τα θύματα του εξιστορεί εκείνες τις συγκλονιστικές στιγμές που βίωσε.
Πηγές:
https://www.ranker.com/list/ted-bundy-facts/lyra-radford
https://www.britannica.com/biography/Ted-Bundy
https://www.crimemuseum.org/crime-library/serial-killers/ted-bund
https://allthatsinteresting.com/ted-bund