
Ο Τζάκσον Πόλοκ (Paul Jackson Pollock) θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες του 20ου αιώνα, αφού εισήγαγε την τεχνική του dripping στη ζωγραφική. Ως ένας εκ των σπουδαιοτέρων εκπροσώπων του Aφηρημένου Eξπρεσιονισμού, ο αμερικανός ζωγράφος μπόρεσε να μεταφέρει, μέσω της σωματικής κίνησης, τις διάφορες εκφάνσεις του καλλιτεχνικού ασυνείδητου στον καμβά. Άλλωστε, σύμφωνα με τον ίδιο:
«Οι περισσότεροι μοντέρνοι ζωγράφοι δουλεύουν αντλώντας από μία διαφορετική πηγή. Δουλεύουν από μέσα.»
Η προσωπική ζωή
Ο Πώλ Τζάκσον Πόλοκ γεννήθηκε στο Κόντυ του Ουαϊόμινγκ στις 28 Ιανουαρίου του 1912. Λόγω των πολλών οικογενειακών προβλημάτων και της ιδιαίτερα ταραγμένης σχέσης των γονιών του, ο μικρός Τζάκσον φεύγει από το Κόντυ όταν ήταν μόλις δέκα μηνών, αφού η μητέρα του, Στέλλα, αποφασίζει μαζί με τους πέντε γιούς της, να εγκαταλείψει το Κόντυ και να εγκατασταθεί στο Σαν Ντιέγκο. Από εκείνη τη στιγμή η οικογένεια μετακομίζει συνεχώς, με τον Πόλοκ να μοιράζει τη παιδική του ηλικία και τις αναμνήσεις του ανάμεσα στη Καλιφόρια, το Σικάγο και την Αριζόνα.

Τη δεκαετία του 1920 η οικογένεια ζει στο Λος Άντζελες και ο νεαρός Πόλοκ εγγράφεται στο Manual Arts High School, από το οποίο και αποβάλεται λίγο αργότερα. Ωστόσο, δεν ήταν η πρώτη φορά που ο αντισυμβατικός του χαρακτήρας τον οδηγεί εκτός του σχολείου, καθώς το 1928 είχε εγκαταλείψει και πάλι το λύκειο με τον ίδιο ακριβώς τρόπο.
Το 1930, μαζί με τον μεγαλύτερο αδελφό του, μετακομίζουν στη Νέα Υόρκη, όπου και φοιτούν στο Art Students League, υπό την επίβλεψη του αμερικανού ζωγράφου Thomas Hart Benton. Η ρυθμική χρήση του χρώματος στα έργα του Benton φαίνεται να επηρεάζει αρκετά και τη ζωγραφική του Πόλοκ, την οποία όμως ο ίδιος μετέπειτα θα εξελίξει σημαντικά.
Λίγα χρόνια αργότερα, ο Πόλοκ συναντά για πρώτη φορά, στη γκαλερί McMillen, τη νεαρή καλλιτέχνιδα Λι Κράσνερ. Το ζευγάρι παντρεύεται το 1945 και μένει μαζί, παρά τα πολλά προβλήματα, απόρροια της εξάρτησης του Πόλοκ από το αλκοολ, μέχρι το θάνατο του τελευταίου, το 1956.

Εκτός από την καλλιτεχνική υποστήριξη, η Κράσνερ βοήθησε έμπρακτα τον Πόλοκ, καθώς ήταν υπεύθυνη για την προώθηση των έργων του στις διάφορες γκαλερί, στρέφοντας το ενδιαφέρον πολλών κριτικών και καλλιτεχνών, συμπεριλαμβανομένου του διάσημου φωτογράφου και γραφίστα Χέρμπερτ Μάτερ, προς τη τέχνη του συζύγου της,
Το καλλιτεχνικό του έργο
Όντας παιδί, ο Τζάκσον μαζί με τον πατέρα του ξεκίνησε να εξερευνά τη ζωή των ιθαγενών της Αμερικής, αρχίζοντας να γνωρίζει και να εξοικειώνεται με την κουλτούρα και τη τέχνη τους. Τομή στην ανάπτυξη του καλλιτεχνικού του στυλ ήταν η μεξικανική τοιχογραφία, και κυρίως το έργο του Χοσέ Κλεμέντε Ορόσκο.
Εκτός από την κουλτούρα των ιθαγενών και το έργο άλλων καλλιτεχνών όπως του Πικάσο, του Μιρό και της Τζάνετ Σόμπελ, ο Πόλοκ ήταν εμφανώς επηρεασμένος από το έργο της συζύγου του, η οποία, κατά πολλούς ερευνητές, φαίνεται να δίδαξε στο σύζυγό της τα δόγματα της μοντέρνας και σύγχρονης τέχνης. Άλλωστε, τα έργα της Κράσνερ και το ενδιαφέρον της για το κολάζ, βρίσκουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά στα έργα του Πόλοκ, οδηγώντας ακόμα και τον καταξιωμένο κριτικό τέχνης John Bernard Myers να δηλώσει ότι: «δεν θα υπήρχε ποτέ ο Τζάκσον Πόλοκ, χωρίς τη Λι Πόλοκ». Φυσικά, θα πρέπει να επισημανθεί, ότι η επιρροή ήταν αμφίδρομη, αφού και οι δύο ανήκαν στο ρεύμα του αφηρημένου εξπρεσιονισμού.

Αν και ο Τζάκσον Πόλοκ έγινε γνωστός από τα τόσο αφηρημένα και περίπλοκα έργα του, οι πρώτοι του πίνακες φαίνεται να βαδίζουν περισσότερο προς το ύφος του Πικάσο. Στη συνέχεια, και αφού ο ίδιος υποβλήθηκε, από το 1938 έως και το 1941, σε ψυχοθεραπεία, βασιζόμενη στα πρότυπα του Κ. Γιούνγκ, τα έργα του γίνονται όλο και περισσότερο αφηρημένα. Με την παρότρυνση του ψυχολόγου του Τζόζεφ Λ. Χέντερσον ο Πόλοκ αρχίζει να σχεδιάζει εντατικότερα, προσπαθώντας να εκφράσει μέσω του καμβά τις βαθύτερες ανησυχίες του.

Έτσι, σταδιακά οδηγείται στη μέθοδο του dripping, η οποία θα του επιτρέψει να κινήται, καθώς ζωγραφίζει. Αυτές οι, σχεδόν χορεύτικές κινήσεις, μπορούν να μεταφραστούν ως μία «αυτόματη γραφή», ως μία προσπάθεια να αποτυπωθούν όλες οι σκέψεις του στη ζωγραφική επιφάνεια. Σκέψεις, αποτυπωμένες εξαιτίας του χρώματος, που απελευθερώνονται μόνο μέσα από τις κινήσεις του σώματος.
Oι τεχνικές του dripping, action painting και all-over
Ο Πόλοκ, επηρεασμένος από τους αμερικανούς ιθαγενείς και τη ζωγραφική στην άμμο, ξεκίνησε να ζωγραφίζει σε μεγάλες επιφάνειες. Η τοποθέτηση του καμβά στο πάτωμα βοήθησε τη συνεχή κίνησή του και την μετατόπιση του σώματος και του χρώματος σε όλη την επιφάνεια της ζωγραφικής επιφάνειας (all-over). Αυτή η δυναμικότητα της ζωγραφικής του (action painting) του έδωσε τη δυνατότητα να αποτυπώσει τον ριζοσπαστικό χαρακτήρα και τον εσωτερικό ψυχισμό του στη ζωγραφική του, γεγονός που ανάγει τους πίνακές του σε μιας μορφής ψυχογράφημα.
Ο τρόπος με τον οποίο δημιουργούνταν αυτή η αλλόκοτη επιφάνεια, επάνω στην οποία τα διάφορα χρώματα «χορεύουν» και αλληλοσυνδέονται, ήταν και αυτός που ανέδειξε τον Τζάκσον Πόλοκ σε πρωτοπόρο του εξπρεσιονιστικού ρεύματος. Αναφορικά με την τεχνική του, τα μοναδικά εργαλεία του ζωγράφου ήταν οι χοντρές βούτσες και τα δοχεία του χρώματος, τα οποία και τρυπούσε, έτσι ώστε με τη κίνηση να διαχέεται το χρώμα στα διάφορα σημεία της επιφάνειας.

Αυτός ο χρωματικός στρόβιλος, ο αυτοσχεδιασμός και η βιαιότητα του τελικού αποτελέσματος, εκτός από την εσωτερικότητα του καλλιτέχνη, εκφράζει την οργή της κοινωνίας ενάντια της βιομηχανοποίησης και τους φρενήρεις ρυθμούς των μεγαλουπόλεων, εκεί όπου οι άνθρωποι, και κατ’επέκταση οι προσωπικότητές τους, χάνονται. Έτσι, λοιπόν, στα έργα του Τζάκσον Πόλοκ, χάνεται και το σχέδιο, η ολοκληρωμένη εικόνα, φέρνοντας τον θεατή αντιμέτωπο με το συναίσθημα του άγχους και της εσωτερικής απόγνωσης.
Το τέλος του Τζάκσον Πόλοκ και η σπουδαιότητα του έργου του
Ο αμερικανός ζωγράφος σκοτώνεται σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα στις 11 Αυγούστου του 1956 στη Νέα Υόρκη. Σύμφωνα με τα ιατροδικαστηκά αποτελέσματα ο Πόλοκ οδηγούσε υπό την επίρροια αλκοόλ. Tα τελευταία του ζωγραφικά έργα «Scent» και «Search», ολοκληρώθηκαν το 1955, ενώ τον επόμενο χρόνο ο ίδιος ασχολήθηκε και με τη γλυπτική στο σπίτι του αμερικανού γλύπτη Tony Smith.

Σίγουρα το κοινό δύσκολα θα μπορέσει να έρθει σε απόλυτη ταύτιση με τα έργα του Τζάκσον Πόλοκ, και αυτό διότι δεν είναι απλοί πίνακες ζωγραφικής, παρά η αποτύπωση του ασυνείδητου ενός ανθρώπου, που πάλευε με τους εσωτερικούς του δαίμονες, θέλοντας ίσως να φτάσει στη δική του προσωπική κάθαρση. Για το λόγο αυτό, θα ήταν καλύτερο να παραθέσουμε τα λόγια του ίδιου του καλλιτέχνη σε σχέση με το βαθύτερο νόημα του έργου του:
«Μου αρέσει να δουλεύω σε μεγάλους καμβάδες. Αισθάνομαι πιο πολύ σπίτι μου, πιο ελεύθερος σε μία μεγάλη επιφάνεια. Έχοντας τον καμβά στο πάτωμα, αισθάνομαι πιο κοντά, ένα τμήμα του πίνακα. (….). Όταν ζωγραφίζω έχω μία γενική επίγνωση του τί κάνω. Μπορώ να χειριστώ τη ροή της ζωγραφικής. Δεν υπάρχει κανένα ατύχημα, αφού δεν υπάρχει καμία αρχή και κανένα τέλος. Κάποιες φορές χάνω τον πίνακα, αλλά δεν έχω τον φόβο των αλλαγών, της καταστροφής της εικόνας..γιατί το έργο έχει τη δική του ζωή. Εγώ προσπαθώ να το αφήσω να ζήσει.»
Απόσπασμα από το βίντεο Jackson Pollock: Paintings have a life of their own (www.sfmoma.org).
Ακολουθεί βίντεο σχετικά με το έργο του Jackson Pollock:
Πηγές άρθρου
Jackson Pollock: Paintings have a life of their own. Ανακτήθηκε από www.sfmoma.org (τελευταία πρόσβαση 10/08/2021).
Jackson Pollock. Ανακτήθηκε από en.wikipedia.org (τελευταία πρόσβαση 10/08/2021).
Βαγένου Β. Τζάκσον Πόλοκ: Ο «ρυθμικός» “Jack the Dripper” των Αφηρημένων Εξπρεσιονιστών. Ανακτήθηκε από www.culturenow.gr (τελευταία πρόσβαση 10/08/2021).
Argan G. C. L’ Arte Moderna, 1770-1970 & Oliva A. B. L’ Arte oltre il Duemila (Sansoni, 2002).