Εισαγωγικά-ιστορικά περί δημοψηφίσματος
Στο ευθύγραμμο βέλος της ιστορίας, ο θεσμός του δημοψηφίσματος εκφράζει τη λαϊκή βούληση πάνω σε σημαντικά εθνικά, πολιτικά ή πολιτειακά θέματα μ’ ένα «ναι» ή ένα «όχι». Αποτελεί μία από τις θεσμικές εκδηλώσεις άμεσης δημοκρατίας που επιβίωσε από τα αρχαία χρόνια. Στην αρχαία Αθήνα τα δημοψηφίσματα εφαρμόζονταν μέσω του (εξ)οστρακισμού. Το πρώτο δημοψήφισμα στην ιστορία του ελληνικού κράτους διενεργήθηκε από την κυβέρνηση Ράλλη στις 22 Νοεμβρίου (παλαιό ημερολόγιο) / 5 Δεκεμβρίου 1920. Στο δημοψήφισμα δεν πήραν μέρος οι Φιλελεύθεροι. Στις 6 Δεκεμβρίου (παλαιό ημερολόγιο) / 19 Δεκεμβρίου ξαναγύρισε ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος Α’. Μετά από αυτή την κατάληξη οι συμμαχικές δυνάμεις παύουν να υποστηρίζουν την Ελλάδα και δίνουν την υποστήριξή τους στην Τουρκία, με επακόλουθο την Μικρασιατική καταστροφή. Το δημοψήφισμα, το referendum του διεθνούς δικαίου, στη σύγχρονή του μορφή εφαρμόσθηκε στη Μασαχουσέτη των ΗΠΑ το 1778, όταν ο λαός εκλήθη στις κάλπες για την αποδοχή του σχεδίου Συντάγματος της Πολιτείας. Στην Ευρώπη εφαρμόσθηκε για πρώτη φορά στην Ελβετία, το 1802, όταν ο λαός εκλήθη να επικυρώσει με δημοψήφισμα το Σύνταγμα της νεοσύστατης Ελβετικής Δημοκρατίας. Στην ίδια χώρα, εκλήθη ο λαός σε δημοψήφισμα το 1831 και στη χώρα αυτή θεωρείται γενικά ότι διαμορφώθηκε και ολοκληρώθηκε ο θεσμός της άμεσης προσφυγής στη λαϊκή ετυμηγορία για σημαντικά πολιτικά θέματα. Η Ελβετία θέτει σε εφαρμογή το θεσμό των δημοψηφισμάτων πάντα Κυριακή και συνήθως 3-4 φορές τον χρόνο, βάσει του Συντάγματος της χώρας. Ενδιαφέρον είναι ότι οι Ελβετοί κοινωνιολόγοι κατέληξαν στο συμπέρασμα πως «η άμεση δημοκρατία οδηγεί στην ευημερία και την ευτυχία».
Τα δημοψηφίσματα των τελευταίων χρόνων
Στα δημοψηφίσματα των τελευταίων χρόνων, αξίζει να εστιάσουμε και να ενσκύψουμε με προσοχή, διότι αποτελούν πέρα από μια γνήσια στιγμιαία αποτύπωση της λαϊκής βούλησης (sic) και ένα εργαλείο πολιτικής και κοινωνιολογικής εκτίμησης των διαθέσεων του λαού. Στην ευρωπαϊκή ήπειρο, πρώτο χρονικά δημοψήφισμα των τελευταίων ετών (κι εδώ θα ήθελα να σημειώσω πως είναι καθαρά προσωπική επιλογή, η διαλογή των χρόνων) ήταν για την ανεξαρτητοποίηση της Σκωτίας από το Ηνωμένο Βασίλειο. Τότε την Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2014, εκλήθει ο λαός της Σκωτίας να αποφασίσει το μέλλον της χώρας τους, για ένα ζήτημα που κατά κυριολεξία χύθηκε αίμα και δίχασε γενεές επί γενεών.
Το ερώτημα του δημοψηφίσματος, όπως τέθηκε από την εκλογική επιτροπή ήταν «Πρέπει η Σκωτία να είναι μια ανεξάρτητη χώρα;». Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, οι Σκωτσέζοι καταψήφισαν την απόσχιση από το Ηνωμένο Βασίλειο, σε ποσοστό 55.3% έναντι 44.7% που ψήφισαν υπέρ της ανεξαρτησίας. Το Εδιμβούργο, το οικονομικό κέντρο της Σκωτίας που θα έκρινε μαζί με τη Γλασκώβη το αποτέλεσμα ψήφισε υπέρ του «όχι» σε ποσοστό 66,1% έναντι 38,9% του «ναι». Αντιθέτως στη Γλασκόβη επικράτησε το «ναι». «Η υψηλή συμμετοχή και η σοφή έκβαση του δημοψηφίσματος συνιστούν απόδειξη ωριμότητας και ελκυστικότητας της Δημοκρατίας. Είναι στοιχεία που διαψεύδουν όλους εκείνους που παραπονιούνται ότι έχουν επικρατήσει η πολιτική κόπωση και ο λαϊκισμός» σημείωνε η Berliner Zeitung. Για το ίδιο θέμα η γαλλική Le Monde παρατηρεί: «Για το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος δεν ανησυχούσε μόνο το Λονδίνο. Στις Βρυξέλλες και άλλες πρωτεύουσες της Ε.Ε. εκφράζονταν φόβοι για τις επιπτώσεις της ανεξαρτησίας. Η Βρετανία θα αποδυναμωνόταν. Η ανεξαρτησία θα άνοιγε την πόρτα που οδηγεί σε μικροεθνικισμούς στους κόλπους των 28 κρατών-μελών. Ωστόσο, οι Σκωτσέζοι δεν ψήφισαν υπέρ της διατήρησης του στάτους κβο. Τα πράγματα δεν θα είναι όπως πριν. Το θεσμικό πλαίσιο του Ηνωμένου Βασιλείου θα αλλάξει». Όλα αυτά σαφώς, πριν προκύψει το βρετανικό δημοψήφισμα για το brexit και την έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ε.Ε.! Τώρα πια σε σχετική ερώτηση εκπομπής του ITV, η κ. Στάρτζον (πρώτη υπουργός της Σκωτίας) δήλωσε: «Εξαιρετικά πιθανό» (για το ενδεχόμενο διεξαγωγής νέου δημοψηφίσματος για ανεξαρτησία πριν από το 2020) και πρόσθεσε «νομίζω ότι είναι εξαιρετικά πιθανό, με δεδομένη την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε. Όσα συνέβησαν από τότε, με κάνουν να θυμάμαι το πρωινό, αμέσως μετά το δημοψήφισμα». Η εξαιρετική ψυχραιμία του 2014 φαίνεται να εξαντλείται μόλις μέσα σε 3 χρόνια. Τότε τα μεγάλα οικονομικά κέντρα κρίνανε το αποτέλεσμα, τώρα ο λαός και οι εξελίξεις πιέζουν για κάτι διαφορετικό.
Το δεύτερο δημοψήφισμα χρονικά που θα αναφερθώ, είναι το ελληνικό της 5ης Ιουλίου του 2015. Ο ελληνικός λαός βρέθηκε στις κάλπες εν μέσω κρίσιμων διαπραγματεύσεων και οριακών οικονομικών καταστάσεων. Στις 26 Ιουνίου το υπουργικό συμβούλιο κατόπιν εισήγησης του κ. Τσίπρα αποφάσισε και πρότεινε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος με ερώτημα «Πρέπει να γίνει αποδεκτό το σχέδιο συμφωνίας, το οποίο κατέθεσαν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στο Eurogroup της 25.06.2015 και αποτελείται από δύο μέρη, τα οποία συγκροτούν την ενιαία πρότασή τους; Το πρώτο έγγραφο τιτλοφορείται «Reforms for the completion of the Current Program and Beyond» (Μεταρρυθμίσεις για την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος και πέραν αυτού) και το δεύτερο «Preliminary Debt sustainability analysis» (προκαταρκτική ανάλυση βιωσιμότητας χρέους)». Την επιτροπή υποστήριξης του «ΝΑΙ» συγκρότησαν τα εξής κόμματα: ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, Ποτάμι, ΔΗΜΑΡ, Δημιουργία Ξανά και ΚΙΔΗΣΟ. Το «ΟΧΙ» το στήριξαν ο ΣΥΡΙΖΑ, οι ΑΝΕΛ, η Χ.Α., η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, το Αγροτικό Κτηνοτροφικό Κόμμα Ελλάδας, το ΕΠΑΜ και το κόμμα Λευκό. Τελικά το ΟΧΙ συγκέντρωσε ποσοστό 61,31% και 3.558.450 σταυρούς, ενώ το ΝΑΙ 38,69% και 2.245.537 σταυρούς. Η συμμετοχή έφτασε το 62,50% και η αποχή στο 37,50%.
Στις πρώτες αναλύσεις και ακτινογραφίες του αποτελέσματος γίνεται λόγος για απόρριψη των πολιτικών λιτότητας, αλλά και την μαζική ψήφιση του ΟΧΙ από περιφέρειες με υψηλά ποσοστά ανεργίας. Δείτε όμως τον παρακάτω πίνακα και παρατηρείστε το ποσοστό που λαμβάνει το ΝΑΙ στα Εξάρχεια:
Εδώ να τονίσουμε επίσης πως δύο χρόνια μετά, παραμένουμε (όπως παραμένουμε) στην Ε.Ε. και στην ευρωζώνη, ενώ η αντιπολίτευση τονίζει την κυβίστηση του κ. Τσίπρα σχετικά με το δημοψήφισμα και την επικράτηση τότε λαϊκιστικών κορονών.
Το τρίτο χρονικά δημοψήφισμα είναι αυτό της Μ. Βρετανίας στις 23 Ιουνίου 2016. Πριν από τις γενικές εκλογές του 2015, ο πρωθυπουργός Κάμερον είχε δεσμευθεί πως εάν εκλεγεί θα διεξάγει δημοψήφισμα που θα κρίνει την παραμονή ή όχι του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η επανεκλογή της κυβέρνησης Κάμερον με απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή έδωσε τη δυνατότητα να προχωρήσει η διεξαγωγή δημοψηφίσματος, αφού πρώτα η κυβέρνηση διαπραγματεύτηκε ευνοϊκότερους για τη χώρα όρους παραμονής στην Ε.Ε. Η διαπραγμάτευση αυτή τέλειωσε το βράδυ της 19ης Φεβρουαρίου 2016 και την επόμενη μέρα ανακοινώθηκε η διεξαγωγή του δημοψηφίσματος για τις 23 Ιουνίου. Τα περισσότερα πολιτικά κόμματα έκαναν καμπάνια υπέρ της παραμονής στην ΕΕ, όπως οι Εργατικοί, οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες, οι Πράσινοι και το Σκωτικό Εθνικό Κόμμα. Αντιθέτως, υπέρ της αποχώρησης αγωνίστηκε κυρίως το Κόμμα Ανεξαρτησίας και κάποια μικρότερα κόμματα. Το Συντηρητικό Κόμμα κράτησε ουδετερότητα, επισήμως, ωστόσο ο Ντέιβιντ Κάμερον έκανε εκστρατεία υπέρ της παραμονής. Τα στελέχη και τα μέλη της Κυβέρνησης και του Κόμματος ήταν έντονα διχασμένα.
Τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος ήταν: Αποχώρηση: 51,9% (17.410.742 ψήφοι) και Παραμονή: 48,1% (16.141.241 ψήφοι). Στην αριστερή φωτογραφία φαίνεται με κίτρινο χρώμα οι περιοχές που ψήφισαν παραμονή και με μπλε έξοδο της χώρας από την Ε.Ε.!
Εδώ και πολλά χρόνια τώρα, έρευνες που πραγματοποιούνται ανά διετία από το Ευρωβαρόμετρο, την υπηρεσία δημοσκοπήσεων της Ε.Ε., ζητούν από τους Ευρωπαίους να απαντήσουν σχετικά με το αν κατανοούν το έργο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από τους ερωτηθέντες, μόνο οι μισοί αισθάνονται ότι μπορούν να φέρουν ένα τέτοιο ισχυρισμό, με τους Βρετανούς να ταξινομούνται στο χαμηλότερο σημείο της κατάταξης. Πράγματι, τόσοι λίγοι Βρετανοί κατανοούν την Ε.Ε., που σε μια έκθεση το 2013 από την Εκλογική Επιτροπή του Ηνωμένου Βασιλείου σχετικά με την προτεινόμενη για δημοψήφισμα ερώτηση («Πιστεύετε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα πρέπει να είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης;») πρότεινε ότι αυτή θα πρέπει να αλλαχθεί. Γιατί; Διότι θα μπορούσε να μπερδέψει τους ψηφοφόρους εκείνους που δεν γνώριζαν ότι η Βρετανία ήταν ήδη μέλος της Ε.Ε.. Προσφέροντας ο Κάμερον στον βρετανικό λαό ένα δημοψήφισμα σχετικά με το αν το Ηνωμένο Βασίλειο θα διατηρήσει την ιδιότητα του μέλους της Ε.Ε., μπορεί να έμοιαζε με μια ευγενή άσκηση στη δημοκρατία, αλλά θα έχει πολλές αιτίες να αναρωτηθούμε αναφορικά με τις επιπτώσεις. Ήταν πραγματικά μια άσκηση στη δημοκρατία ή απλά μια απόπειρα να επιλυθεί μια έριδα στο εσωτερικό του Συντηρητικού Κόμματος; Έχουμε αναλογιστεί πλήρως τις επιπτώσεις μιας εξόδου; Βασίστηκε το αποτέλεσμα σε μια αληθινά δημόσια κατανόηση των πλεονεκτημάτων και των μειονεκτημάτων της παραμονής ως μέλους στην Ε.Ε., ή αποτέλεσε απλά ένα μέτρο του πώς αισθάνονται οι Βρετανοί για την κατάσταση της χώρας τους; Η εκστρατεία υπέρ του Μπρέξιτ υποστηρίχθηκε ευρέως από την υψηλή κοινωνία (gentry) και τα Ανάκτορα του Μπάκινγχαμ, που κινητοποίησαν τον λαϊκό Τύπο να καλέσει για την επιστροφή στην ανεξαρτησία. Εν αντιθέσει με όσα γράφει ο ευρωπαϊκός Τύπος, η αποχώρηση των Βρετανών από την Ε.Ε. δεν θα γίνει με αργό ρυθμό, διότι η Ε.Ε. θα καταρρεύσει γρηγορότερα από τον χρόνο που απαιτούν οι γραφειοκρατικές διαπραγματεύσεις για την έξοδο τους. Βλέπουμε κι εδώ λοιπόν ότι υπάρχει μια σύγχυση, για το ποιοι ακριβώς ψήφισαν υπέρ της εξόδου της χώρας. Άλλοι λένε πως ο εργατικός κόσμος και γενικά τα χαμηλότερα στρώματα ψήφισαν brexit, ενώ άλλοι πιστεύουν πως ήταν και μια άσκηση θάρρους και ανεξαρτησίας για την πάλαι ποτέ βρετανική αυτοκρατορία να τιθασεύσει τις κεντρομόλες δυνάμεις και να ανοίξει ένα νέο κύκλο οικονομικής ευμάρειας. «Με τον ίδιο τρόπο κατά τον οποίον η Μάργκαρετ Θάτσερ δεν δίστασε να καταστρέψει την βρετανική βιομηχανία προκειμένου να μετατρέψει την χώρα της σε ένα παγκόσμιο οικονομικό κέντρο, έτσι και αυτοί οι συντηρητικοί δεν δίστασαν να ανοίξουν τον δρόμο για την ανεξαρτησία της Σκωτίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, και ως εκ τούτου για την απώλεια του πετρελαίου της Βόρειας Θάλασσας, προκειμένου να κάνουν το Σίτυ το πρώτο υπεράκτιο (off-shore) χρηματοπιστωτικό κέντρο του γιουάν», σύμφωνα με τον Τιερί Μεϊσάν (πολιτικός σύμβουλος, πρόεδρος-ιδρυτής του δικτύου Βολταίρος και της διάσκεψης Axis for Peace).
Τελευταίο δημοψήφισμα αυτό της Τουρκίας στις 16 Απριλίου του 2017. Γράφω για το τουρκικό δημοψήφισμα εδώ, πως οι μεγάλες πόλεις της γείτονος χώρας ψήφισαν ΌΧΙ, όμως η κεντρική Ανατολία έδωσε την οριακή και πολυπόθητη νίκη στον Ερντογάν. Δεν έδωσε όμως μόνο ο απλός φτωχός κόσμος της βαθιάς Τουρκίας τη νίκη, αλλά και αυτοί που διαμένουν στο εξωτερικό. Παντού σχεδόν θα διαβάσετε για μια διαιρεμένη χώρα, για ισχνή επικράτηση του Προέδρου και άλλους που λένε ότι η Τουρκία είναι τριχοτομημένη ξεκάθαρα. Όμως ο Ερντογάν νίκησε.«Η άποψη πως ο Ερντογάν δεν μπορεί απλά να πάει κόντρα στη θέληση των μισών Τούρκων πολιτών δεν στέκει. Εξάλλου, κυβερνούσε ως ένας ντε φάκτο αυτοκρατορικός πρόεδρος, αλλοιώνοντας και σε κάποιες περιπτώσεις καταπατώντας τις συνταγματικές του αρμοδιότητες, αφότου κέρδισε τις εκλογές του Αυγούστου του 2014, με 5 εκατομμύρια λιγότερες ψήφους σε σχέση με αυτές που κέρδισε στο δημοψήφισμα. Ξεπερνώντας τον σκόπελο του 50+1% (στον πρώτο γύρο), έκανε επαρκή τον δρόμο ώστε ο Ερντογάν να επικαλείται το «εθνικό αίσθημα» και να αποκαλεί όσους διαφωνούσαν «προδότες». Απλά ο Ερντογάν είναι έτσι: «Ευδοκιμεί» μέσα σε ένα κλίμα πόλωσης – είτε πρόκειται για τις συντηρητικές μάζες της Ανατολής που αντιδρούν στις ελίτ, είτε για το τουρκικό έθνος που μάχεται ενάντια στους εξωτερικούς του εχθρούς. Να περιμένετε ακόμη περισσότερες τέτοιες ημέρες στο μέλλον. Δεν θα βλέπουμε μία διαφορετική, πιο συμπονετική εκδοχή. Ούτε θα μαλακώσει από τις διαπιστώσεις για μία πύρρειο νίκη. Πράγματι, αυτό που πέτυχε το στρατόπεδο του ΌΧΙ δεν είναι τίποτα λιγότερο από εντυπωσιακό. Οι πιθανότητες ήταν εναντίον τους. Παρά τον σχεδόν απόλυτο «στραγγαλισμό» του Ερντογάν απέναντι στην κρατική μηχανή και τα μέσα ενημέρωσης, την φυλάκιση των ηγετών της αντιπολίτευσης, αλλά και τις πολλές και εκπεφρασμένες παρατυπίες (νοθείες) την ημέρα του δημοψηφίσματος, το στρατόπεδο του ΌΧΙ σημείωσε μια τεράστια επιτυχία.» Αυτά αναφέρονται σε προχθεσινή ανάλυση του Dimitar Bechev για το LSE (London School of Economics).
Ένα ακόμα στοιχείο που μου προκαλεί έκπληξη και ήταν κι αυτό αφορμή, για να γράψω αυτό το άρθρο, είναι η άποψη πως οι Τούρκοι που διαμένουν στο εξωτερικό και δη στην Ευρώπη, αποκήρυξαν τα δημοκρατικά ιδεώδη της γηραιάς ηπείρου και ψήφισαν ΝΑΙ. Πως είναι δυνατόν λένε, Ευρωπαίοι πολίτες Τουρκικής καταγωγής (εκτός αυτών που μένουν Ελλάδα και Κύπρο, που ψήφισαν ΌΧΙ) να συμφωνούν με τις συνταγματικές αλλαγές που ζητά ο Ερντογάν; Δεν αντιλαμβάνονται τον κίνδυνο της συγκέντρωσης εξουσιών σε ένα πρόσωπο και την κατάλυση της θεωρίας της διάκρισης των εξουσιών (κατά Μοντεσκιέ); Ξεχνάνε όμως ή δεν θέλουν να το πουν αυτοί που αναρωτιούνται κάτι τέτοιο πως, οι μετανάστες συνήθως τέτοιες εκλογικές διαδικασίες αλλά και γενικότερα θέματα παράδοσης, τα αντιμετωπίζουν εξαιρετικά συντηρητικά. Επίσης είναι πολύ απλοϊκή και δεν χαίρει καμίας άλλης αναλύσεως αυτό το ερώτημα. Δεν προσμετρά τον οικονομικό παράγοντα, όπως και τον μορφωτικό. Έγινε σωστά η ανάπτυξη των θέσεων του ΝΑΙ και ΌΧΙ; Ή απλά κάποιοι κλείσανε τα σύνορα σε αντιπροσώπους της Τουρκικής κυβέρνησης (για να κλείσουν το μάτι στο εθνικοπατριωτικό κοινό τους) και ενίσχυσαν έτσι τα παραδοσιακά αντανακλαστικά των πολιτών Τουρκικής καταγωγής;
Τελικά, το δημοψήφισμα έχει ταξικό χρώμα, μορφωτική διάσταση και είναι επιρρεπείς σε γλυκόλογα λαϊκιστικών τοποθετήσεων; Δίνει την απαιτούμενη δημοκρατική άμεση λύση ή είναι ένα τέχνασμα και εργαλείο στα χέρια επιτήδειων; Οι απαντήσεις είναι εύκολες, όμως ο τρόπος για να επιτευχθεί ένα δημοψήφισμα είναι δύσκολος και πολύ επικίνδυνος. Ζούμε σαφώς ενδιαφέρουσα εποχή, που απαιτεί ανθρώπους που ακούν τα προβλήματα του κόσμου και δεν τα χρησιμοποιούν για ιδιοτελείς σκοπούς. Θέλει αρετή και τόλμη για να αναμετρηθούμε και με τις δικές μας ανησυχίες σε προβλήματα οικουμενικά. Αυτή είναι και η μαγεία της Δημοκρατίας και το ελάττωμα της, να αφουγκραστείς σωστά και να πορευτεί ολόκληρος ο κόσμος σε ένα μέλλον που το χτίζεις, ενωμένοι και ξεκάθαρα διαφορετικοί.