Ποιο είναι το μεγαλύτερο απόκτημα του ανθρώπου; Τι είναι αυτό, όπου στον βωμό του έχει χυθεί τόσο αίμα; Τι είναι αυτό που όσο αίμα και αν χυθεί και όσοι νόμοι και αν γραφτούν, πάντα εμείς θα μαχόμαστε για εκείνο; Η ελευθερία! Ακόμα γίνονται πόλεμοι στο όνομα της. Ακόμα χάνονται ψυχές για εκείνη. Και κάτι μου λέει πως όσες ψυχές και αν χαθούν, κάποιοι μόνιμα θα προσπαθούν να την σκοτώσουν.
Έχεις αναλογιστεί ποτέ, τι είναι πραγματικά η ελευθερία; Δεν θέλω να μου απαντήσεις για κάποια συγκεκριμένη μορφή ελευθερίας. Θέλω να σκεφτείς την σημασία της, σε ένα ευρύτερο πλαίσιο. Σου βάζω δύσκολα; Τώρα θέλω να σου κάνω μια άλλη ερώτηση. Το ξέρω πως ακόμα δεν έχουμε αρχίσει καλά καλά, και εγώ έχω ένα σορό απορίες, αλλά αν δεν τα πω σε εσένα τότε που θα τα πω; Πιστεύεις πως είσαι ελεύθερος ; Αυτό σκέφτομαι εδώ και κάποιες μέρες. Προσπαθώ να καταλάβω αν είμαστε πραγματικά ελεύθεροι ή όχι.
Έστω ότι είμαστε ελεύθεροι, που τελειώνει η ελευθερία του καθενός; Μέχρι ποιο βαθμό είμαστε ελεύθεροι; Δεν ξέρω για εσένα, όμως εγώ ελεύθερη δεν νιώθω. Δεν νιώθω, διότι η δική μου ελευθερία, δεν τελειώνει εκεί που αρχίζει η ελευθερία του άλλου, αλλά εκεί που μου ορίζουν οι άλλοι. Το ποιοι είναι αυτοί οι άλλοι, δεν είναι της παρούσης. Ίσως, το βρούμε μαζί στην πορεία. Ίσως, πάλι και να το αφήσω στην δίκη σου κρίση. Δύσκολα τα πράγματα και κρίσιμα τα ερωτήματα όπως καταλαβαίνεις.
Τον τελευταίο καιρό έχω την αίσθηση, ότι ζούμε σε μια σύγχρονη Γκουαντάναμο. Ζούμε στις δικές μας φυλακές πολυτελείας. Ο καθένας απομονωμένος στην δική του φυλακή. Απομονωμένος και αποκομμένος από την πραγματικότητα. Δεμένοι με αλυσίδες. Και αυτά τα δεσμά δεν λένε να σπάσουν με τίποτα. Όσο και αν προσπαθείς να τα κόψεις, το μόνο που καταφέρνεις να κάνεις, είναι να ματώνεις τα χέρια σου. Όσο εσύ σκυλιάζεις και προσπαθείς, τόσο αυτά σκληραίνουν. Είναι μια μάχη υπεροχής. Τα κοιτάς και φωνάζεις «θα δούμε ποιος θα νικήσει». Ξέρεις πως ο δρόμος θα είναι μακρύς, αλλά δεν σε νοιάζει. Δίνεις την μάχη σου, κόντρα στα πάντα.

Δίνεις την μάχη σου, γιατί σκέφτεσαι την θέα που θα αντικρίσεις, όταν καταφέρεις να περάσεις αυτό τον συρμάτινο φράχτη που σε κρατάει περιορισμένο. Δεν σταματάς ποτέ, να αποζητάς την ελευθερία που σου στέρησαν. Σου την στέρησαν ακούσια. Το χειρότερο όμως δεν είναι αυτό. Το χειρότερο είναι, ότι τις φυλακές μας , τις έχουμε φτιάξει μόνοι μας. Μόνος του ο καθένας, έχει χτίσει ευλαβικά την φυλακή του, και την έχει εξοπλίσει σύμφωνα με τις δικές του ανάγκες. Δεν τους λείπει τίποτα. Οπότε, ο εγκλεισμός μας σε αυτές, στην αρχή δεν φαίνεται και τόσο άσχημος.
Θα τολμούσα να πω, πως μπαίνουμε σε αυτές με την θέληση μας. Όχι πάντα, αλλά τις περισσότερες φορές έτσι συμβαίνει. Περίεργα πλάσματα οι άνθρωποι. Μην το ψάχνεις, δεν θα βγάλουμε ποτέ άκρη με εμάς. Ωστόσο, παρόλο που μπαίνουμε μόνοι μας σε αυτές, έρχεται η στιγμή που θέλουμε να βγούμε. Να αποδράσουμε. Όμως, η έξοδος σου, είναι ένα αίτημα, το οποίο σαφώς και δεν μπορεί να υλοποιηθεί. Δεν μπορεί να υλοποιηθεί, γιατί το σχέδιο ήταν να είσαι δέσμιος κάποιων άλλων. Να μην έχεις βούληση! Να είσαι ένα άβουλο πλάσμα, εύπλαστο στα χέρια των ”καλλιτεχνών”, οι οποίοι έχουν αναλάβει την σμίλευση σου. Πολλές φορές νιώθω, πως είμαι μέρος της αλληγορίας του σπηλαίου που περιγράφει τόσο γλαφυρά ο Πλάτωνας. Νιώθω πως είμαι ένας από τους δεσμώτες, που βλέπει τις σκιές, και νομίζει πως αυτά που βλέπει είναι η πραγματικότητα. Ώσπου κάποια στιγμή, θέλει να δει και τι υπάρχει έξω από αυτή την σπηλιά. Και κάπου εδώ μπλέκεται και ο φόβος του, τι θα συναντήσεις έξω από αυτή. Και αν αυτό που θα αντικρίσεις θα σου αρέσει. Και εκεί ακριβώς που παλεύεις για να βγεις από αυτόν τον κυκεώνα, ξαφνικά σταματάς. Σταματάς, γιατί σκέφτεσαι πως αν δεν σου αρέσει, ίσως δεν υπάρχει γυρισμός, σε αυτά που σου είναι γνώριμα.

Αφού το σκεφτείς λίγο καλύτερα, αποφασίζεις, πως ίσως θα ήταν καλύτερα να είχες συμμάχους σε αυτή σου την “επανάσταση”. Γυρνάς πίσω, μα όσο και αν προσπαθείς να τους πείσεις, εκείνοι έχουν βολευτεί με τις “αναπαραστάσεις” που βλέπουν, και αρνούνται να βγουν στο φως του ήλιου. Τότε εσύ, αποφασίζεις πως θα το κάνεις μόνος σου. Για εσένα! Ψάχνεις να βρεις την αλήθεια για εσένα, και ύστερα θα φέρεις το φως και στους υπόλοιπους. Μάχη στην μάχη, καταφέρνεις να κόψεις τα δεσμά σου, και βγαίνεις από τον συρμάτινο φράχτη. Όμως τελικά το φως, σε τρομάζει και κάνεις βήματα προς τα πίσω, αλλά θυμάσαι πως το σκοτάδι σε φοβίζει περισσότερο. Κάνεις ένα βήμα μπροστά και ο ήλιος σε τυφλώνει. Κάνεις ένα βήμα πίσω και το σκοτάδι σε λυτρώνει. Μένεις εκεί για αρκετή ώρα σκεπτόμενος το τι τελικά θα κάνεις. Παίρνεις την απόφαση σου, και τελικά πας προς το φως.
Πας προς το φως, γιατί προτιμάς να σε κάψει το φως του ήλιου, παρά να ζεις ως δεσμώτης στα σκοτεινά. Προτιμάς να αποδράσεις από την δική σου Γκουαντάναμο, και ας πεθαίνεις στο επόμενο βήμα που θα κάνεις έξω από τον φράχτη, γνωρίζοντας πως τόλμησες να ζήσεις ελεύθερος, παρά να ζεις ως “ελεύθερος” δεσμώτης. Βγες έξω και γύρνα για να φέρεις το φως και στους υπόλοιπους. Γύρνα πίσω, μόνο για να τους ξυπνήσεις και όχι για να μείνεις κάτω στα σκοτάδια. Αν εκείνοι, δεν θέλουν να ξυπνήσουν, τότε φύγε και μην γυρίσεις πίσω ποτέ ξανά. Φύγε, για να πετάξεις ελεύθερος και ας λιώσουν τα φτερά σου πλησιάζοντας τον ήλιο. Και αν όπως λιώνουν τα φτερά σου πέσεις στην θάλασσα, ξεκίνα να κολυμπάς μέχρι να φτάσεις στην πλησιέστερη στεριά. Δεν θα σου πω να μην πας κοντά στον ήλιο, διότι και ο Ίκαρος παράκουσε, όμως εσύ στα δύσκολα, θα μάθεις να κολυμπάς. Δεν θα παραδώσεις τα όπλα.