Θα ήθελα να δω το γκρίζο, το σκοτάδι, να δω τα δάκρυα στα μάτια σου. Θέλω να σε δω να τριγυρνάς στους δρόμους μεσάνυχτα, μεθυσμένος από θλίψη. Θέλω να σε δω να λυγίζεις, να πονάς, να φθείρεσαι. Δε θέλω να φοβάσαι. Μη φοβάσαι, μίλα μου. Θέλω να έρθεις ένα βράδυ και να μου πεις πως η ζωή σε κούρασε και σε πονάει. Άοπλη είμαι. Κι εσύ. Είμαστε όλοι σε αδιέξοδους λαβύρινθους. Κι εσύ, κι εγώ, κι εκείνη. Όμως το κρύβουμε. Εγώ δε θέλω να το κρύβεις, θέλω να αντηχήσει στα αυτιά μου η αλήθεια σου.
Μίλα μου. Θέλω να σε ακούσω να το λες. Θέλω να σε δω να χαμηλώνεις τα μάτια σου, καθώς θα μου λες όσα σε πληγώνουν. Θέλω να μου παραδεχτείς πως τα βράδια άσκοπα τα περνάς κι άσκοπα τα γεμίζεις. Να ψυχορραγήσεις και να φωνάξεις πως είναι άδικη η ζωή. Να κλάψεις γοερά και να φωνάξεις πως σε στοιχειώνουν οι σκέψεις και δεν μπορείς να κοιμηθείς. Πως ψάχνεις καταφύγιο σε ποτά και σε τσιγάρα, πως είσαι φάντασμα και τριγυρνάς ανάμεσα στους ζωντανούς και καιροφυλακτείς. Πότε θα έρθει η μέρα να γυρίσεις κοντά τους, πότε θα τους κλέψεις λίγη από την άπιαστη γαλήνη τους. Δε θέλω να μου πεις πάλι ψέματα, πως τάχα είσαι ευτυχισμένος. Αφού δεν είσαι και το ξέρεις. Αφού δεν είσαι και το ξέρω.
Θα καθίσεις δίπλα μου ήσυχος και δειλός. Θα πάρεις μιαν ανάσα, θα κοιτάξεις γύρω σου φοβισμένος κι ύστερα θα αρχίσεις να μιλάς, άτονα, σχεδόν ψιθυριστά. Θα αρχίσουν οι τυχαίες σου λέξεις να αποκτούν νόημα. Θα αρχίσουν να γίνονται εικόνες στο μυαλό σου και θα ρέουν αβίαστα κι ακόλαστα. Αγανακτισμένος πρώτα, παθιασμένος και βέβαιος πως δε φταις. Κι έπειτα θα εγείρεται μέσα σου η αμφιβολία και μελαγχολείς και δε θα είσαι πια τόσο βέβαιος. Θα αμφισβητείς αυτά που λες και θα ζαρώνεις καθώς μιλάς. Θα υπεκφεύγεις από την ίδια σου τη λογική και σιγά σιγά θα αποκαλύψεις την καρδιά σου. Τότε θα είσαι ειλικρινής.
Δε θα σε πειράξω, θα σε καθοδηγήσω, θα σε αφήσω να γίνεις ορμητικό ποτάμι. Και θα μου πεις πως δεν είναι εύκολο να αγαπήσεις. Γιατί δε στο μαθαίνουν στο σχολείο. Κι είναι συνάμα δύσκολο να αγαπηθείς. Πως σε πλήγωσε η κόλαση των ανθρώπων και δε βρίσκεις χώρο να τους εμπιστευτείς. Πως δεν τολμάς όπως παλιά και σκληραίνουν τα αισθήματά σου. Πως χαρίζεσαι με τη μεζούρα. Να τα πεις όμως και μην τα κρύβεις άλλο.
Βγάλε θολές ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Πες πως σήμερα δεν έχεις όρεξη να βγεις. Άκου τραγούδια λυπημένα, με μουσική και στίχους που θα κλέψουν την ηρεμία. Πες πως είσαι χάλια, πως είσαι δυστυχισμένος. Εγώ θα το ακούσω και δε θα σε κατηγορήσω. Θα το ακούσω και θα σου πω πως όταν η πόλη είναι ήρεμη το βράδυ, πως όταν έχει βρέξει κι ακούς τις σταγόνες να πέφτουν από τα δέντρα, πως όταν η γη εφησυχάζει ακούγεται το καρδιοχτύπι σου, ακούγεται ο λυγμός σου. Και δεν πειράζει. Θα περάσει…
Σύνταξη κειμένου: Μαρία Σιώρη
Επιμέλεια κειμένου: Μπράιτ Κλεοπάτρα