Ο κύκλος
Το διερχόμενο αυτοκίνητο δεν πρόλαβε να κόψει ταχύτητα. Ο οδηγός εξηγούσε αργότερα στους αστυνομικούς, τραυλίζοντας, πως δεν κατάλαβε ότι ήταν άνθρωπος. Tου φάνηκε πως ήταν ένα ιπτάμενο αντικείμενο, μια χιονόμπαλα που την κλώτσησαν με δύναμη τα παιδιά από το πεζοδρόμιο. Πετάχτηκε μπροστά του με φόρα κι άρχισε να στροβιλίζεται στον αέρα, που όσο ξεμάκραινε προς τον ουρανό δεν έχανε το σχήμα και τη μορφή της, μέχρι που έφτασε στα σύννεφα, καρφώθηκε πάνω τους και στάθηκε εκεί, ίδια ολόιδια με αυγουστιάτικη πανσέληνο.
«Αλήθεια το ορκίζομαι, ολόιδια με παγωμένη αυγουστιάτικη πανσέληνο, Δεκέμβρη μήνα», σταυροκοπήθηκε.
Αύγουστος ήταν όταν μάζεψε τις βαλίτσες της και έφυγε με συνοπτικές διαδικασίες. Το πλούσιο φως από το τελευταίο φεγγάρι του καλοκαιριού ξεχύθηκε στο σκοτεινό δωμάτιο και φώτισε τους δύο εραστές, μόλις άνοιξε την πόρτα. Δεν υπήρχαν άλλες αμφιβολίες, δεν υπήρχαν άλλες δικαιολογίες, όλα ξεκάθαρα μπροστά της πια.
Λίγα χρόνια αργότερα, ξαναμπήκε με φόρα στο παιχνίδι του έρωτα. Σαν σχολιαρόπαιδα έκαναν και ας είχαν περάσει τα σαράντα. Ραντεβού πασπαλισμένα με ροζ χρυσόσκονη και φιλιά με γεύση τσιχλόφουσκας, γι αυτό δεν ήταν εύκολος αυτός ο χωρισμός. Γρατζουνίστηκαν τα φυλλοκάρδια της, έσταζαν τα μέσα της ξεβαμμένο κόκκινο όταν το αποφάσισε. Σκόνταψε μπροστά σε έναν ολόγιομο ίσκιο φεύγοντας. Αύγουστος ξανά.
«Τι στην ευχή, μια ζωή την έχουμε, χαλάλι» και με την αποδοχή αυτή κρεμασμένο βραβείο στο λαιμό της κέρδισε τελικά ο νικητής έρωτας σε τούτη την αναμέτρηση. Από τη μια ο εαυτό της, από την άλλη οι προκαταλήψεις, τα μη και τα πρέπει, η πόρτα άνοιξε διάπλατα για να μπει φρέσκο το αεράκι του καινούργιου αγαπημένου στη ζωή της. Βούτηξε στα βαθιά με την ανάσα της να λαχανιάζει ακριβώς στο χάραμα μιας αυγουστιάτικης πανσελήνου.
Το απολάμβανε μέχρι την ημέρα που όλα άρχισαν να λιγοστεύουν.
Ο γιατρός τη συμβούλευσε να αρχίσει άμεσα τις χημειοθεραπείες, μήπως και προλάβει. Δεν του απάντησε. Βγήκε από το γραφείο του χωρίς ερωτήσεις, ούτε γιατί ,ούτε πόσο καιρό, ούτε αν. Στο πεζοδρόμιο, το χιόνι άσπριζε στα καπό των αυτοκινήτων. Οι άνθρωποι περνούσαν από μπροστά της βιαστικοί, κουκουλωμένοι στα παλτά τους, αφήνοντας πίσω τους λασπωμένα βήματα. Οι βιτρίνες φορτωμένες γιορτινά όρμησαν κατά πάνω της. Λύγισαν τα πόδια της, πιάστηκε να μην πέσει. Ακόμα μια φορά ήρθε η ώρα να πάρει αποφάσεις, όμως τώρα έχανε κάτι σημαντικό στο μέτρημα, δεν της έβγαινε ο χρόνος.
«Κοίτα να δεις που ο κύκλος αυτός δεν περίμενε τον Αύγουστο να κλείσει», παραπονέθηκε τη στιγμή που διέσχιζε το δρόμο για να περάσει απέναντι.