Ο παρατηρητής ήταν ένα πολύ αγαπητό πρόσωπο στην οδό Λέιν. Οι περισσότεροι τον χαρακτήριζαν ως κοινωνικό και φιλικό. Λίγο πολύ τους ήξερε όλους και σχεδόν ποτέ, από όσο μπορεί να θυμηθεί, δεν είχε μαλώσει σοβαρά με κάποιον. Εξάλλου δεν του άρεσαν οι καυγάδες, ούτε να μπλέκεται στις υποθέσεις των άλλων. Έτυχε αρκετές φορές να είναι μπροστά σε άσχημα γεγονότα που συνέβησαν στην γειτονιά αλλά δεν έδινε σημασία.
Όπως εκείνη την μέρα που ο γείτονας στον πρώτο όροφο φώναζε, όπως κάθε μέρα, στην γυναίκα του κατηγορώντας την ότι δεν αξίζει μία και δίνοντας της μια σφαλιάρα. Προφανώς και ο παρατηρητής δεν ανακατεύτηκε. Εξάλλου, από όσο υποθέτει, μια φορά τον είδε να της δίνει σφαλιάρα και τέλος πάντων είναι ζευγάρι, επομένως δεν του πέφτει λόγος. Ο παρατηρητής λυπήθηκε την γυναίκα με τον τρελό που έμπλεξε. Όμως, τι να πεις και τι να κάνεις.
Ούτε είπε τίποτα την μέρα που η γειτόνισσα στον δεύτερο καταριόταν τον συνταξιούχο πατέρας της σπρώχνοντας τον έξω από το ασανσέρ για να πάει με τα πόδια. Βέβαια στην προκειμένη περίπτωση, ο παρατηρητής, ένιωσε καλά με τον εαυτό του γιατί βοήθησε το γεράκο να ανέβει τα σκαλιά. Από ότι έμαθε η κόρη του συχνά πυκνά είχε τέτοια ξεσπάσματα. Καμιά φορά, όταν ο μπαμπάς της κοιμόταν άνοιγε τα φώτα και κάπνιζε από πάνω του. Παρόλα αυτά με οικογένειες δεν μπλέκεις.
Υπήρχαν φορές που τον ενοχλούσε η φασαρία του πέμπτου ορόφου. Το συγκεκριμένο ζευγάρι ήταν δύο νέοι κοντά στην ηλικία του. Περίπου 30-35 χρονών. Από όσο υποθέτει, τα παιδιά ήταν πολύ αγαπημένα μεταξύ τους. Το μόνο αρνητικό ήταν πως κάθε μεσημέρι έβαζαν δυνατά τον ήχο της τηλεόρασης με αποτέλεσμα να ενοχλούν όλη την πολυκατοικία. Είχε σκεφτεί να τους κάνει παρατήρηση, ωστόσο δεν ήθελε να φανεί αγενής γιατί πάντα τον βοηθούσαν με μικροπράγματα, όπως το να του φτιάξουν την πρίζα που χάλασε. Στην τελική όλο και κάποιος θα τους έκανε παρατήρηση.
Καμιά φορά ο παρατηρητής αναρωτιόταν τι να γινόταν άραγε στο απέναντι διαμέρισμα. Έβλεπε πολλά ανήλικα να μπαινοβγαίνουν στο απέναντι κτίριο του τρίτου ορόφου και άκουγε φωνές. Ο κύριος που έμενε στον τρίτο όροφο ήταν καθηγητής κιθάρας. Διάφορες φήμες είχαν ακουστεί για αυτόν αλλά δεν μπορεί να ήταν αλήθεια. Όπως τότε που άκουσε ότι τον είδαν να χτυπάει κάποια από τα παιδιά, ενώ σε άλλα να δίνει χρήματα. Ένα άσχημο προαίσθημα έπιανε τον παρατηρητή κάθε φορά που τα σκεφτότανε όλα αυτά αλλά δεν ήθελε να τα πιστέψει. Εξάλλου, ο κόσμος πολλές φορές είναι κακόβουλος και καλό είναι να μην μπλέκουμε με τις ζωές των άλλων.
Ίσως, το μόνο πράγμα που μετάνιωνε πραγματικά ήταν που δεν έκανε κανείς κάτι για την μητέρα που έμενε στο δεύτερο όροφο της απέναντι πολυκατοικίας. Ήταν γνωστό ότι χτυπούσε τα παιδιά της, μιλώντας τους με άσχημους χαρακτηρισμούς. Πολλές φορές ο ήρωας μας είχε σκεφτεί να πάρει τηλέφωνο την πρόνοια. Πάγωνε όμως στην σκέψη του τι επιπτώσεις μπορεί να έχει αργότερα στον ίδιο και τα παιδιά.
Υπήρχαν φορές που ο παρατηρητής ένιωθε άσχημα με τον εαυτό του που δεν έκανε κάτι για να βοηθήσει. Απλά περίμενε να δει πως θα αντιδράσουν οι άλλοι. Εφόσον κανείς δεν αντιδρούσε- ή έστω όχι πολύ συχνά- ερμήνευε την κατάσταση ως ακίνδυνη και συνέχιζε με την ζωή του. Ήξερε ότι όσα έβλεπε και όσα άκουγε δεν ήταν σωστά. Ήξερε πως αν δεν κάνει κάποιος την αρχή η κατάσταση δεν θα άλλαζε ποτέ. Οπότε περίμενε να κάνει κάποιος την αρχή. Αυτός ο κάποιος όμως δεν ήρθε ποτέ. Αν και αυτό είναι ένα ψέμα. Έκανε δεν έκανε κάποιος κάτι έτσι είναι η ζωή. Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληγε.
Το πρωί της Πέμπτης ξεκίνησε όπως κάθε άλλη μέρα. Ο παρατηρητής περίμενε στην στάση για να πάρει το λεωφορείο και να πάει στην δουλειά του, μιας και το αμάξι του ήταν εδώ και τέσσερις βδομάδες στο συνεργείο. Δίπλα του ήταν μια παρέα τριών κοριτσιών που χαχάνιζαν, λίγο πιο αριστερά ένας κύριος που έδειχνε απορροφημένος στο κινητό του και ακριβώς δίπλα του ήταν ένα μικρό παιδί που κρατούσε μια μικρή μπαλίτσα. Το παιδί πρέπει να ήταν ο γιος του κυρίου, καθώς του έμοιαζε πολύ. Έμεναν ακόμα πέντε λεπτά για να έρθει το λεωφορείο. Ακόμα πέντε λεπτά που θα άλλαζαν ριζικά την ζωή του. Δεν κατάλαβε πότε έγιναν όλα.
Ξαφνικά η μπαλίτσα έπεσε από το παιδί και βρέθηκε στην μέση του δρόμου. Δύο λεπτά πριν έρθει το λεωφορείο. Το παιδί έτρεξε να πάρει την μπάλα. Ένα λεπτό πριν περάσει το λεωφορείο. Το παιδί μπουρδουκλώθηκε και έπεσε κάτω, ενώ ο πατέρας του ήταν ακόμα απορροφημένος στο κινητό. Ο παρατηρητής έτρεξε προς το μέρος του παιδιού και αυτό είναι το τελευταίο πράγμα που θυμάται.
Όταν ανοίγει τα μάτια του ο παρατηρητής, συνειδητοποιεί ότι δεν βρίσκεται πλέον στην στάση. Του παίρνει λίγα λεπτά για να αντιληφθεί που βρίσκεται και τι έχει γίνει. Είναι στο νοσοκομείο. Αναρωτιέται πως και γιατί βρίσκεται εκεί. Ξαφνικά ακούει φωνές αλλά ακόμα είναι πολύ ζαλισμένος. Βλέπει μπροστά του ένα μικρό παιδί το οποίο το συνόδευε ένας κύριος. Μάλλον ήταν ο πατέρας του γιατί τον ακούει να λέει “μπαμπά μπαμπά ο καλός κύριος ξύπνησε”. Το κεφάλι του πονάει ακόμα και δεν έχει καταλάβει τι ακριβώς συμβαίνει. Βλέπει την νοσοκόμα να τους απομακρύνει και κοιμάται.
Ξυπνάει ξανά μετά από δύο ώρες. Δίπλα του είναι μία νοσοκόμα η οποία φάνηκε ότι χάρηκε που τον έβλεπε καλά. Την ρωτάει τι συμβαίνει και πως βρέθηκε εδώ. Του απαντάει ότι η ηρωική του πράξη να σώσει το παιδί τον οδήγησε να τραυματιστεί, ευτυχώς όχι πολύ σοβαρά, γιατί ο οδηγός του λεωφορείου πρόλαβε να κόψει αρκετή ταχύτητα με αποτέλεσμα να την γλιτώσει με λίγους μώλωπες στα χέρια, τα πόδια και ένα μικρό χτύπημα στο κεφάλι. Ο παρατηρητής στο άκουσμα της ιστορίας θεώρησε ότι βλέπει κάποιο όνειρο. Εξάλλου ήταν αυτό ακριβώς που είναι όλοι οι λογικοί άνθρωποι. Ένας παρατηρητής!
Καθώς συλλογιζόταν τα όσα άκουσε, μπαίνει μέσα ένα παιδί που αρχίζει να τον ευχαριστεί. Ο κύριος πίσω από το παιδί του λέει πόσο ευγνώμων είναι που έσωσε το γιό του “δεν υπάρχουν πλέον πολλοί άνθρωποι σαν εσάς την σήμερον ημέρα” του είπε “σώσατε το γιό μου. Αν δεν ήσασταν εσείς δεν ξέρω τι θα γινόταν. Αν δεν κάνατε κάτι, αν δεν δρούσατε έτσι όπως δράσατε θα τον είχα χάσει. Σας είμαι αιώνια ευγνώμων”. Οι μέρες πέρασαν και τα λόγια που άκουσε, έμειναν μέσα στο μυαλό και την καρδιά του. Τα σκεφτόταν κάθε μέρα ώσπου να πάρει εξιτήριο.
Έφτασε η μέρα να γυρίσει στο σπίτι. Ο πατέρας του παιδιού τον γύρισε πίσω στην οδό Λέιν και του ανέφερε πώς οτιδήποτε και αν χρειαστεί να μην διστάσει να τον καλέσει. Καθώς ο παρατηρητής μπήκε στην είσοδο της πολυκατοικίας είδε την γειτόνισσα από τον δεύτερο όροφο μαζί με τον πατέρα της. “Καλημέρα παρατηρητή, τι κάνεις; έμαθα για το ατύχημα περαστικά”. Ο παρατηρητής την ευχαρίστησε και μπήκε μαζί τους στο ασανσέρ. Ξαφνικά η γυναίκα σταματάει την πόρτα και λέει στον πατέρα της να βγει έξω και να πάει με τα πόδια. Μόλις άκουσε ο παρατηρητής τι είπε στον πατέρα της τα έχασε. Τα λόγια που ξεστόμισε εκείνη την στιγμή, ήταν η αρχή μιας μεγάλης αλλαγής.
“Με τα πόδια να πας εσύ και όχι ο πατέρας σου που είναι μεγάλος άνθρωπος και μην με κοιτάς έτσι γιατί ξέρω πόσο άσχημα του συμπεριφέρεσαι οπότε πρόσεχε καλά τι θα μου πεις. Και κάτι ακόμα, το όνομα μου είναι Αλέξης και όχι παρατηρητής. Να πεις και στους άλλους ότι από σήμερα δεν θα κάνω τα στραβά μάτια για κανέναν σας. Γιατί πριν μέρες έμαθα ότι αν δεν κάνει κάποιος την αρχή η αλλαγή δεν θα επέλθει.”