Γνωριστήκαμε στο Βέλγιο ένα βροχερό βράδυ του Νοέμβρη, όταν βγήκαμε και οι δύο να καπνίσουμε ένα τσιγάρο – το κάπνισμα απαγορεύεται αυστηρά στους εσωτερικούς χώρους φυσικά. Καθίσαμε μαζί ολόκληρο το βράδυ, αφού όλοι είχαν φύγει. Εγώ ήθελα παρέα γιατί ταξίδευα μόνη μου, εσύ γιατί έκανες τη μεταμεσονύχτια βάρδια και κάπως έτσι νιώσαμε ασφάλεια ο ένας με την παρουσία του άλλου και κρατήσαμε επαφή.
Τη μέρα που έφτασες Αθήνα, η βροχή δεν είχε σταματημό. Εντελώς αναπάντεχα εν μέσω καύσωνα, θεώρησα ότι ίσως έγινε για να νιώσουμε και οι δύο πιο άνετα σ’ένα γνώριμο τοπίο. Ο μόνος μου προβληματισμός ήταν τα σχέδια που είχα κάνει για το βράδυ, αφού είχα κερδίσει προσκλήσεις για την ταινία του Wim Wenders, “Paris, Texas” σε θερινό σινεμά. Η καταιγίδα σιγά σιγά υποχώρησε, σχεδόν σαν να διάβασε το μυαλό μου. Για κάποιο λόγο όλα ήταν με το μέρος μου. Ή με το μέρος μας, όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια.
Ένας άνδρας μόνος που έχει χάσει την οικογένεια του, περιπλανιέται δίχως να μιλάει, με το μόναδικό σκοπό να πάει στο μέρος που δείχνει η φωτογραφία που κρατάει. Στην πορεία τον βρίσκει ο αδερφός του και μετά απο απλές συζητήσεις, λιτά αλλά όμορφα πλάνα και ένα συνονθύλευμα συναισθημάτων που σου περνάει χωρίς καν να το καταλαβαίνεις, αποφασίζει να ξαναβρεί τη γυναίκα της ζωής του. Στο τέλος της ταινίας δεν μπορείς παρά να μείνεις σιωπηλός να κοιτάζεις την οθόνη. Θέλεις λίγο χρόνο να ανασυγκροτήσεις τον εαυτό σου και να σκεφτείς. Κυρίως αυτό. Μια ταινία συνάντησης και αποχωρισμού, με δυνατή ισορροπία χαράς και μελαγχολίας.
Δύο μήνες και κάτι αργότερα, στο πρώτο βροχερό βράδυ του Σεπτέμβρη, δεν μπορώ παρά να σκεφτώ εκείνη την πρώτη μέρα, οπού για κάποιο λόγο αισθάνθηκα σαν να σε ξέρω από πάντα, χωρίς όμως την ασφάλεια του ότι θα σε έχω για καιρό. Πάει μια βδομάδα που έφυγες. Σε είχα συνηθίσει λίγο. Να κάνουμε μαζί πράγματα τόσο καθημερινά, μόνοι ή με τους φίλους μου, που όμως είχαν διαφορετική αίσθηση αφού τα μοιραζόμασταν. Για ένα τόσο μικρό διάστημα, όλα ήταν λιγάκι πιο όμορφα. Ήξερα ότι θα φύγεις. Δεν ήξερα ωστόσο ότι θα ερωτευόμασταν. Ποιός γνωρίζει τέτοια πράγματα άλλωστε; Αναπάντεχα σαν μια μπόρα μέσα στο καλοκαίρι ή σαν μια σημαντική συνάντηση στην πλοκή κάποιας ταινίας.
Όταν σε πήγα στο αεροδρόμιο, σου έδωσα ένα φάκελο με φωτογραφίες, για να θυμάσαι το καλοκαίρι σου μαζί μας – μαζί μου. Μια ιστορία συνάντησης, αλλά κυρίως αποχωρισμού. Ίσως τελικά εκείνη η νύχτα να ήταν προάγγελος γι’αυτό που θα ακολουθούσε. Το μόνο που θέλω, να ξαναβρείς το δρόμο σου πίσω σε μένα. Οι φωτογραφίες θα σου δείξουν το σκοπό, αν τυχόν ξεχαστείς. Μάλλον θα ξαναδώ την ταινία. Κάτι μου λέει ότι τώρα θα την καταλάβω καλύτερα.