Η Σούζυ ερχότανε στο μπαρ κάθε Παρασκευή και Σάββατο. Πολύ σπάνια κάποιες Κυριακές και πάντοτε σε ιδιαίτερες περιστάσεις, μα μόνο για εκείνη. Δεν είχε γιορτές και αργίες η Σούζυ, δε χαμπάριαζε Χριστούγεννα και Καθαροδευτέρες. Οι σπουδαίες αφορμές που θα την έκαναν να στολιστεί και να μας τιμήσει με την φανταχτερή της παρουσία στο θεοσκότεινο μπαράκι του Νίκου δεν αποτελούσαν παρά αυθόρμητες επινοήσεις μίας φλογερής ιδιοσυγκρασίας που δε χόρταινε έρωτες και περιπέτεια. Μικρές επαναστάσεις μίας ταξιδιάρας ψυχής που ασφυκτιούσε δίχως χάδια και ποτό. Ζαλισμένη από το σαγηνευτικό κάλεσμα του μπαρόβιου θεριού που εξεγειρόταν στο μικροσκοπικό της κορμί, επιδιδόταν σε πολύωρες ανασκαφές στα συρτάρια με εκείνα τα σκανταλιάρικα εσώρουχα, που δεν έχανε ευκαιρία να μοστράρει κάτω από κάποιο άκρως αποκαλυπτικό φόρεμα, όταν καθισμένη στο ψηλό σκαμπό μπροστά στη μπάρα μετέτρεπε τα πόδια της σε ένα αεικίνητο ψαλίδι.
Πάνε τέσσερα και κάτι χρόνια από εκείνη τη βραδιά που ένα ζαλισμένο κοριτσάκι με πονηρό χαμόγελο και κατακόκκινα χείλη μας συστήθηκε ως Σούζυ δίχως κανείς να τη ρωτήσει. Ίσως βαριόταν να πίνει αμίλητη και θεώρησε υποχρέωσή της να δώσει κάποιο όνομα σε αυτό που όλοι κοιτούσαμε, μα κανείς δεν του μιλούσε. Αναπόσπαστο κομμάτι κάθε σαββατόβραδου και ξεχωριστό κεφάλαιο στη ιστορία του γειτονικού μας μπαρ, η Σούζυ ήταν το πιο επικίνδυνο πλάσμα που είχα ποτέ συναντήσει: υβρίδιο τρέλας και ομορφιάς, αποκοτιάς και σπάνιας γνώσης, πικρής εμπειρίας και γλυκύτατης παιδικότητας. Ένα αδικημένο κορίτσι κάποιου τρελού θεού.
Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς από εκείνη; Τα λόγια που ψιθύριζε γέρνοντας προς το μέρος σου, με το χνώτο ποτισμένο οινόπνευμα και τσιγαρίλα να τρυπώνει απαλά στο αυτί κι εσένα να αποτραβιέσαι αθέλητα, λες και κάποιο βαθιά κρυμμένο ένστικτο να σου θυμίζει πως απειλείσαι, πως είναι ανάγκη να κάνεις το παν για να μείνεις μακριά από αυτόν τον ανελέητο ψίθυρο. Ζωντανός και πεντακάθαρος ακούγεται ο ήχος από εκείνο το ρυθμικό χτύπο των δαχτύλων που καλούσε το Νίκο να επιτελέσει τα καθήκοντά του ως μπάρμαν, γεμίζοντας το άδειο ποτήρι μπροστά της. Το ίδιο καθαρά θυμάμαι τα κακόγουστα λουλουδάτα φουστάνια που επέμενε να φορά από τότε που της αποκάλυψα πως ένα από τα έξι πράγματα που μισώ είναι τα λουλουδάτα φουστάνια. Θα μπορούσε να είχε επιλέξει οποιοδήποτε από τα υπόλοιπα πέντε μα φαίνεται πως η καλοσύνη ξεπερνούσε την πονηριά της.
Κάθε βράδυ στο πλευρό της Σούζυ, δίπλα σε αυτόν τον μακιγιαρισμένο και λουλουδάτο δαίμονα, ήταν μία αποκάλυψη. Τόσο που είμαι σίγουρος πως αν γινόταν να ξανά χάσω την πίστη μου, δε θα ήτανε οι φιλοσοφίες και τα βιβλία η αιτία που δε θα ξαναπατούσα το πόδι μου στην εκκλησία, όσο μια βραδιά μαζί της. Πόσο εύκολα θα καταλάβαινα τότε τα ψέματα αυτών των θλιβερών ρασοφόρων μάγων που φοβίζουν τον κοσμάκη με ασυναρτησίες περί κολάσεων και σατανάδων, όταν κάθε σαββατόβραδο θα το περνούσα με έναν γλυκό και άκακο διάoλο σαν κι εκείνη…
Καημένη Σούζυ… Τίποτα δε με παρηγορεί που δεν μπορείς να διαβάσεις το μίνι εγκώμιό σου. Κι αφού δεν μπορώ πια να μιλώ σε σένα, επίτρεψέ μου καλή μου, να μιλήσω για σένα. Σου ζητώ να με συγχωρήσεις αν στην προσπάθειά μου να αντικρίσουν κι οι άλλοι όσα, με τα δικά μου μάτια είδα πάνω σου, δεν καταφέρω να πείσω τα άμοιρα και αγαθούτσικα προβατάκια για την ομορφιά και την σπάνια ευγένεια που σε έκαναν να ξεχωρίζεις από όλους αυτούς που μην μπορώντας να σε καταλάβουν, επέλεξαν να σε μισούν.
Δεν έχει σημασία τελικά πόσα θυμάμαι από τις στιγμές που μοιράστηκες μαζί μας στο αγαπημένο σου μπαράκι. Μένει πάντα η μορφή σου, χαμογελαστή και περήφανη παρωδία σε ένα καταγώγι με μεθύστακες και κρετίνους, ζώα όλοι τους, έτοιμοι να σε κατασπαράξουν. Η φοβερή σου ιστορία έληξε άδοξα. Για μία οικογένεια που ποτέ δε δέχτηκε αυτό που ήσουν, αυτό που πάντοτε ήθελες να είσαι και με αμέτρητα βάσανα κατάφερες να γίνεις, το τέλος σου αποδόθηκε στις αμέτρητες αδυναμίες που οι ίδιοι έσπειραν μέσα σου. Jameson και υπνωτικά: κάτι σαν μπαμπάς και μαμά για σένα. Ένα συρτάρι γεμάτο πολύχρωμα στρινγκάκια και μπουκαλάκια με ορμόνες στο ντουλάπι της κουζίνας: το κληροδότημά στον κόσμο που σε απαρνήθηκε. Φρόντισες να μας αποχαιρετήσεις με ένα τελευταίο ποτό και την πιο αστεία κουβέντα που είχαμε ποτέ. Το πρώτο και τελευταίο βράδυ που θα σε έβλεπα χωρίς την αγαπημένη σου περούκα…έπρεπε να το καταλάβουμε. Μια παράξενη αρρώστια με περίπλοκο όνομα και την αναπόφευκτη πρόβλεψη για ένα εξευτελιστικά μικρό προσδόκιμο δεν είναι ένα τέλος για ηρωίδες σαν κι εσένα. Εσύ πήρες την κατάσταση στα χέρια σου και έφυγες με τους δικούς σου όρους: με την περούκα και το άθλιο λουλουδάτο φουστάνι σου.
Μου μίλησες κάποτε για το χωριό σου και τους δικούς σου. Δεν είπες πολλά μα νομίζω ξέρω πως θα άρχιζε η ιστορία σου. Ήταν πανέμορφο το φουστάνι στη ντουλάπα της μαμάς. Τα χρόνια περνούσανε, ο μπαμπάς φώναζε, η μαμά μαγείρευε και σεβόταν, μα το φουστάνι πάντα εκεί. Στο κάτω ράφι, καταχωνιασμένο ανάμεσα σε νυχτικά και μονόχρωμες κιλότες. Όλα ξεκίνησαν τόσο ξαφνικά, δίχως να το περιμένεις, ούτε καν το σκεφτόσουν. Μία απόφαση τόσο απλή μα που είναι ικανή να σου ανοίξει δρόμους που ποτέ δε φαντάστηκες ή ίσως δεν τόλμησες να φανταστείς. Ένας καθρέφτης και μία κλειδωμένη πόρτα, ένα ρίγος να διατρέχει το εφηβικό, άμαθο κορμί σου κι εκείνο το χαρακτηριστικό σφίξιμο στο στομάχι…αδημονία και ασυγκράτητος πόθος. Μια περιέργεια ακατανίκητη, μια αόριστη μα δυνατή ανάγκη που εισβάλλει στο μυαλό και εξουσιάζει τις αισθήσεις. Στέκεις ανήμπορος και νικημένος, σαγηνεύεσαι στο κάλεσμα του καλοκρυμμένου σου εγώ.
Κάθε στιγμή αμφιβολίας, κάθε σπινθήρισμα μίας μισοπεθαμένης και άχρηστης πια λογικής δεν φτάνουν για να πάρεις το βλέμμα από το είδωλό σου στον καθρέφτη…από εκείνα τα μάτια που φεγγοβολούν γεμάτα πάθος. Πρωτόγνωρη ηδονή κλυδωνίζει τις αισθήσεις, φέρνει ζαλάδα στο χλωμό αγόρι που στέκει ολόγυμνο μπροστά από το φουστάνι. Ένα κομμάτι ύφασμα κολλά στην ιδρωμένη σάρκα κι όλα μοιάζουν απλά κι εύκολα. Ξέρεις ποιος είσαι. Παραδίδεις ανεπιστρεπτί τα βαριά σου δεσμά και νομίζεις πως θες να γελάσεις, κάτι μέσα σου σε προκαλεί να φωνάξεις. Δε θες να πιστέψεις πως άξιζες μία τόσο ξεχωριστή και σπάνια έκπληξη.
Σε επαναφέρει στην πραγματικότητα ένα άγριο χτύπημα στην πόρτα. Ο μπαμπάς θέλει να σε πάρει μαζί του στο συνεργείο.