- Πηγή: edromos.gr
Άφηνε τις μέρες να περνούν. Δεν τον συγκινούσε το παραμικρό και το μοναδικό πράγμα που ήταν ικανό να διαταράξει την πολύτιμη αδιαφορία του ήταν κάποια μικρή ενόχληση από εκείνες που ήταν ακόμη αναγκασμένος να υπομένει, όσο παρέμενε ζωντανός και άνθρωπος. Το σύντομο μαρτύριο ξεκινούσε με το ξημέρωμα. Μισούσε το φως του πρωινού… Το θόρυβο της πόλης που ξυπνά, τα αυτοκίνητα που ξεχύνονται στις λεωφόρους, τις κόρνες, τις βρισιές, τα κατάμεστα λεωφορεία και τη γελοία βιασύνη των πάντων. Κατά κάποιον τρόπο, αισθανόταν περήφανος που κατόρθωνε να απέχει από όλο αυτό το πανδαιμόνιο. Αιτία και αφορμή αυτής της ολικής εξαίρεσης από τα δεινά της καθημερινότητας, μία αρκετά βαρύγδουπη και έτσι, αναμφισβήτητη ψυχιατρική διάγνωση, που σε συνδυασμό με την ανάγκη δύο γονέων με βαθιές τσέπες και ρηχά μυαλά, να αισθανθούν εντάξει με τους εαυτούς τους, του εξασφάλισαν ένα ολοκαίνουργιο δυάρι με πάρκινγκ (κι ας μην οδηγούσε) και μία αορίστου χρόνου απαλλαγή από οποιαδήποτε υποχρέωση θα τον έκανε να συμμετάσχει στο πρωινό τσίρκο που τόσο ικανοποιούταν να χλευάζει.
Τις μέρες που η θολούρα καταλάγιαζε με χάπια και υποσχέσεις, έκοβε βόλτες στο παρκάκι της γειτονιάς. Κοιτάζοντας τους χασομέρηδες του πρωινού να απλώνονται στα τριγύρω καφέ χαλβαδιάζοντας τις κοπελίτσες με τους δίσκους και καυγαδίζοντας για μπάλα και πολιτικά, συγκλονιζόταν από μία αίσθηση υπεροχής. Αναγνώριζε στα πρόσωπα όλων τους, εκείνη την απαίσια μετριότητα του καθημερινού ανθρωπάκου που μόνο οι ευφυίες και οι τρελοί καταφέρνουν να ξορκίσουν. Μα δε μισούσε τους πάντες. Μάλιστα, έβρισκε απολαυστικά ενδιαφέροντες τους ηλικιωμένους που συναντούσε στους πρωινούς του περιπάτους. Συνταξιούχοι με τραγιάσκα και μπαστούνι που λιάζονται ολημερίς στα παγκάκια. Δε χόρταινε να τους κοιτά. Όμορφο βλέμμα…καθαρό και αθώο συνάμα. Κοιτάζει με ειλικρινή πόνο τα ζαρωμένα προσωπάκια με τα προγούλια που κρέμονται, τα κουρασμένα μάτια που τρεμοπαίζουν αδύναμα στο δυνατό φως του πρωινού, τα ρυτιδωμένα κούτελα και τις φαλάκρες.
Γιατί όμως να τους λυπάται; Γιατί να τον κυριεύει τόση θλίψη στη θέα τους; Χαρίζουν άραγε, κάποιου είδους άφεση τα γηρατειά; Τι ξέρει για εκείνους; Ποιος του λέει πως αυτή η όψη που τόσο εύκολα γεννά τη συμπόνια, δεν αποτελεί παρά μόνο την αναπόφευκτη κατάληξη μιας ζωής ξοδεμένης στην προστυχιά και την αδικία;
Σηκώνει ψηλά το κεφάλι και κλείνει σφιχτά τα μάτια. Ο ήλιος του καίει το πρόσωπο και μία ξαφνική δυσφορία τον κατακλύζει ολοκληρωτικά. Αισθάνεται αδύναμος. Το στήθος του πάλλεται στον ίδιο πανικόβλητο ρυθμό που τον αφήνει ξάγρυπνο τα βράδια και τον φυλακίζει τις μέρες. Υποφέρει, μα η περηφάνια δεν τον εγκαταλείπει ποτέ. Αμέτρητα απογεύματα κατηχητικού και ένα πατρικό βυθισμένο στη βρώμικη σιωπή που επιφέρει η αρρωστημένη προσκόλληση σε ξύλινες μορφές και επίχρυσα μπιχλιμπίδια, τον δίδαξαν να αποδέχεται και να εκτιμά τον πόνο. Με πολλές βραδινές προσευχές και πάντα υπό την επίβλεψη ενός υστερικά θεοφοβούμενου πλάσματος, το οποίο σπάνια αισθανόταν την όρεξη ή την ανάγκη να αποκαλέσει ”μαμά”, έμαθε σταδιακά να αναγνωρίζει τη δυσφορία ως κάποια μορφή επιβράβευσης για την ευλάβεια που επεδείκνυε υπακούοντας και υπομένοντας. Γυναίκες με μακριές φούστες και σφιχτούς κότσους…Ίσως και κάποιο αραιό γενάκι στο ύψος του σαγονιού, τρανταχτή απόδειξη μίας ζωής στερημένης και ασθενικής. Ό,τι πιο κοντά στην αγιοσύνη που κι εκείνος έμαθε να αποζητά, όταν με βαθιά κατάπληξη βίωσε την προδοσία που του επεφύλασσε το κορμί του. Έχοντας πια συνειδητοποιήσει πως με λίγη φαντασία, ένα ελεύθερο χέρι και μία κλειδωμένη πόρτα, μπορεί κανείς να οδηγηθεί στο πυρ το εξώτερον, στράφηκε έντρομος σε εκείνες τις μολυσμένες μορφές της μαζοχιστικής ευλάβειας ζητώντας συμβουλές και κατευθύνσεις. Μία εφηβεία ξοδεμένη σε τακτικές εξομολογήσεις, κατά τη διάρκεια των οποίων του ήταν αδύνατο να μη φαντάζεται τον εαυτό του στο ρόλο του παθητικού μέλους σε κάποια σκηνή στοματικού έρωτα, διαρκών επισκέψεων σε μονές και ερημικά ξωκκλήσια με μία υστερική και πάντα φοβισμένη μητέρα και έναν πατέρα όλο και πιο απόμακρο, εβδομαδιαίες κατηχήσεις από πλάσματα που μόνο από συνήθεια και ελλείψει καταλληλότερου χαρακτηρισμού για την κατάντια στην οποία είχαν περιέλθει βυθισμένοι στις ορθόδοξες ονειρώξεις τους, αποκαλούσαν ανθρώπους τους εαυτούς τους, και φυσικά όλα εκείνα τα αναπάντητα ”γιατί;” κάθε φορά που συνειδητοποιούσε με τρόμο πως η αποστροφή του για την Εύα δεν περιοριζόταν στην αδυναμία της να αντισταθεί στον πειρασμό, όσο στο γεγονός πως η ανώτερη εκείνη δύναμη, στην οποία προσευχόταν μετανιωμένος μετά από κάθε ξέσπασμα αυνανισμού, είχε επιτρέψει να υπάρχουν οι γυναίκες. Δεν το παραδεχόταν, μα αισθανόταν βαθύτατα προδομένος από εκείνο το μυστήριο πλάσμα, που μέσα στην παντοδυναμία του είχε θεωρήσει πρέπον να γεννήσει μέσα του, σε ένα φοβισμένο και μπερδεμένο αγοράκι, τη βεβαιότητα πως όλα θα ήταν πιο εύκολα αν κι εκείνος μπορούσε να φέρεται σαν κοριτσάκι.
Χρόνια μίζερα, βασανιστικά. Μέρες που θα έκανε τα πάντα για να ξεχάσει, όταν πολύ αργότερα αντιστράφηκαν οι ρόλοι, με τον ίδιο να μετατρέπεται σε εκείνο το υστερικό και κατατρομαγμένο πλάσμα που βασανίζει τους πάντες γύρω του, παλεύοντας να ανταποκριθεί σε κάποιο αρρωστημένο και πλήρως φανταστικό κάλεσμα. Μα ήταν ακόμη νωρίς, κι εκείνος ανίκανος να αντισταθεί στην αμαρτωλή περιέργεια για όλα όσα ξόρκιζε με προσευχές και δακρύβρεχτες μετάνοιες. Μα πόσο μάταια όλα αυτά; Η κάθαρση και η γαλήνη που τόσο ειλικρινά και βίαια αποζητούσε, δεν επρόκειτο να του χαριστούν. Κι έτσι απόμενε η ντροπή. Ντροπή για όλα όσα ένα δεύτερο, μιαρό και καλοκρυμμένο εγώ, ονειρευόταν και ήλπιζε όταν σταματούσαν οι προσευχές, και το τρομαγμένο παιδί, εκτεθειμένο στα καμώματα του ύπνου, παραδινόταν στις πρώτες του ονειρώξεις. Και το πρωί, όταν έπρεπε και πάλι να κρυφτεί, ξεγελούσε τα αξιολύπητα βλέμματα που τον καλημέριζαν με φωνές αδύναμες και διάθεση ενοχική (ίσως επειδή τους δινόταν ακόμη μία μέρα για να αμαρτήσουν), κρύβοντας με βιασύνη τη λεκιασμένη πιτζάμα και ψελλίζοντας με την ίδια αρρωστημένη χροιά ένα ήρεμο και νυσταγμένο ”καλημέρα”. Και ήταν ατέλειωτες οι μέρες που και ο ίδιος πάλευε να πείσει τον εαυτό του πως σταδιακά μεταμορφωνόταν σε ό,τι θα έπρεπε να είναι, μα τα ίχνη ήταν πάντοτε εκεί… Μία απροσδιόριστη ενοχή για τη λαχτάρα που τον κατέκλυζε μετά τη βραδινή του προσευχή. Και απολάμβανε όσα τίποτα εκείνα τα διαδοχικά περάσματα από τον υποχρεωτικό μονόλογο μπροστά σε μορφές μπογιατισμένες στο ξύλο, στο απαλό άγγιγμα που κανένας θεός δεν είχε τη δύναμη να του στερήσει. Πολύ αργότερα θα συνειδητοποιούσε πως το να κρύβεσαι από τον ίδιο σου τον εαυτό, δεν προσφέρει τόσο ευχαρίστηση, όσο εκείνη την προσωρινή ανακούφιση που εγγυάται ένα καλοστημένο ψέμα σε εκείνον που το επινοεί.
Και πως θα ήταν δυνατό για ένα πλάσμα τόσο καλά εξασκημένο στην τέχνη του ψέματος και της υποκρισίας, να μην έντυνε τις μέρες του με όλες τις διαθέσιμες -αν και ακόμη περιορισμένες- εκφάνσεις των ψεμάτων του; Και με ποιον άλλο τρόπο να έδινε μορφή σε εκείνες τις ζωηρές φαντασιώσεις που πλέον περισσότερο τον μεθούσαν, παρά γεννούσαν μέσα του την ενοχή και το φόβο, πέρα από το να αφιερώσει κάθε σκέψη και ελπίδα, ολόκληρο το κρυφό του είναι, σε εκείνο το ανυποψίαστο πλάσμα που μοιραζόταν το θρανίο του; Κι έτσι οι μέρες του έμελλε να αλλάξουν με τρόπο που θα αργούσε ακόμη και να τολμήσει να φανταστεί. Μυρωδιά ιδρώτα και τσιγάρου, παλλόμενες, παχιές φλέβες κάτω από το σφιχτό νεανικό δέρμα, ηλεκτρισμένα αγγίγματα κάτω από το θρανίο, μπούτι που τρίβεται σε μπούτι, πεταχτές ματιές σε στιγμές που η προσοχή του άλλου βρισκόταν πολύ μακριά από ό,τι φανταζόταν και ίσα που επιχειρούσε με δειλία και αβάστακτη προσμονή αυτό το κάποτε φοβισμένο αγόρι. Μα το πρώτο φιλί δεν ήταν περισσότερο παράξενο απ΄ όσο η διαδρομή με τα ποδήλατα και η αμήχανη σιωπή σε όλη τη διάρκεια, τόσο πριν όσο και μετά από εκείνη τη στιγμή, που θα οδηγούσε τον έναν στην απόλυτη απάθεια, ίσως και υποκρισία σχετικά με το τι συνέβη (ή δεν συνέβη), και τον άλλον στην απόφαση να κυκλοφορεί με κάποιο από τα εσώρουχα της μάνας του κάτω από τα αγορίστικα ρούχα που τόσο μισούσε.
Συνειδητοποιούσε τώρα πια, πως ήταν ανάγκη να περιμένει. Μα είναι αδύνατον για μία ιδιοσυγκρασία που έχει συνηθίσει να ανέχεται και να φοβάται το αόρατο, να μην εκλάβει την κάθε πρόκληση, ως κάποιου είδους δοκιμασία εκ μέρους εκείνης της αόριστης φαντασίωσης στην οποία πάντα θα τρέμει να φωνάξει: ”Δεν υπάρχεις.” Κάπως έτσι, δεν άργησε να δει τον εαυτό του ως ένα παραστρατημένο και βαθιά μπερδεμένο πλάσμα που δεν είχε ανάγκη από περισσότερη ελευθερία, μα αντιθέτως, του έπρεπε ο σκληρότερος περιορισμός του. Κλεισμένος για μέρες στο παιδικό του δωμάτιο επιδόθηκε με αρρωστημένη μανία στη νέα του σταυροφορία, περνώντας από τα συναξάρια των αγίων, στην αδιάκοπη παρακολούθηση πορνό και την βασανιστικά αδιάφορη μελέτη του γυναικείου κορμιού. Κι επιτέλους ένιωθε πως κάτι άλλαζε στ’ αλήθεια αυτή τη φορά. Καλωσόριζε την αποστροφή που του γεννούσε η γυναικεία σάρκα, με την ίδια ευχαρίστηση που αναστάτωνε η θέα ενός εύρωστου και καλογυμνασμένου αρσενικού. Αναγνώρισε σε όλη αυτήν την αντίθεση, τον δικό του προσωπικό αγώνα προς την αγιοσύνη. Αμαρτία και αρετή, πεινασμένη σάρκα και ακατάβλητη, ανίκητη και αιώνια ψυχή. Εξέθετε τον εαυτό του στο μισητό θέαμα επιβεβαιώνοντας τη σιδερένια του εγκράτεια και ευχαριστώντας τον αόρατο παρατηρητή του για την ευλογία του να μισεί τις γυναίκες, και παρακαλώντας για λίγη ακόμη δύναμη, ώσπου να καταφέρει να μισήσει τους ανθρώπους γενικά. Έπαψε να πιστεύει πως υπήρχε κάτι που να τον ελκύει πραγματικά στους άντρες, αποδίδοντας αυτό του το μοναδικό εμπόδιο προς τη μακαριότητα, στις σκοτεινές βουλές μίας ακόμη φαντασίωσης που πήγαινε κόντρα στην πρώτη. ”Θα σε νικήσω διάολε”, φώναζε τις νύχτες, κουκουλωμένος στα παπλώματα και με ένα σωρό φυλαχτά και σταυρουδάκια στο προσκέφαλο. Ό,τι δεν είχε καταφέρει με δέκα και κάτι χρόνια καθημερινής κατήχησης, το κατόρθωσε καταβροχθίζοντας τη μία τσόντα μετά την άλλη και αντιστεκόμενος στην ανάγκη να ανακουφίσει το αμαρτωλό του φούντωμα για δύο ολόκληρους μήνες. Δύο μήνες κλεισούρας και απόλυτης απομόνωσης που έπεισαν εκείνο το άβουλο και αξιολύπητο πλάσμα που αποκαλούσε μητέρα, να αφήσει κατά μέρος τους βίους των αγίων και τα ξεματιάσματα, και να απευθυνθεί σε κάποιον ειδικό.
Τις πρώτες μέρες δεν μπορούσε ούτε να σταθεί στα πόδια του. Θυμάται τον γιατρό να τον προειδοποιεί πως θα του έπαιρνε κάποιο διάστημα ώσπου να συνηθίσει τα φάρμακα, μα ίσως να ήταν κι αυτό κάποιο από τα παράξενα όνειρα που τον στοίχειωναν όλο και πιο συχνά. Ίσως απλώς να είχε φανταστεί το δωμάτιο με τους καφετί τοίχους και τον απαλό φωτισμό. Ποιος του έλεγε πως εκείνη η απροσδιόριστη και αχνή τώρα πια μορφή, με το μπλοκάκι ακουμπισμένο στο πόδι και το στυλό να στριφογυρίζει στο χέρι, κι εκείνη την ήρεμη, αργόσυρτη φωνή που έδινε την εντύπωση πως θα μπορούσε να εκφράσει την απόλυτη κατανόηση-ίσως και συγχώρεση-απέναντι στο χειρότερο έγκλημα και τους κρυφότερους πόθους, εκείνος ο σιωπηλός δέκτης όσων δίχως να το συνειδητοποιεί εξέθεσε στην ήρεμη κρίση του, ποιος του έλεγε πως πράγματι υπήρξε και του μίλησε κάποια στιγμή μέσα στον απροσδιόριστο πλέον χρόνο, προειδοποιώντας τον για τις παρενέργειες ενός φαρμάκου που δεν θυμάται ποτέ του να πήρε;
Με τον καιρό έπαψε να τον απασχολεί. Περνούσε τις μέρες του βυθισμένος στην αδιαφορία που καταπίνει όσους θεωρούν πως το πέρασμά τους από τη ζωή δεν αποτελεί παρά τον ανούσιο, μα απαραίτητο πρόλογο μίας συναρπαστικότερης ιστορίας. Δεν ήταν τόσο η ελπίδα πως θα αποτελέσει κι εκείνος μέρος αυτής της ιστορίας, που τον έκανε να παραμερίσει κάθε αμφιβολία, όσο η ανάγκη να μένει μακριά από οτιδήποτε θα ερέθιζε τα τσακισμένα του νεύρα. Μία ανάγκη που ήταν εύκολο να ικανοποιεί αποκομμένος από κάθε ίχνος πραγματικότητας και οικονομικά εξασφαλισμένος από δύο αδιάφορα και κατατρομαγμένα πλάσματα που η μεταμέλεια είχε μετατρέψει σε σκιές.
Ποτέ τις μέρες, μα κάποια βράδια ένιωθε να ξυπνά μέσα του μία από καιρό ξεχασμένη ορμή. Κάτι που είχε αφεθεί στην τύχη του δίχως ωστόσο να εξασθενήσει, τον καλούσε και πάλι να ονειρευτεί. Τον προσκαλούσε να δοκιμάσει την τύχη του για μία μόνο βραδιά κι έπειτα σιωπούσε για καιρό. Μόνο που εκείνη η βραδιά άφηνε πάνω του τα σημάδια της. Κάλυπτε ντροπιασμένος το λαιμό με ζιβάγκο και κασκόλ, γονάτιζε και εξομολογούταν τα μισά από όσα είχε κάνει και ξαναγυρνούσε στο σπίτι ακόμη πιο ντροπιασμένος. Μάζευε σε σακούλες άδεια μπουκάλια μπύρας και αποτσίγαρα, νοτισμένα σεντόνια και επίτηδες ξεχασμένα εσώρουχα. Αντίκριζε με πόνο τα χρησιμοποιημένα προφυλακτικά ψιθυρίζοντας προσευχές. Άναβε τσιγάρο στη βεράντα κι έμενε σκυμμένος στα κάγκελα μέχρι να σουρουπώσει. Ήξερε πως δε θα κατάφερνε να κοιμηθεί. Ήλπιζε μόνο να έβρισκε τη δύναμη να αντισταθεί σε εκείνη τη φωνή που ξαγρυπνούσε μαζί του ζητώντας του όλα όσα πίστευε πως είχε απαρνηθεί για πάντα.
Ίσως του άρεσε να παρατηρεί τους γέρους στο πάρκο γιατί ζήλευε την απόσταση που τους χώριζε από το θάνατο. Ίσως επιθυμούσε για τον εαυτό του εκείνη την ολική κατάπτωση του κορμιού, αδημονώντας να φτάσει στο σημείο που οι δυνάμεις εγκαταλείπουν το άτομο αφήνοντας ένα κέλυφος ανίκανο να ανταποκριθεί στο κάλεσμα οποιασδήποτε επιθυμίας. Αναρωτιόταν εάν εκεί κρύβεται η αληθινή γαλήνη: στην αδυναμία να αμαρτήσεις, όχι από κάποια σιδερένια αρετή, όσο επειδή η ίδια σου η φύση δεν στο επιτρέπει. ”Μα όλοι αμαρτάνουν, ακόμη και οι γέροι” σκέφτηκε. Μα αδυνατούσε να συμφιλιωθεί με την ιδέα πως δεν υπήρχε επιλογή. Πως ποτέ του δε θα κατάφερνε να ξεφύγει από αυτό που τόσο λαχταρούσε να είναι. Αποφάσισε να μην πάρει τα φάρμακά του εκείνο το βράδυ. Ήταν ήδη θολωμένος. Άναψε ακόμη ένα τσιγάρο κι έγειρε περισσότερο στο κάγκελο, μένοντας έτσι κρεμασμένος πάνω από τους ανθρώπους που τόσο μισούσε…