Υπάρχουν στιγμές που ξεχνιέμαι και δεν μου είναι δύσκολο να προσποιηθώ πως ό,τι συμβαίνει γύρω μου έχει κάποιο ενδιαφέρον. Στιγμές που προτιμώ να στρέψω την προσοχή μου σε πρόσωπα αγνώστων. Κρυφακούγοντας πεταχτές κουβέντες περαστικών, εξετάζοντας αδιάκριτα τις μορφές που με προσπερνούν, παλεύοντας κάθε φορά να διακρίνω σε αυτές τις ανώνυμες φιγούρες, την αιτία που οι άνθρωποι επιδιώκουν τις νέες γνωριμίες.
Αν και σπάνια με απασχολεί πλέον το γεγονός πως προτιμώ ολόκληρο τον καναπέ για την πάρτη μου, συχνά αναρωτιέμαι για την αιτία αυτού που αρκετοί γνωστοί μου χαρακτηρίζουν ευγενικά ως ιδιοτροπία.
Δευτέρα μεσημέρι και ανεβαίνω αγκομαχώντας την ίδια εκνευριστική ανηφόρα που χωρίζει την πολυκατοικία μου από το σουπερμάρκετ της γειτονιάς.. Η πλαστική σακούλα βαραίνει σε κάθε βήμα και υπόσχομαι πως κάποια από αυτές τις μέρες θα το πετάξω το βρωμοτσίγαρο.
Μικρή στάση για να ξαποστάσω (και να καπνίσω) στα σκαλιά του ΕΠΑΛ, 300 μέτρα από το σπίτι. Και ξαφνικά ένα νέο πρόσωπο, ή μάλλον τρία τέσσερα νέα πρόσωπα, που προσπαθούν να τραβήξουν την προσοχή μου από το μπαλκόνι του πρώτου ορόφου. Στο τρίτο ”’έι, φίλε” αναγκάζομαι να διακόψω το λαχάνιασμά μου και να στραφώ προς το μέρος τους. Ένας σπυριάρης κοκκινομάλλης πιτσιρίκος τριγυρισμένος από τρία εξίσου σπυριάρικα 15χρονα διαόλια με μαύρα φούτερ και μαϊμού χρυσές αλυσίδες κρεμασμένες στο στέρνο. Στα δύο δευτερόλεπτα που μεσολάβησαν από την αποκάλυψη του αιτήματός τους από τον άγνωστο με την πλαστική σακούλα και το μισοτελειωμένο Marlboro, προλαβαίνω να θυμηθώ τους ηλίθιους νταήδες της δικής μου εφηβείας.
”Φιλαράκι, είναι πεσμένο ένα εικοσάρικο εκεί δίπλα. Δεν είναι δικό μας. Άμα θες έλα να σε δείξω που είναι χωμένο”. Χαχανητά και ειρωνικές παροτρύνσεις διακόπτουν συνεχώς την ανακοίνωση του κοκκινομάλλη, χαλώντας την άνοστη φάρσα πριν καν αρχίσει. Απομακρύνομαι στα γρήγορα από το σημείο που υποδεικνύουν με τόσο ζήλο, προλαβαίνοντας να αποφύγω μία ριπή νερού από το μπουκάλι στα χέρια του ετέρου σπυριάρη.
Για μια στιγμή σκέφτομαι να μπουκάρω στην τάξη τους.. Ηρεμώ για τα καλά, ωστόσο, συνειδητοποιώντας πως τα παλιόπαιδα έχουν χιούμορ Ίσως και κότσια. Γιατί είναι αλήθεια πως θέλει γερά νεύρα (εντάξει, και αρκετή βλακεία), ώστε να ρισκάρεις να τις φας. Προσπαθώ, παρόλα αυτά, να να φανώ τσαμπουκαλεμένος, μα εκεί είναι όλο το παιχνίδι. Μπορεί να μη τους βγήκε το κόλπο (κακοπαιγμένο και πρόχειρο), οπότε γουστάρουν και ελπίζουν να κάνω σκηνή.
Ξεσπάω σε γέλια και υψώνω τον αντίχειρα σε ένδειξη επιβράβευσης. Βλέπω τον κοκκινοτρίχη, που στο μεταξύ είχε κουρνιάσει πίσω από τις πλάτες ενός μαθητή και τράπερ της κακιάς ώρας, να προχωρά δειλά προς τα κάγκελα, τολμώντας επιτέλους να αντικρίσει το παρ’ ολίγον θύμα του. Του στέλνω ένα τελευταίο χαιρετισμό και ξαναπαίρνω τον ανήφορο ανανεωμένος. Νέα πρόσωπα, απρόβλεπτες καταστάσεις και μία καθόλου αναμενόμενη αντίδραση από πλευράς μου με βάζουν σε σκέψεις. Αισθάνομαι περήφανος για την ωριμότητά μου. Συνήθως δεν τα πολυσκέφτομαι τα πράγματα και χάνω την ευκαιρία να αντικρίσω και την άλλη όψη του νομίσματος. Όχι σήμερα όμως… Ποιος ξέρει; Ίσως μαθαίνω με τον καιρό. Ίσως τα παιδάκια στο μπαλκόνι να πήραν κάποιο μάθημα από όλο αυτό.
Κυριακή πρωί στο καφέ μπαρ ” ο Νικόλας”, του Χρήστου. Ο Νικόλας ήταν ο μπαμπάς του Χρήστου και ο ιδρυτής του καφενέ που εξελίχθηκε σε καφέ μπαρ. Το αποτύπωμα του Χρήστου στην οικογενειακή επιχείρηση περιοριζόταν στο ομώνυμο κοκτέιλ του, αποκλειστική προσφορά και κοινό μυστικό για όσους θαμώνες άντεχαν να συνδυάσουν μπέρμπον με ταμπάσκο.
Επαγγελματίες ταβλαδόροι, σιωπηλοί και ετοιμόρροποι χασομέρηδες και ένα τσούρμο πιτσιρικάδες που γδέρνουν ανελέητα την τσόχα του μπιλιάρδου με τις άθλιες στεκιές τους. Γνωστά πρόσωπα εδώ…οι συνηθισμένες φάτσες της γειτονιάς. Περιορισμένο και το ρίσκο για απρόοπτα με λίγα λόγια. Τουλάχιστον εδώ το περιεχόμενο των μπουκαλιών προορίζεται για συναινούντα λαρύγγια και όχι ανυποψίαστα κεφάλια.
Αράζω στο ψηλό μπαρ και καλημερίζω τον Χρήστο προσπαθώντας να δείχνω προκλητικά ευδιάθετος. Πήρα χαμπάρι πως δεν ήταν στις καλές του και ήθελα οπωσδήποτε να του σπάσω τα νεύρα. Είναι καλό παιδί ο Χρηστάρας και γουστάρω να του σπάω τα νεύρα που και που. Η αδυναμία αυτού του ανθρώπου να προσβάλλει ή να καβγαδίσει μου προσφέρει φοβερή ικανοποίηση. Μου δίνεται η ευκαιρία να συνειδητοποιήσω τη γλύκα που γεύονταν οι νταήδες που με ξεφτίλιζαν στο γυμνάσιο.
Αρπάζω μία εφημερίδα από τη στοίβα στη γωνία του μπαρ και αφοσιώνομαι στις προφητείες του Παϊσιου για την οικονομία της χώρας και την επικείμενη κάθοδο του ”εξαποδώ”. Σκέφτομαι να πρήξω λίγο ακόμη τον ταλαίπωρο το Χρηστάκη σχετικά με τις εφημερίδες που επιλέγει για το κατάστημα, αλλά μία γρήγορη σάρωση των πρωινών θαμώνων με πείθει για την προνοητικότητα του σιωπηλού μπαρτέντερ. Θέλω όμως και πάλι να επικεντρωθώ στα πρόσωπα γύρω μου, οπότε αφήνω στα μισά τις προφητείες και περιστρέφω το σκαμπό, πρόθυμος να ανακαλύψω κρυφές πλευρές της κυριακάτικης ρουτίνας μου.
Την πρόσεξα ακριβώς τη στιγμή που αποφάσισα να επιστρέψω στην γνωριμία μου με τον αγιορείτη. Καθόταν, σχεδόν κρυμμένη, σε ένα γωνιακό τραπέζι στο βάθος. Όπως κι εγώ, κι εκείνη πάλευε με ένα πάκο τυπωμένων σελίδων που είχε ακουμπήσει πλάι στο καφεδάκι της. ”Χρήστο ποια είναι αυτή ρε συ;”
Πάλευα να κάνω το Χρήστο να προσέξει το συνωμοτικό μου βλέμμα και να πάψει να παλεύει με τα άδεια καφάσια κάτω από το μπαρ.
”Α, το Ελενάκι λες;”
”Ω ναι, το Ελενάκι… Ελένη τη λένε;”
”Έρχεται που και που και αράζει για να διαβάσει. Γαλλική φιλολογία νομίζω σπουδάζει”
Τι λες ρε Χρήστο…πας καλά;”
”Τι είπα ρε;”
”Ρε μαλάκα, δε θυμάμαι γρι από γαλλικά…τσάμπα τα φροντιστήρια.”
”Ε οκ, και τι μ’ αυτό; Λες και θα της μιλούσες γαλλικά αν τη γνώριζες;”
”Θα μου έδινε έξτρα πόντους πάντως…”
”Έκανες γαλλικά μικρός; Δε μου το είχες πει ποτέ.”
”Αν τα μιλούσα μπορεί και να στο έλεγα. Κάνει κανένα ιδιαίτερο ρε συ το Ελενάκι;”
”Ε ρώτα τη ρε μαλάκα!”
” Τι…έτσι στο άκυρο να μπαστακωθώ στο τραπέζι της και να τη ρωτήσω εάν παραδίδει μαθήματα γαλλικών; Θα καταλάβει ρε μπούφο ότι μιλούσαμε για αυτή και θα σε περάσει για ανώμαλο.”
” Αφού ρε εσύ με ρώτησες…τι θες; Να μη σου πω;”
”Εγώ σε ξέρω ρε…δεν είσαι ανώμαλος. Κουτσομπόλης είσαι. Άντε, κάνε μια δουλειά τώρα…”
”Πήγε μία…να βάλω μπυράκι;”
” Aν βάλεις και για σένα θα σου κάνω παρέα”
Του έκανα παρέα μέχρι να αδειάσουμε και την τέταρτη μπύρα. Προσπαθούσα να μη σκέφτομαι πως τα γαλλικά μου περιορίζονται στο σασμάν, το καρμπιρατέρ και την οριστική ενεστώτα των etre kai avoir, ενώ ο Χρήστος, που στο μεταξύ είχε αναψοκοκκινίσει από το πιόμα, είχε αφοσιωθεί στην οθόνη του κινητού του, μάλλον χαζεύοντας στο Tinder.
Έφυγα από το καφενείο ελαφρώς ζαλισμένος και αρκετά νυσταγμένος, μα όχι όσο θα έπρεπε, προκειμένου να απαλλαγώ από την απογοήτευση για τα πρόσωπα-παλιά και νέα- που συνάντησα. Κοιμήθηκα ένα τριωράκι, και ξυπνώντας, ο καφές φάνταζε ιδανική λύση για όλα μου τα προβλήματα. Ψήνω έναν διπλό ελληνικό χύνοντας τον μισό στον πάγκο της κουζίνας και μεταφέρομαι στο μπαλκόνι.
Η συννεφιά του απογεύματος ξυπνά μέσα μου ένα αναπάντεχο συναίσθημα ανακούφισης. Ανάβω τσιγάρο, ρουφάω καφεδάκι και καρφώνω το βλέμμα στα απέναντι διαμερίσματα. Βλέπω την πόλη να συνέρχεται από την απογευματινή αποχαύνωση, έτοιμη να βυθιστεί σε μία νέα βραδυνή. Επικεντρώνομαι στο στα ασύμμετρα μοτίβα τετραγωνισμένης λάμψης στα τσιμεντένια περιγράμματα ολόγυρά μου μέχρι να ζαλιστώ.
Νέα πρόσωπα ξανά. Άνθρωποι κλεισμένοι στα στενά καβούκια των διαμερισμάτων, άλλοι απλωμένοι στους καναπέδες μπροστά στην τηλεόραση, άλλοι να ξεδίνουν στις κουζίνες τους ανάμεσα σε λιγδιασμένα πακέτα με πιτόγυρα και σουβλάκια. Κάποιοι ετοιμάζονται να ξεχυθούν σε μπαρ, σινεμά και καφέ, έτοιμοι να πιάσουν από τα κέρατα το βραδυνό θηρίο, ή ακολουθώντας απλώς το καθιερωμένο τελετουργικό μίας ανιαρής και ”απαραίτητης” εξόδου.
Ένας τύπος με ροζ μπουρνούζι αράζει σε ένα από τα απέναντι μπαλκόνια απολαμβάνοντας κι εκείνος το τσιγαράκι του. Αν κρίνω από τα μικροσκοπικά μανίκια, που μόλις και μετά βίας φτάνουν ως τους αγκώνες του, μάλλον το μπουρνούζι ανήκει στο έτερον ήμισυ. Αναρωτιέμαι εάν η δικιά του του απαγορεύει το κάπνισμα μέσα στο σπίτι, και κατά πόσο θα πρέπει να χαίρομαι που για εμένα το κάπνισμα στη βεράντα αποτελεί προσωπική επιλογή και όχι χάρη σε κάποια που θα μου δάνειζε το μπουρνούζι της.
Κλείνω τη βραδιά με υποτυπώδες συμμάζεμα και άφθονη τηλεόραση. Σινεφίλ η φάση μου απόψε και το έχω ρίξει σε γαλλικό κινηματογράφο. Καταφέρνω να μην βαριέμαι αφήνοντας την ταινία να παίζει όσο εγώ μετανιώνω που δεν μίλησα στο Ελενάκι.