Με πλέον 3 Χρυσές Σφαίρες και 8 Emmy, και ενώ έχει κυκλοφορήσει σχεδόν ένα χρόνο, η μίνι σειρά Beef του Netflix μας είναι ήδη γνωστή. Σίγουρα η αναγνώρισή της, τόσο από κοινό όσο και από κριτικούς, δεν είναι τυχαία. Έχει ήδη χαρακτηριστεί ως βαθύ, υπαρξιακό θρίλερ με συνεχείς εναλλαγές από το δράμα στην κωμωδία. Κι αυτή η συνταγή φαίνεται να μεταμορφώνεται σε ένα νέο είδος αφήγησης και, κυριότερα, να αρέσει. Το θέμα είναι γιατί.
Ας ξεκινήσουμε, όμως, με την πλοκή. Δύο Ασιάτες Αμερικανοί εμπλέκονται σε ένα συμβάν επιθετικής οδήγησης. Το γεγονός αυτό θα σταθεί ως εκκίνηση μιας μεγαλύτερης κόντρας που θα εξελιχθεί, ανάμεσα στον μικροεργολάβο Danny Cho (Steven Yeun) και την πλούσια επιχειρηματία Amy Lau (Ali Wong), και θα γιγαντωθεί σε ένα παραλογισμό αντιδράσεων γεμάτο απρόοπτα. Μέσα από το “beef” των δύο πρωταγωνιστών, εστιάζουμε στις ζωές τους, τις σχέσεις τους, και τους προβληματισμούς των ίδιων και των οικείων τους, και προσπαθούμε να “ψυχολογήσουμε” τις συχνά απρόβλεπτες συμπεριφορές τους. Εκεί ακριβώς κρύβεται και όλη η γοητεία της σειράς.
Ενώ οι θεματικές που αναλύονται, είναι άκρως relatable για ένα κοινό που ανήκει κυρίως στις γενιές Υ και Ζ, – (δηλαδή ένας άνθρωπος που γεννήθηκε το 1980 και μετά μπορεί να συσχετιστεί μαζί τους) – ταυτόχρονα, η αφήγηση γίνεται με μία απόσταση από τους χαρακτήρες. Τα στοιχεία αυτά, σε συνδυασμό με τις έντονες εναλλαγές ύφους και τα plot twists, δημιουργούν ένα πρωτότυπο είδος ρεαλισμού, παρότι σεναριακά κάποιες φορές δε μοιάζουν και τόσο ρεαλιστικά. Αυτό γίνεται μέσα από μια αίσθηση καθρεπτισμού που μπορεί να νιώσει ο θεατής, που προκύπτει από την αβεβαιότητα της πραγματικής ζωής αλλά και την αβεβαιότητα της συμπεριφοράς και των συναισθημάτων των χαρακτήρων. Η ταύτιση δε γίνεται μέσω αρχέτυπων και συγκεκριμένων ηρώων, όπως έχουμε συνηθίσει, αλλά μέσω συμπεριφορών, συναισθημάτων και καταστάσεων. Δεν συμπάσχουμε απαραίτητα με κάποιον ή κάτι, αλλά είναι αδύνατον να μας περάσουν απαρατήρητοι οι προβληματισμοί που προβάλλονται.
Κι αυτοί οι προβληματισμοί δεν είναι άλλοι από την ίδια τη σύγχρονη πραγματικότητα και τους περίπλοκους ρόλους που μας έχουν ανατεθεί ή έχουμε αναλάβει από μόνοι μας. H υπερεκτίμηση του χρήματος, της εργασίας ή της οικογένειας ως πανάκεια για όλα τα προβλήματα της ζωής. Η ψευδαίσθηση ότι η επιτυχία σε αυτούς τους τομείς αποτελεί τη μόνη προϋπόθεση για αυτοπραγμάτωση, χωρίς την επίτευξη της αυτογνωσίας. Η παραμέληση της ψυχικής υγείας, μέσα από την αντικατάστασή της από την κοινώς αποδεκτή εκλαϊκευμένη ψυχολογία του ίντερνετ και της τοξικής θετικότητας. Οι δύσκολες δυναμικές σχέσεων και η δυσκολία έκφρασης και επικοινωνίας. Τα καταπιεστικά και μη ρεαλιστικά πρότυπα. Οι θεματικές αυτές, μαζί με μια ειλικρινή απεικόνιση των αξιών και των συνηθειών της γενιάς που περιγράφει, μετουσιώνει όντως σε υπαρξιακό θρίλερ, όπως έχει ήδη λεχθεί, αυτή την μίνι μαύρη κωμωδία.
Η σειρά “Beef” στέκεται άκρως σημαντική και χαρακτηριστική της εποχής. Είναι ένα παιδί του “Bojack Horseman” και του -δυστυχώς κομμένου- “Tuca & Bertie”, με έναν πολύ πιο συμπυκνωμένο και ρεαλιστικό τρόπο και γλώσσα TikTok, την παγκόσμια πλέον γλώσσα που πρέπει να μιλήσει κάθε δημιουργός, εάν θέλει να κερδίσει την προσοχή ενός μεγάλου κοινού. Μέσα σε 10 επεισόδια διάρκειας μισής ώρας, προλαβαίνει να εμβαθύνει στις πιο κρυφές πτυχές, όχι μόνο των δύο πρωταγωνιστών, αλλά και όλων των χαρακτήρων της πλοκής με έναν πραγματικά τόσο ακριβή τρόπο, που σοκάρει. Μαζί με μια τολμηρή αφηγηματική πρωτοπορία, εξαιρετικό cast, σύγχρονο και ωμό χιούμορ, εύστοχες μεταφορές κι ένα soundtrack που γδέρνει νοσταλγικά την ψυχή κάθε millennial, o Lee Sung Sin μας έδωσε μια μικρή ιστορία-ψυχοθεραπεία, εστιασμένη στη σκοτεινή πλευρά της αυτοαποδοχής. Αν αντέχετε, δείτε την.