Στις 27 Ιουνίου του 2023, ο ιδιαίτερα αγαπητός στο καλτ και μη κοινό ηθοποιός, Julian Sands, ανακοινώθηκε νεκρός. Έπειτα από την πολύμηνη εξαφάνισή του τον φετινό Ιανουάριο στο όρος του San Antonio, βρέθηκαν τελικά στοιχεία που επιβεβαιώνουν τον τραγικό του θάνατο. Ο Sands γεννήθηκε στην πόλη του Otley, στο Yorkshire. Φοίτησε στη Royal Central School of Speech and Drama και ξεκίνησε την πορεία της πολυετούς καριέρας του έως και τον θάνατό του στα λαμπερά 80’s. Η πρώτη του μεγάλη εμφάνιση ήταν στην αγγλική εφηβική κωμωδία, «Oxford Blues» με συμπρωταγωνιστή του τον Rob Lowe, ενώ την ίδια χρονιά υποδύθηκε τον Βρετανό δημοσιογράφο και συγγραφέα, John Swain στη βιογραφική ταινία, «The Killing Fields» για την οργάνωση των Ερυθρών Χμερ.
Ακολούθησαν δυνατές επιτυχίες για τον πρόσφατα εκλιπόντα ηθοποιό κατά την δεκαετία του ’80 και του ’90, με την διασημότερή του να ακούει στον τίτλο: «A Room with a View». Το 1985, ο James Ivory ανακαλύπτει έναν σχεδόν ποιητικό συνδυασμό στα πρόσωπα της εξαιρετικά νεαρής, Helena Bonham Carter και του Julian Sands, ενώ κάπου τότε ήταν που το όνομα του δεύτερου εκτοξεύθηκε στα ύψη δίπλα στις πρωταγωνιστικές προσδοκίες που έθεσε άμα τη εμφανίσει του. Η καριέρα του λύγισε πολλές φορές προς την πλευρά του horror («Warlock», «Gothic», «Arachnophobia») και χάρη στο επιβλητικό του παρουσιαστικό και το χλωμό, βαμπιρικό του δέρμα, ξεχώρισε δικαίως και στο γήπεδο του γοτθικού τρόμου. Δράματα εποχής, θρίλερ, δράση… Ο Julian Sands κατάφερε να κάνει τη διαφορά σε όλες του τις σινεματικές περιπέτειες και να αφήσει ανεξίτηλο το στίγμα του ανεξαρτήτου παραγωγής. Αέρινος και διαρκώς μπερδεμένος σε έναν δικό του κόσμο, μακριά από τα «καλούπια» του δικού μας και ταιριαστός και επίκαιρος σε όλες τις πιθανές εποχές στις οποίες λαμβάνουν χώρα οι ταινίες του. Παρακάτω θυμόμαστε μόνο μερικές από τις πιο αγαπητές του ερμηνείες. R.I.P. Julian Sands…
A Room with a View (1985)
Όλα ξεκίνησαν στην Φλωρεντία, την πόλη του ρομάντζου… Η δεσποινίδα Lucy Honeychurch (η Helena Bonham Carter στον παρθενικό της ρόλο) και η προστατευτική της ξαδέρφη, Charlotte (Maggie Smith), την ώρα του δείπνου στο ξενοδοχείο, εκφράζουν το παράπονό τους πως το δωμάτιό τους δεν βλέπει θέα. Δύο Άγγλοι επισκέπτες, ο κύριος Emerson και ο γιος του George (Julian Sands), ακούν την συζήτησή τους και προτείνουν στις κυρίες μια ανιδιοτελή ανταλλαγή προσφέροντάς τους το δικό τους δωμάτιο που τυχαίνει να έχει μια υπέροχη θέα. Κατά τα λεγόμενά τους, οι γυναίκες την εκτιμούν περισσότερο… Ο Sands ενσαρκώνει το ερωτικό ενδιαφέρον της Lucy, η οποία επηρεασμένη από το άρωμα Ιταλίας που από την αρχή του ταξιδιού της πρόλαβε να την ξεμυαλίσει, προσπαθεί για λίγο να αφεθεί στην μαγεία του ρομαντισμού και να ξεχάσει την ζωή της πίσω στην αγγλική εξοχή στην οποία όταν επιστρέψει την περιμένει στωικά ο υποψήφιος γαμπρός, Cecil (Daniel Day-Lewis), να την ζητήσει σε γάμο. Όμως η αέρινη ύπαρξη του George έχει κατακτήσει ολοκληρωτικά την καρδιά της και κόντρα πια στην λογική της, εμπλουτίζει την λίστα με τα επιχειρήματά της να μην υποκύψει στα συναισθήματά της λέγοντας ψέματα σε έναν έναν από την οικογένειά της και τελικά στον ίδιο της τον εαυτό. Ο James Ivory, σύμφωνα και με τον Sands, σκηνοθετεί ευαίσθητα, κομψά και απαλά σαν φτερό. Το «Room with a View» με ένα εκλεκτό cast και ανάλαφρο κι ενίοτε καυστικό χιούμορ, αποτελεί μια από τις καλύτερες και διασημότερες ερμηνείες του Julian Sands.
Naked Lunch (1991)
Το 1991, ο David Cronenberg αφιερώνει το δικό του «Naked Lunch» στο ομώνυμο μυθιστόρημα του William S. Burroughs στηριζόμενος στο βιβλίο, στο σύνολο των έργων του αλλά και στον ίδιο του τον συγγραφέα. Η ιστορία ακολουθεί τον William Lee (Peter Weller), έναν εξολοθρευτή εντόμων και βασανισμένο συγγραφέα βυθισμένο στους δαίμονες του εθισμού και της έμπνευσής του. Ο Lee βρίσκει την σύζυγο (Judy Davis) καθώς και τον εαυτό του εθισμένο στο φάρμακο που χρησιμοποιεί στη δουλειά του για τις κατσαρίδες όσο στην πορεία ανακαλύπτει αρκετούς χρήστες που αργοπεθαίνουν για χάρη του. Ύστερα από άλλο ένα βραδινό καφκικό τριπάρισμα, ο πρωταγωνιστής από λάθος σκοτώνει την γυναίκα του κι έπειτα καταφεύγει στη Διαζώνη (Interzone) όπου και τελεί αλλεπάλληλες προσπάθειες να ολοκληρώσει το ρεπορτάζ του. Στο σκοτεινό, τολμηρό, «body horror» φαντασίας των 90’s με γλυκές, νοσταλγικές γεύσεις από νουάρ, η κάμερα του Cronenberg «σκάβει» τόσο βαθιά όσο και η πένα του Burroughs, όμως η κυκλοφορία της ταινίας σε αντίθεση με το έργο του Αμερικανού συγγραφέα δεν εξαιρείται αυτή την φορά από την Αμερική. Στον ρόλο του ντελικάτου Ελβετού, Cloquet… Yves Cloquet ο αρμόδιος, Julian Sands. Ο Cloquet εμφανίζεται μυστηριωδώς στη ζωή του στο κεφάλαιο των περιπετειών του Lee στη Διαζώνη, στον τόπο «εξορίας» του. Ένας ευγενής ξένος με Ευρωπαϊκή αύρα, γοητευμένος από τον Lee και το πονηρού του χιούμορ.
Boxing Helena (1993)
Το σκηνοθετικό ντεμπούτο της κόρης του David Lynch, Jennifer, χάρισε στην νεαρή σκηνοθέτιδα το Χρυσό Βατόμουρο σκηνοθεσίας και στο δημιούργημά της, αιώνια καλτ φήμη. Παρ’ ότι το «Boxing Helena» δεν φημίζεται για την ποιότητά του, λαμβάνοντας εν γένει κακές κριτικές, ο ρόλος του Sands είναι αντικειμενικά ένας από τους πλέον σημαδιακούς του καθώς και εν μέρη ιστορικός για την συμβολή του στο ανεξάρτητο σινεμά. Ο Nick (Julian Sands) είναι ένας επιτυχημένος, οικονομικά άνετος χειρούργος με τραυματικά «mommy issues» που έπειτα από μια νύχτα με την Helena (Sherilyn Fenn) έχει αποκτήσει μια εμμονή προς το πρόσωπό της, αδυνατώντας να παραδεχτεί ότι εκείνη απλώς δεν τον γουστάρει. Έπειτα από μια προσπάθεια επανασύνδεσης, η Helena τραυματίζεται από ένα αυτοκίνητο έξω από το «φτωχικό» του και έκτοτε ο Nick την κρατάει όμηρο στην ιδιοκτησία του για να περιποιηθεί τις πληγές της. Η Helena σε αυτό το σημείο, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, έχει χάσει αρκετό αίμα, οπότε ο κεντρικός (αντι)ήρωας αναγκάζεται να ακρωτηριάσει και τα δύο της πόδια. Η Helena παρ’ ότι ανίκανη να πολεμήσει, αρνείται κατηγορηματικά να υποκύψει στα αμφιλεγόμενα συναισθήματα του Nick, ενώ το θρίλερ εξελίσσεται σε μια ατέρμονη ψυχική οδύνη που δεν έχει τελειωμό. Ο ρόλος του διαταραγμένου Nick ισούται με μια ακόμη πρόκληση για τον Βρετανό ηθοποιό που μοιάζει να «έπαιζε» στα δάχτυλα την εναλλαγή των ειδών στα έργα από τα οποία απαρτίζεται η εντυπωσιακή του φιλμογραφία αφήνοντας στους χαρακτήρες που υποδύθηκε πάντοτε και ένα κομμάτι του.
Gothic (1986)
Καλοκαίρι στη Villa Diodati, 1816. Η εμβληματική συγγραφέας που δημιούργησε το «Τέρας του Φρανκενστάιν», Mary Shelley (την οποία ενσαρκώνει η Natasha Richardson), ο σύντροφός της Percy (Julian Sands), η ετεροθαλής της αδερφή και ο Λόρδος Βύρων (Gabriel Byrne), συγκεντρώνονται στη βίλα του τελευταίου για την απόλυτη νύχτα τρόμου. Γνωστός για την φρενίτιδα που επικρατεί στο σύνολο των ταινιών του, ο Ken Russell, όπως επιβεβαίωσε και ο Julian Sands, προσφέρει μια απρόβλεπτη κούρσα σε roller coaster και η προσπάθεια να εμβαθύνεις στον κινηματογραφικό του κόσμο, φέρνει εκείνο συναίσθημα που έχεις λίγο πριν αποφασίσεις να δεις την ταινία τρόμου που έτρεμες τόσο καιρό να δεις. Η θέαση είναι αμφίβολη και οι παλμοί σου ανεβοκατεβαίνουν δραματικά και ασταμάτητα, με τις στιγμές ησυχίας να σε προετοιμάζουν πάντα για τα χειρότερα. Ο δε Sands, σε μια μόνιμη παράκρουση όπως και το λοιπές cast, απελευθερώνει όλη του την τρέλα και σε μια άκρως απολαυστική ερμηνεία, κάνοντας το κοινό του κυριολεκτικά να τον λατρέψει για την σουρεαλιστικά εκλεπτυσμένη του οπτική πάνω στην 7η τέχνη που έρχεται να «κουμπώσει» τέλεια σε εκείνη του Russell. Στο «Gothic», ο σκηνοθέτης αναδημιούργησε πολλάκις εικόνες Αναγέννησης και θα ήταν αδύνατο να παραλείψει την όψη του κατάξανθου ηθοποιού και να εκτιμήσει πως είναι ο κατάλληλος άνθρωπος για το εγχείρημά του. Απλώς εκτός από την εμφάνιση, ο Sands κατείχε και το πνεύμα, κάτι που δεν γοήτευσε μόνο τον Russell κατά την υποκριτική του διαδρομή…
Warlock (1989)
Για το φανατικό καλτ κοινό ίσως στο άκουσμα του ονόματος του Sands να έρχεται στο νου αυτομάτως εκείνο του… «Warlock»! Η σκοτεινή δύναμη του Κακού κυριεύει το σώμα ενός άντρα κατά τον 17ο αιώνα στην περιοχή της Βοστόνης. Αιώνες αργότερα ο μάγος Warlock (Julian Sands), αιχμάλωτος του Σατανά, προσγειώνεται στο σπίτι μιας νεαρής κοπέλας ονόματι Kassandra και του συγκατοίκου της και περιφέρεται ελεύθερος στον 20ο αιώνα της Καλιφόρνιας «ρουφώντας» την νιότη από τα θύματά του για να κρατηθεί ακέραιος καθώς και ορισμένα από τα μέλη τους, που θα του φανούν χρήσιμα για την συνέχεια της αποστολής του η οποία δεν είναι άλλη από την ολική καταστροφή του κόσμου. Πίσω του, ακολουθεί με εκδικητικές διαθέσεις ο κυνηγός μαγισσών, Redferne (Richard E. Grant), ταξιδεύοντας κι εκείνος από το ίδιο χρονικά τοποθετημένο παρελθόν για να πάρει το αίμα του πίσω για την δολοφονία της αγαπημένης του. Η Kassandra, καταραμένη να γερνάει ανά είκοσι χρόνια το 24ωρο -πράγμα που σημαίνει πως θα είναι νεκρή μέχρι το τέλος της εβδομάδας- με τη βοήθεια του Redferne και της πυξίδας του, ακολουθούν τα θολά χνάρια του Warlock ώσπου να πάρουν το προσωπικό αντικείμενο που εκλάπη από τα χέρια της Kassandra και να λύσουν τα μάγια. Σε στιλ «Highlander» ο μοχθηρός αντι-ήρωας Warlock, ίσως και ο πιο σικάτος «κακός» του σινεμά, ταξιδεύει απτόητος στον χωροχρόνο και αποδεκατίζει με στιλ όποιον του σταθεί εμπόδιο. Ένας γοητευτικός εξολοθρευτής από τα 90’s, με πλούσια κόμη και αγγλικό στόμφο, που θα μας μείνει αξέχαστος…