Τι είναι το πρώτο πράγμα που έρχεται στο μυαλό όταν σκεφτόμαστε για τον ελληνικό κινηματογράφο; Για πολλούς είναι οι κωμωδίες της Φίνος Φιλμ. Για άλλους είναι ο νέος ελληνικός κινηματογράφος του ’70, όπου σκηνοθέτες σαν τον Αγγελόπουλο γύρισαν την πλάτη στο εμπορικό και γύρισαν μερικά από τα πιο εμβληματικά έργα της εγχώριας παραγωγής. Ακόμα και το σύγχρονο “Weird Wave”, με κύριο εκπρόσωπο τον Λάνθιμο, είναι συνηθισμένη απάντηση. Σίγουρα όμως όταν σκεφτόμαστε ελληνικό κινηματογράφο, δεν μας έρχεται στο μυαλό μία ταινία με ζόμπι, με έντονα στοιχεία splatter και κωμωδίας. Κι όμως αυτό και ακριβώς κυκλοφόρησε το μακρινό 2005, με “Το Κακό” του Γιώργου Νούσια. Πρόκειται για ένα εξαιρετικά low budget, εξαιρετικά διασκεδαστικό ταξίδι στην γεμάτη με ζόμπι Αθήνα. Από την Σταδίου μέχρι την Καλλιθέα και από τα Πατήσια μέχρι την Ακρόπολη, παίρνουμε μέρος σε αυτό το ταξίδι όπου “Το Κακό” έχει κατακλύσει την πόλη.
Χαμηλός προϋπολογισμός, υψηλές φιλοδοξίες
“Το Κακό” ακολουθεί την γνωστή ιστορία της αποκάλυψης ζόμπι. Όταν μία ανασκαφή στην Ακρόπολη απελευθερώσει έναν αρχαίο ιό, ζόμπι θα κατακλύσουν γρήγορα την Αθήνα. Μέσα στο χάος, μία ομάδα επιζώντων θα παλέψει για την επιβίωση. Στο καστ των χαρακτήρων μας έχουμε τους συνήθεις υπόπτους. Τον μοναχικό και σκληροτράχυλο αρχηγό της ομάδας, με το σκοτεινό backstory. Το ανήλικο παιδάκι που έχασε τους γονείς του και δένεται με μία από τους επιζώντες. Την σκληρή και πολεμοχαρή γυναίκα. Ακόμα και τον τρελαμένο στρατιώτη που το χάνει. Είναι, ωστόσο, κλισέ που δουλεύουν στα κωμικά πλαίσια του φιλμ, και πλαισιώνονται από την ελληνική σκοπιά. Είναι ξεχωριστό όταν όλες οι αγαπημένες μας, πατροπαράδοτες βρισιές στολίζουν τα ζόμπι.

Σε επίπεδο παραγωγής, έχουμε μία κλασική περίπτωση guerilla filmmaking. Κοφτά και αλλόκοτα πλάνα που αποπροσανατολίζουν έρχονται και δένουν με τα φθηνά ειδικά εφέ. Προκειμένου να φαίνονται όσο λιγότερο τα ειδικά εφέ, ο Νούσσιας χρησιμοποίησε πολλά απότομα jumpcuts. Αυτά δημιουργούν μία αίσθηση ζαλάδας και χάους και δεν επιτρέπουν στον θεατή να εκλάβει εύκολα τα πλάνα. Σε χειρότερη μοίρα βρίσκεται ο ήχος, ιδιαίτερα στο πρώτο μισό. Φαίνεται να έχει ντουμπλαριστεί σχεδόν ολόκληρο το πρώτο μέρος, ενώ ο συγχρονισμός σε αρκετά σημεία είναι λάθος.
Αγάπη για το είδος
Κι όμως, μέσα σε όλες του τις αδυναμίες, “Το Κακό” είναι αποτέλεσμα συντελεστών με μεράκι και αγάπη για την τέχνη τους. Ένα πρώτο εγχείρημα σε άγνωστα μονοπάτια έγινε δυνατό χάρη σε αυτούς. Ηθοποιοί και συντελεστές φαίνονται να διασκεδάζουν στα γυρίσματα και αυτό περνάει και στην απόδοση τους. Όλα αυτά δίνουν μία ζόμπι εμπειρία σαν να την ζούμε με φίλους, με τυχόν επιπτώσεις να μην έχουν σημασία. Είναι μία ταινία παρεϊστικη που προσφέρει μία κωμική δόση ζωντανών-νεκρών στην Αθήνα.
Μία συνέχεια, με μεγαλύτερο μπάτζετ και πιο γνωστά πρόσωπα ακολούθησε το 2009 με τίτλο “Το Κακό: Στην εποχή των ηρωών”. Τεχνικά ανώτερο, δεν θα καταφέρει να πιάσει την “μαγεία” του πρώτου. Και οι δύο ταινίες προσφέρονται στα πλαίσια της συλλογής τρόμου στους συνδρομητές του Cinobo.
Trailer: