Πού χάθηκες, Μπερναντέτ; Αυτό φαίνεται ν’ αναρωτιέται ο Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ στην τελευταία ταινία του και κάλεσε την Κέιτ Μπλάνσετ, μπας και τη βρουν παρέα. Πέντε χρόνια μετά το συγκινητικό Boyhood και τρία μετά την ωδή στα 80s Everybody Wants Some!!!, ο Λινκλέιτερ “χτύπησε” ξανά το περασμένο καλοκαίρι μ’ ένα τρέιλερ που υποσχόταν πολλά. Λίγο το τρέιλερ, λίγο οι -γενικά- συμπαθητικές κριτικές του ομώνυμου βιβλίου της Μαρία Σέμπλε, ε δεν θέλαμε και πολύ για να ενθουσιαστούμε και να περιμένουμε με ανυπομονησία την ταινία. Δυστυχώς μείναμε τελικά λίγο – πολύ με τη χαρά στο χέρι. Το γιατί μπορείς να το δεις λίγες αράδες πιο κάτω (αν θες).
Η υπόθεση
Η Μπερναντέτ Φοξ είναι μια μητέρα που ζει με την έφηβη κόρη της Μπι (Έμμα Νέλσον) και τον άντρα της Έλτζιν (Μπίλι Κράνταπ) σ’ ένα ψιλοερειπωμένο σπίτι. Η ίδια φαίνεται να παλεύει να μην έχει πολλά πάρε – δώσε με τον κόσμο, όπως με τη γειτόνισσά της Όντρεϊ (Κρίστεν Γουίγκ), πράγμα που το καταφέρνει με επιτυχία, την ίδια ώρα που προσπαθεί (;) να αντιμετωπίσει τους δικούς της δαίμονες και να φτιάξει το σπίτι με όχι και τόση επιτυχία. Σκέψου“ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν” φάση. Σε κάποιο σημείο της ταινίας μαθαίνουμε ότι η Μπερναντέτ ήταν στα νιάτα της μια εξαιρετική αρχιτεκτόνισσα μ’ ένα μέλλον που διαγραφόταν λαμπρό μπροστά της. Μα καλά πού χάθηκες, Μπερναντέτ; Οι σχέσεις με την οικογένειά της δεν είναι και οι καλύτερες: δοκιμάζει τα όρια του Έλτζιν ενώ η κόρη της δεν μπορεί να συνδεθεί μαζί της (οκ, φταίει και η εφηβεία σ’ ένα βαθμό).
Κάπου εκεί, έχουν μια φοβερή ιδέα για να συνδεθούν κάπως σαν οικογένεια: να πάνε ένα ταξιδάκι στην Ανταρκτική. Ζήλεψα, δεν θα το κρύψω. Η Μπερναντέτ παθαίνει κρίση και μόνο στη σκέψη όσο πλησιάζουν οι μέρες. Τελικά καταλήγει να πάει. Μόνη της. Η κόρη της και ο άντρας της ψάχνουν τα ίχνη της. Βρε πού χάθηκες, Μπερναντέτ; Βέβαια, αν είχαν πάρει και ένα τηλέφωνο την Αγγελική τη Νικολούλη θα την είχαν βρει πολύ πιο γρήγορα. Και κάπου εκεί στα παγωμένα νερά της Ανταρκτικής, βλέπουν μια Μπερναντέτ που φαίνεται να έχει βρει και πάλι τη χαρά της δημιουργίας. Θα μπορούσες να πεις τέλος καλό, όλα καλά.
Τι μας έμαθε αυτό το ταξίδι
Φήμες λένε ότι δεν αρκεί να έχεις στα χέρια σου πολύ καλούς ηθοποιούς και μια ιστορία με ένα χ ενδιαφέρον. Και -ξέρεις τι;- έχουν βάση. Το απέδειξε άλλωστε και αυτή η ταινία. Αν και δεν έχω διαβάσει το βιβλίο, μπορώ να πω ότι το σενάριο του Λινκλέιτερ δεν έχει συνοχή. Άλλοτε ακροβατεί αναποφάσιστο ανάμεσα στην κωμωδία και το, ας πούμε, οικογενειακό δράμα, ενώ επιλέγει ένα ευκολοχώνευτο φινάλε. ΓΙΑΤΙ; Μια ταίνία δεν είναι μπέργκερ να φοβόμαστε μήπως μας κάτσει βαριά, σόρι. Επίσης, δυσκολεύομαι να καταλάβω τις σκηνοθετικές οδηγίες. Αν ο Ρίτσαρντ ορμήνεψε την Κέιτ να παίξει το ρόλο σαν μια γραφική, νευρωτική Αμερικανίδα νοικοκυρά που ενίοτε θυμίζει την Άννα Γουίντουρ της Vogue, όπως στη φωτογραφία παραπάνω, και άλλοτε κακέκτυπο γυναικείων χαρακτήρων σε ταινίες του Γούντι ‘Αλεν, έχει καλώς. Αν όχι, δεν ξέρω τι έφταιξε. Για να μην με πείτε κακιά, κρατάω τα τοπία της Ανταρκτικής (αν και ώρες – ώρες ήταν τόσο καλογυαλισμένα που νόμιζα ότι έβλεπα ντοκιμαντέρ του National Geographic) και τη σκηνή με το carpool sing along υπό το “Time After Time” της Σίντι Λόπερ (bring the 80s back λέμε). Εν ολίγοις, αυτή η απλά οκ ταινία με άφησε κι εμένα με την απορία: Πού χάθηκες, Μπερναντέτ (και Ρίτσαρντ);