Στην πρεμιέρα του All of Us Strangers, υπήρξε μία στιγμή προς το τέλος της ταινίας, όπου στην αίθουσα δεν ακουγόταν απολύτως τίποτα. Τη σιωπή έσπαγε μόνο το κλάμα όσων θεατών δεν ήταν πολύ σοκαρισμένοι για να αντιδράσουν έπειτα από αυτό που μόλις βίωσαν. Αυτή είναι και η βασική εμπειρία της ταινίας. Αν έπρεπε δηλαδή να τη συνοψίσουμε σε δύο μόνο φράσεις, αυτές θα ήταν σίγουρα, γροθιά στο στομάχι και βουτιά στο κενό, χωρίς να γνωρίζεις πότε το σώμα σου θα χτυπήσει το έδαφος. Όπως μία τέτοια προσγείωση είναι πάντα απότομη, έτσι ξαφνική είναι και η επαναφορά στην πραγματικότητα μετά το πέρας της συγκεκριμένης προβολής.
Για περίπου δύο ώρες ο Andrew Haigh μας καθιστά μάρτυρες μίας τρυφερής και συνάμα σπαρακτικής ιστορίας, την οποία παρακολουθούμε με κομμένη την ανάσα. Η ταινία ακολουθεί τον Adam (Andrew Scott), ένα μοναχικό σεναριογράφο, ο οποίος συναντά τυχαία τον γοητευτικό γείτονα του, Harry (Paul Mescal). Ο τελευταίος έρχεται να δώσει μία πνοή φρέσκου αέρα στη μέχρι τότε μονότονη ζωή του Adam. Παράλληλα με την εξέλιξη της σχέσης τους, βλέπουμε τον Adam να ‘επιστρέφει’ στο σπίτι όπου μεγάλωσε και να επισκέπτεται τους γονείς του, οι οποίοι πέθαναν όταν ο ίδιος ήταν παιδί. Από τα πρώτα λοιπόν λεπτά, αντιλαμβανόμαστε ότι το All of Us Strangers πρόκειται για μία αρκετά ιδιαίτερη ιστορία.
Παρόλο που η ταινία αρχίζει με αργούς ρυθμούς, στην πορεία καταφέρνει να διατηρήσει την αμέριστη προσοχή μας. Ένα από τα πλέον δυνατά της σημεία είναι σίγουρα η εξαιρετική χημεία ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές. Σε μία ιστορία όπως το All of Us Strangers, η οποία κινείται με γνώμονα τους χαρακτήρες και όχι τόσο πολύ την πλοκή, οι ανθρώπινες αλληλεπιδράσεις βρίσκονται αναμφίβολα στην καρδιά της ταινίας. Πράγματι, ο Andrew Scott και ο Paul Mescal αποτελούν τα πλέον κατάλληλα άτομα για να φέρουν στη ζωή τους συγκεκριμένους χαρακτήρες. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας βρίσκονται σε απόλυτο συγχρονισμό, συμπληρώνοντας ο ένας τον άλλο με τον πιο όμορφο τρόπο. Κάθε τους σκηνή αποτυπώνεται στο φακό με έναν τόσο ανεπιτήδευτο τρόπο, που μας κάνει να αισθανόμαστε σα να βρισκόμαστε στο ίδιο δωμάτιο με εκείνους.
Το ρομαντικό στοιχείο είναι έντονο από την αρχή μέχρι το τέλος της ταινίας. Βλέπουμε σκηνές τρυφερότητας και ερωτισμού ανάμεσα σε δύο άνδρες που βιώνουν κάτι εντελώς καινούργιο. Η αμοιβαία στοργή και το γνήσιο ενδιαφέρον που δείχνουν ο ένας στον άλλο μας υπενθυμίζουν το πόσο εύκολο είναι να ερωτευτείς, αν απλά αφήσεις τον εαυτό σου ελεύθερο. Όταν βρεθεί το κατάλληλο άτομο, ο έρωτας φαίνεται τόσο φυσικός όσο και η ίδια η αναπνοή. Δεν το σκεφτόμαστε, απλώς πράττουμε, σα να ήταν κάτι που κάναμε όλη μας τη ζωή. Τι πιο όμορφο από αυτό το συναίσθημα;
Πέραν του ερωτικού στοιχείου, το All of Us Strangers θίγει και ζητήματα όπως είναι η ταυτότητα. Η queer σεξουαλικότητα είναι μία από τις κινητήριες δυνάμεις της ταινίας, καθώς επιδρά και στη δυναμική της οικογένειας. Οι σχέσεις με τους γονείς είναι ούτως ή άλλως περίπλοκες, χωρίς να λάβουμε υπ’ όψιν μας ζητήματα σεξουαλικότητας. Ωστόσο, για αρκετά queer άτομα, οι οικογενειακές αλληλεπιδράσεις είναι το λιγότερο τεταμένες. Στη συγκεκριμένη όμως περίπτωση, στο επίκεντρο δε βρίσκεται αποκλειστικά η αποδοχή του Adam από τους γονείς του, αλλά γενικότερα η μεταξύ τους σχέση. Πάνω απ’ όλα, η ταινία πραγματεύεται το πένθος και τον τρόπο διαχείρισης της απώλειας.
Ο ίδιος ο Adam επιστρέφει στο παρελθόν, επιθυμώντας να ξαναχτίσει ή πιο σωστά να ‘πιάσει’ τη σχέση με τους γονείς του από εκεί όπου την άφησαν όταν εκείνοι πέθαναν. Μέσα από αυτές τις ‘επισκέψεις’ προσπαθεί να αναπληρώσει το χαμένο χρόνο, δίνοντας την ευκαιρία στον εαυτό του και στους γονείς του να γνωριστούν εκ νέου. Η άρνησή του να προχωρήσει με τη ζωή του και η έντονη προσκόλληση σε μία πραγματικότητα που δεν υπάρχει, -ούτε πρόκειται ποτέ να υπάρξει-, μαρτυρά τη βαθιά ανθρώπινη παρόρμηση να πιαστούμε από οτιδήποτε μας αποτρέπει να νιώσουμε τον αβάσταχτο πόνο της απώλειας. Για τον Adam λοιπόν, αυτές οι νοερές ‘επισκέψεις’ αποτελούν μία μορφή διαφυγής και ταυτόχρονα διαχείρισης της απώλειας.
Ενδιαφέρον προκαλεί το γεγονός, ότι ακόμα και μέσα στο μυαλό του, ο Adam δεν επιχειρεί να χτίσει μία τέλεια εικόνα των γονιών του, όπως τα περισσότερα από εμάς κάνουμε. Αντίθετα, επιλέγει -συνειδητά ή ασυνείδητα-, να τους απεικονίσει στις πραγματικές τους διαστάσεις. Έτσι, ακόμα και η νοερή τους απεικόνιση χαρακτηρίζεται από ατέλειες και λάθη, τις συνέπειες των οποίων επωμίζεται ο ίδιος, ακόμα και ως ενήλικας. Ίσως οι σκηνές αυτές αποτελούν απόδειξη, ότι κανένας από εμάς δε μπορεί να ξεφύγει πραγματικά από τους γονείς του. Όπου και να πάμε, όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα τους κουβαλάμε πάντα μέσα μας. Είτε βρίσκονται εν ζωή είτε όχι, εξακολουθούν να μας στοιχειώνουν. Κάτι τέτοιο μπορεί να αποτελέσει ταυτόχρονα ευχή και κατάρα.
Αυτό ακριβώς ισχύει και στην περίπτωση του Adam. Ο ίδιος έχασε τους γονείς του σε μία πολύ τρυφερή ηλικία, οπότε αυτό που τον στοιχειώνει είναι και η απότομη διακοπή της σχέσης τους. Είναι λοιπόν αναγκασμένος να ζήσει για πάντα με αυτή την αίσθηση του ανεκπλήρωτου, βασανιζόμενος από το “τι και αν τα πράγματα είχαν εξελιχθεί διαφορετικά;”. Στην προσπάθειά του να βρει την απάντηση σε αυτό το ερώτημα και να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα σε εκείνον και τους γονείς του, αποφασίζει να επιστρέψει στο παλιό του σπίτι. Δεν έχει σημασία αν η επιστροφή αυτή λαμβάνει χώρα μέσα στο μυαλό του. Ένας άνθρωπος που εξακολουθεί να βασανίζεται από το πένθος, χρησιμοποιεί οποιοδήποτε μέσο μπορεί να απαλύνει, έστω και για λίγο, τον πόνο που αισθάνεται.
Όσα από εμάς έχουμε χάσει αγαπημένα πρόσωπα, μπορούμε να κατανοήσουμε τον αφόρητο πόνο της απώλειας. Το ανθρώπινο μυαλό αδυνατεί να αποδεχτεί ότι κάποιος που αγαπάμε παύει ξαφνικά να υπάρχει. Για τον λόγο αυτό κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας, προκειμένου να τον κρατήσουμε ζωντανό όσο περισσότερο μπορούμε. Κλαίμε, πενθούμε, και παλεύουμε να μην ξεχάσουμε. Γιατί στο τέλος της ημέρας, δεν είναι το πένθος η μεγαλύτερη απόδειξη της αγάπης μας για κάποιον άλλο άνθρωπο; Το γεγονός ότι η παρουσία του εξακολουθεί να είναι αισθητή, ακόμα κι αν ο ίδιος δε βρίσκεται πια εδώ, δε μαρτυρά τη μετά θάνατον επιβίωση της αγάπης; Θεωρώ ότι οι απαντήσεις περιττεύουν.
Δεν έχει σημασία πόσα χρόνια έχουν περάσει από το θάνατο των αγαπημένων μας. Εμείς συνεχίζουμε να τους κουβαλάμε μαζί μας όπου κι αν πάμε. Από ένα σημείο και μετά, η λύπη που αισθανόμαστε λόγω της απώλειάς τους μαθαίνει να συνυπάρχει με τη χαρά που νιώσαμε μόνο και μόνο επειδή ήμασταν αρκετά τυχερά ώστε να τους γνωρίσουμε. Το δυσάρεστο συναίσθημα δε διαρκεί για πάντα. Σε βάθος χρόνου αλλάζει μορφή, επιτρέποντάς μας να προχωρήσουμε με τη ζωή μας, χωρίς παράλληλα να ξεχάσουμε αυτούς που αγαπάμε. Διότι στο κάτω κάτω της γραφής, το πένθος δεν είναι παρά η επιμονή της αγάπης να συνεχίσει να υπάρχει.
Παρόλο που το All of Us Strangers και ο ίδιος ο Andrew Scott αγνοήθηκαν από τα φετινά Oscars, η ταινία αυτή καθεαυτή κατέχει αναμφίβολα ξεχωριστή θέση στις καρδιές πολλών ανθρώπων. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι δεν εντοπίζονται ορισμένα ψεγάδια. Ακόμα κι έτσι όμως, εξακολουθεί να αποτελεί μία εξαιρετική προσθήκη στο μοντέρνο queer κινηματογράφο. Για αυτό πάρτε τα χαρτομάντηλά σας, πιάστε το χέρι των αγαπημένων μας και τρέξτε στο πιο κοντινό σας σινεμά.