Το Passages είναι η καινούργια ταινία του Ira Sachs, η οποία προβλήθηκε στο 64ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης τον περασμένο Νοέμβριο. Η αρχή της ταινίας μας τοποθετεί στο πάρτι που γίνεται με αφορμή την ολοκλήρωση των γυρισμάτων της νέας ταινίας ενός σκηνοθέτη, του Tomas (Franz Rogowski). Εκεί, ο Tomas γνωρίζει την Agathe (Adele Exarchopoulos), με την οποία καταλήγει να περάσει τη νύχτα, απατώντας το σύζυγό του, Martin (Ben Whishaw). Το επόμενο πρωί γυρίζει σπίτι και αποκαλύπτει την απιστία του στον Martin, κυριευμένος από ενθουσιασμό και την επιθυμία να το συζητήσουν. Ο Martin όμως δεν είχε την αντίδραση που προσδοκούσε ο Tomas, και το όλο ζήτημα μένει για την ώρα μετέωρο. Από αυτή τη στιγμή και έπειτα, ακολουθούμε τους πρωταγωνιστές καθώς μπλέκονται σε ένα καταστροφικό ερωτικό τρίγωνο, το οποίο δε μπορεί να έχει παρά μόνο μία κατάληξη.
Το στοιχείο που καθιστά το Passages μία τόσο ιδιαίτερη ταινία είναι το ότι κινείται με γνώμονα τους χαρακτήρες και όχι μία σαφώς ορισμένη πλοκή. Πιο συγκεκριμένα, στο επίκεντρο βρίσκεται ο Tomas. Βλέπουμε δηλαδή την ιστορία κυρίως μέσα από τη δική του οπτική. Τόσο ο Martin όσο και η Agathe περιστρέφονται σταθερά γύρω από αυτόν, και κάθε τους πράξη έχει ως σημείο αναφοράς εκείνον. Κάτι τέτοιο έχει άμεση συνάφεια με το χαρακτήρα του, εφόσον ο Tomas πρόκειται για έναν εξαιρετικά εγωκεντρικό άνθρωπο. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας τον βλέπουμε να κάνει το ένα λάθος μετά το άλλο, πληγώνοντας τα άτομα που αγαπά στην πορεία. Όντας παρορμητικός, ενδίδει στις ξαφνικές επιθυμίες που τον διακατέχουν, χωρίς να κάνει ένα βήμα πίσω και να αναλογιστεί τις συνέπειες των πράξεών του.
Είναι ασταθής και απερίσκεπτος, γνωρίσματα που τον καθιστούν αφερέγγυο στις ερωτικές του σχέσεις. Αυτό καθίσταται φανερό και από το γεγονός ότι αποφασίζει να διαλύσει το γάμο του για ένα καπρίτσιο, κατηγορώντας παράλληλα τον Martin για το ‘τέλμα’ στο οποίο έχει περιέλθει η σχέση τους. Ακόμα κι έτσι όμως, ο εγωισμός του δεν του επιτρέπει να αφήσει τον Martin να φύγει ολοκληρωτικά. Παρόλο που φαινομενικά είναι χαρούμενος με την Agathe, δε διστάζει να τον προσεγγίσει εκ νέου, απαιτώντας την προσοχή και την αγάπη του, σαν αναφαίρετα δικαιώματα. Η έντονη σιγουριά ότι ο Martin θα ανταποκριθεί γυρνώντας κοντά του, αποτελεί μία ακόμη ένδειξη του ναρκισσισμού του Tomas. Μάλιστα, ο εγωκεντρισμός του είναι τέτοιος που τον καθιστά αφελή. Θεωρεί τα άτομα που αγαπά δεδομένα και του φαίνεται αδιανόητο να μην είναι ‘διαθέσιμα’ όποτε εκείνος θελήσει.
Ο Tomas αποτελεί έναν αρκετά ιδιαίτερο χαρακτήρα. Είναι ο άνθρωπος τον οποίο θες να αρπάξεις από τους ώμους, να τον ταρακουνήσεις δυνατά και να του πεις να σταματήσει να κάνει όλες τις λάθος επιλογές. Μία τέτοια αντίδραση είναι απολύτως λογική. Άλλωστε, ποιο από εμάς μπορεί να διανοηθεί πως ένας άνθρωπος πληγώνει τόσο πολύ τα άτομα που υποτίθεται ότι αγαπά; Την ίδια όμως στιγμή αυτό αποτελεί και μία άμυνα, η οποία ενεργοποιείται όταν ερχόμαστε αντιμέτωπα με κάτι οικείο. Σταδιακά, συνειδητοποιούμε ότι όλα γνωρίζουμε τον Tomas. O Tomas είναι ο καλύτερός μας φίλος, η σχέση μας ή ακόμα και ο ίδιος μας ο εαυτός. Για αυτόν ακριβώς το λόγο μας εκνευρίζει τόσο πολύ. Σε αυτόν βλέπουμε άκρως ανθρώπινα χαρακτηριστικά, ‘καλά’ και ‘κακά’ συγχρόνως, τα οποία συνυπάρχουν, όπως συμβαίνει και με όλους μας. Αυτό όμως δεν είναι κάτι που αποδεχόμαστε εύκολα, ανεξάρτητα από το πόσο συχνά το συναντάμε.
Η συνειδητοποίηση ότι ένας άνθρωπος με τόσο δυνατά συναισθήματα, είναι συγχρόνως ικανός να προκαλέσει τόσο μεγάλο πόνο στους άλλους ποτέ δεν αποτυγχάνει να μας σοκάρει. Μας φαίνεται τελείως παράλογο, δημιουργώντας ένα ‘ρήγμα’ στην πραγματικότητά μας. Ταυτόχρονα όμως, μας βοηθάει να ξεπεράσουμε το μανιχαϊστικό τρόπο με τον οποίο πολλές φορές κρίνουμε τους ανθρώπους, υπενθυμίζοντάς μας την πολυπλοκότητά τους. Κάτι τέτοιο δε συνεπάγεται φυσικά τη δικαιολόγηση, πόσο μάλλον συγχώρεσή τους, αλλά μια πιο βαθιά κατανόηση του ψυχισμού τους.
Όσον αφορά τώρα τον Tomas, σε μεγάλο βαθμό η εγωιστική του συμπεριφορά πηγάζει από το φόβο του να μη μείνει μόνος. Κατά τη διάρκεια της ταινίας καθίσταται όλο και πιο φανερό, ότι πρόκειται για έναν άνθρωπο ο οποίος κυριολεκτικά δεν ξέρει πώς να υπάρξει αν δεν έχει κάποιον στο πλευρό του. Ο φόβος της μοναξιάς και η έντονη επιθυμία του για αγάπη και οικειότητα τον οδηγούν στο να παίρνει τη μία λάθος απόφαση μετά την άλλη, αδιαφορώντας για το ποιοι πληγώνονται στην πορεία. Συγχρόνως, ο Tomas πιστεύει -αφελώς-, ότι είναι δυνατόν να τα έχει όλα. Νομίζει πως έχει βρει την καλύτερη λύση, προκειμένου να είναι η ζωή του όπως ακριβώς θέλει, χωρίς όμως να υπολογίζει τις επιθυμίες των άλλων.
Έτσι, ο Martin και η Agathe είναι σα να βρίσκονται στο παρασκήνιο. Τον πρωταγωνιστικό ρόλο τον έχει ο Tomas, και οι δυο τους ‘χορεύουν’ στο δικό του ρυθμό. Πολλές φορές είναι δύσκολο να καταλάβουμε πώς ακριβώς νιώθουν και τι σκέφτονται, εφόσον σπάνια τους βλέπουμε μόνους. Αντίθετα, τους γνωρίζουμε κυρίως μέσα από τη δυναμική τους με τον Tomas. Από τη μία πλευρά, κάτι τέτοιο θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μία αδυναμία της ταινίας να εμβαθύνει περισσότερο στους συγκεκριμένους χαρακτήρες. Από την άλλη όμως, αποτελεί και την επιθυμία του Ira Sachs να μας επισημάνει ότι έχουμε να κάνουμε με έναν πλήρως εγωκεντρικό πρωταγωνιστή. Πράγματι, όπως και στο μυαλό του Tomas, έτσι και στην ταινία, οι πάντες περιστρέφονται γύρω από τον ίδιο.
Το Passages απεικονίζει με υπέροχο τρόπο την πολυπλοκότητα των ερωτικών σχέσεων, χωρίς να στέκεται απαραίτητα στην αμιγώς ρομαντική πλευρά. Αντίθετα, μας δείχνει τρεις ανθρώπους, οι οποίοι βρίσκονται σε μία ‘άτυπη’ πολυγαμική σχέση, βουτηγμένη στην πικρία, τη δυστυχία και τα καταπιεσμένα συναισθήματα. Μας δείχνει, ότι η βαθιά επιθυμία κάποιου να αγαπήσει και να αγαπηθεί, πολλές φορές δεν καταφέρνει να υπερνικήσει τις εγωιστικές και αυτοκαταστροφικές του τάσεις. Ακόμα κι έτσι όμως, είναι στο χέρι των χαρακτήρων μας να προσπαθήσουν να ξεφύγουν από μία τέτοια κατάσταση, ακόμα κι αν αυτό τους προκαλεί πόνο.
Στο τέλος της ημέρας, τόσο ο Martin όσο και η Agathe, πρέπει να σκεφτούν αν θα ένιωθαν λιγότερο δυστυχισμένοι μακριά από τον Tomas, απ’ όσο νιώθουν όταν είναι μαζί του.