Χθες, στις 13 Σεπτεμβρίου του 2022, έφυγε από την ζωή ο Jean-Luc Godard σε ηλικία 91 ετών. Ένας σκηνοθέτης κόλαφος, κόντρα σε όλους και σε όλα με καταλυτική παρουσία για τα δεδομένα της έκφρασης, σε οποιαδήποτε μορφή κι αν παρουσιάζεται αυτή. Ένας δημιουργός που από τις πρώιμες εμπλοκές του στον χώρο του σινεμά ως μέλος των κριτικών του Cahiers du Cinema έδειξε με κάθε κόστος την δυσαρέσκειά του ως προς τα “κουτάκια”. Δεν είναι δυνατόν ένα τόσο διαδεδομένο μέσο που θέλει να λέει πως αποτελεί ισάξιο κομμάτι της τέχνης με όλα τα υπόλοιπα όπως ο κινηματογράφος, να περιλαμβάνει τόσα “πρέπει” δίχως χώρο για πειραματισμούς και καινοτομίες. Από την αρχή της δεκαετίας του ’60, πλάι σε άλλους πολυσήμαντους συναδέλφους του που καρπώνονται την πλάση του γαλλικού νέου κύματος του κινηματογράφου, nouvelle vague, ξεκίνησε το πολυετές έργο του, με την πρώτη του ταινία «À bout de souffle» (1960) να αλλάζει ριζικά την διαδρομή του παγκόσμιου κινηματογράφου.
Παντοτινά μοντέρνος και επίκαιρος αλλά και επιρρεπής στις διττές κριτικές των εγχειρημάτων του, ο Jean-Luc Godard έφτιαξε έναν νέο κόσμο, ένα νέο δικό του κίνημα μέσα στη nouvelle vague και χαρακτήρες που δεν θα περνούσαν υπό την «αιγίδα» κανενός άλλου μαέστρου. Χαρακτήρες απαξιωτικοί, μονίμως εσώκλειστοι στο επαναστατικό τους παραλήρημα, σκεπτόμενοι πως θα αλλάξουν τον κόσμο αμπελοφιλοσοφώντας με ένα τσιγάρο στο στόμα. Το απύθμενο χάος που διακρίνει κανείς αν κοιτάξει βαθιά μέσα στα μάτια των πρωταγωνιστών του, δεν μοιάζει να ήταν τίποτα παρά οι δικές του καλλιτεχνικές και υπαρξιακές ανησυχίες που πάντα με στιλ και τόλμη κατάφερναν να απεγκλωβιστούν και να αποτυπωθούν στο πανί. Με αφορμή την ξαφνική του απώλεια, παρακάτω θυμόμαστε μερικές από τις πιο αγαπημένες περιπέτειες της σημαδιακής για εκείνον δεκαετία του ’60, όταν μας δίδαξε το τι εστί Jean-Luc Godard.
«À bout de souffle» («Με κομμένη την ανάσα»), 1960′
Συνιδρυτής της καινοτόμας φρενίτιδας που επέφερε η φουρτούνα της nouvelle vague στον γαλλικό κινηματογράφο της δεκαετίας του ’60, μαζί με τον Resnais και τον Truffaut που έκαναν την αρχή και μεταξύ άλλων αμέσως μετά, ο Jean Luc-Godard είδε κάπου τον εαυτό του μέσα σε αυτή την νέα τάση και δημιούργησε την πρώτη του ταινία καθώς και μια εκ των μεγαλύτερων επιτυχιών του, το «À bout de souffle» (“Με κομμένη την ανάσα“) το 1960. Ένας νεαρός ζεν πρεμιέ (Jean-Paul Belmondo) κλέβει ένα αυτοκίνητο, ένα όπλο και ένα κορίτσι και διασχίζει την Μασσαλία προς το Παρίσι. Συνεπαρμένος από το αμερικάνικο όνειρο, τις αστυνομικές ταινίες και τους νουάρ χαρακτήρες που τόσο λατρεύει να μιμείται, αποφασίζει να το ζήσει, αναδημιουργώντας με την νέα του παρέα από τα παλιά (Jean Seberg), το δίδυμο “Bonnie και Clyde” αλά Γαλλικά. Μια ωδή στον νουάρ κινηματογράφο, μια ταινία που από την εμφάνισή της κι έπειτα αποκτά σταδιακά την δική της σημαντικότητα, αφημένη πια στις μυριάδες αναλύσεων, κριτικών και σπουδών που έχει επηρεάσει ανά τα χρόνια να ζωντανεύουν την ύπαρξή της ακόμη και μετά από τόσα χρόνια μετά την πρώτη της κυκλοφορία. Ένα έργο “σταθμός” και για την μετέπειτα φιλμογραφία του τότε πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη της αλλά και κατ’ επέκταση για την ιστορία του παγκόσμιου σινεμά.
«Vivre sa vie» («Ζούσε τη ζωή της»), 1962
Μετά και την παρθενική τους συνεργασία την προηγούμενη χρονιά, ο Godard έχει πλέον πείσει την πολυπόθητη πρωταγωνίστριά του να καταστεί ολοκληρωτικά μούσα του (και επαγγελματικά και στην ζωή). Στο «Vivre sa vie» η Anna Karina ενσαρκώνει την Nana, μια
μητέρα που μια ωραία πρωία παίρνει την απόφαση να αφήσει πίσω το παιδί και τον άντρα της μαζί με την υποτονική για εκείνη ζωή που αυτοί μπορούν να της προσφέρουν, ώστε να ακολουθήσει το όνειρό της και να γίνει σταρ του σινεμά. Μετά από απανωτές “τρικλοποδιές” στον χώρο της υποκριτικής, η πρωταγωνίστρια πέφτει στα δίχτυα της πορνείας και ταξιδεύει σαν μπαλάκι του πινκ-πονκ στα χέρια του εκάστοτε “αγοραστή” της. Την πολυτάραχη ζωή της, μας αφηγείται ένας αριθμός μικρών ντοικιμαντερίστικων “επεισοδίων” από αποσπάσματα της καθημερινότητάς της. Μια απλή ζωή σαν όλες τις άλλες θα έλεγε κανείς, ίσως με ορισμένες αναποδιές παραπάνω. Το αριστουργηματικό δράμα του Godard, κερδίζει θριαμβευτική αναγνωρισιμότητα, αξιοσημείωτες κριτικές και η Anna Karina, γίνεται πλέον το απόλυτο σύμβολο της nouvelle vague με αυτή τους την συνεργασία με τον σκηνοθέτη να χτίζει λιθαράκι λιθαράκι και την δική της ιστορία στον χώρο.
«Le Mépris» («Η Περιφρόνηση»), 1963
O Paul (Michel Piccoli) αναλαμβάνει το σενάριο για την «Οδύσσεια» του Fritz Lang ενώ ταυτόχρονα ξεκινά και η δική του προσωπική “οδύσσεια”. Κατά την διάρκεια των γυρισμάτων ο γάμος του με την Camille (Brigitte Bardot) καταρρέει. Εκείνη περνά περισσότερο χρόνο με τον παραγωγό της ταινίας από ότι με τον σύζυγό της, κι εκείνος, περιφέρεται ανέμελος και διασκορπισμένος κάπου ανάμεσα στην μυθοπλασία και την πραγματικότητα. Ταινίες, μυθολογία, φιλοσοφίες, σπινθηροβόλοι διαξιφισμοί, δυο πάντοτε ετοιμόλογοι χαρακτήρες, ένας ογκόλιθος του εξπρεσιονισμού και μια διαρκής λούπα παρεξηγήσεων στην διαδρομή προς την απόλυτη αυτοκαταστροφή. Βασισμένο στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Alberto Moravia, το πικρό «Mépris», που αφήνει έντονη αυτή του την γεύση από την αρχή έως και το τέλος του, αναβλύζει χρώμα σε αντίστιξη με την ιστορία που αφηγείται. Μόλις τρία χρόνια μετά την πρώτη του ταινία, ο Godard εδώ προτείνει κάτι ακόμη πιο φρέσκο, εκτυφλωτικά λαμπερό όπως και η απροσδόκητη χημεία του Piccoli και της Bardot, ενώ την ίδια στιγμή συναισθηματικά κανιβαλιστικό, μια ενδότερη και διαφορετική όψη της προδοσίας.
«Alphaville», 1965
Ένας μυστικός πράκτορας από τις Η.Π.Α. στέλνεται στην διαστημική πόλη «Alphaville» με σκοπό να βρει έναν απόντα, ενώ παράλληλα να απελευθερώσει την πόλη από τον αδυσώπητο τύραννο που την κυβερνά. Ο Godard, επηρεασμένος από την ανεξάντλητη αγάπη του για το νουάρ σινεμά, περισυλλέγει το συγγραφικό του ταλέντο και την εφυία του, η οποία ίσως και για πρώτη φορά ξεδιπλώνεται τόσο εντυπωσιακά, με πρωταγωνιστές τον σκληρό Eddie Constantine, σε έναν διόλου κόντρα ρόλο για εκείνον (δημιουργίας του λογοτεχνικού συγγραφέα Peter Cheyney) και την Anna Karina, η οποία εδώ αναγνωρίζεται ως διαχρονικό style icon, και δημιουργεί το απόλυτο, βραβευμένο με Χρυσή Άρκτο, δυστοπικό νουάρ. Κατηγορηματικά το sci-fi δεν υπήρξε ξανά τόσο σικ μέχρι τώρα όπως εδώ. Ενώ οι κριτικές για το σύνολο των ταινιών του Godard κατά έναν τρόπο παραμένουν έως και σήμερα αμφίσημες, το υπαρξιακό «Alphaville» “σάρωσε” επαίνους από κριτικούς του κινηματογράφου και αναφέρεται ακόμη έκτοτε σε έναν σημαντικό αριθμό έργων, όλων των ειδών της τέχνης. Και κάπου εδώ το 1965, δύναται να ειπωθεί πως οι αμπελοφιλοσοφίες του Godard, βρίσκουν επιτέλους πανανθρώπινο νόημα.
«Made in U.S.A.», 1966
Μια γοητευτική επαναστάτρια, μια αυθεντική femme fatale, στον δρόμο της για να συναντήσει τον αγαπημένο της, μαθαίνει πως είναι νεκρός. Κινούμενη στου “λύκου τα δόντια”, δεν αργεί να πάρει την υπόθεση στα χέρια της και να πολεμήσει μόνη της απέναντι στα “θηρία” του υποκόσμου, με όπλο τον αήττητο δυναμισμό της. Στο «Made in U.S.A.» ο Godard είναι πλέον ελεύθερος να παίξει με τα χρώματα, να κάνει αυτό που του αρέσει όπως του αρέσει, να ξετυλίξει το ιδιάζον χιούμορ του αλλά δυστυχώς και να αποχαιρετήσει την αγαπημένη του πρωταγωνίστρια, η οποία μας παραχωρεί την εκθαμβωτική της παρουσία για τελευταία φορά στις ταινίες του θεότρελου σκηνοθέτη. Πολιτική σάτιρα, μαύρη κωμωδία, ποπ χρώματα και αναρχία. Η απόλυτη αναρχία. Δομημένη ωστόσο “ορθότερα” από ποτέ άλλοτε. Βλέμματα που μιλούν από μόνα τους, επιβλητικά κοντινά στα υπνωτιστικά μάτια της Karina που μόλις αρχίζει να στήνει μεθοδικά το ιδανικό πλάνο αναζήτησης της δικαιοσύνης και κάπου στο βάθος η Marianne Faithful τραγουδά το «As Tears Go By», όσο ο Godard ετοιμάζει καθένα από τα κάδρα ξεχωριστά σαν να ετοίμαζε έργο τέχνης.