Αυτήν την εβδομάδα θα κινηθούμε σε ατμόσφαιρα δυσοίωνη και ερεβώδη, αλλά μην τρομάζετε. Όπως όλοι ξέρουμε, όταν στον κινηματογράφο αυτό συμβαίνει επιτυχημένα, μιλάμε για εξαίσιες δημιουργίες και μια τέτοια θα μας απασχολήσει… Δεν είναι ακριβώς κλασσική, δεν είναι εντελώς αυτό που κάποιοι αποκαλούν cult. Είναι ένα κομμάτι από ένα αξιόλογο ψηφιδωτό ταινιών, και τι κομμάτι… Το πρώτο πρώτο!
Πρώτη αφορμή για την επιλογή αυτής της ταινίας αποτέλεσε η πολύ πρόσφατη «αναπαλαιωμένη» κυκλοφορία της, με προηγμένο format και πολλά ενδιαφέροντα features. Όσοι θέλουν να το ψάξουν περισσότερο, μπορούν να ξεκινήσουν από εδώ: www.indiewire.com/2016/09/blood-simple-criterion-collection-video-essay-coen-brothers-1201728338/
Δεύτερη αφορμή, το ότι χαριτωμένα ο αρχισυντάκτης μας των κινηματογραφικών θεμάτων αποκαλεί τη συντακτική ομάδα «cinαιμα»…
Εφιάλτες έχουμε δει όλοι και όλοι ανεξαιρέτως γνωρίζουμε καλά εκείνο το αίσθημα: κομμένη ανάσα και μετά ανακούφιση αναζωογονητική… Όχι, η ταινία δεν αφηγείται το κακό όνειρο κάποιου εκ των ηρώων της. Όχι σε κατάσταση ύπνου τουλάχιστον. Φτιάχτηκε προφανώς για να λειτουργεί η ίδια ως προσομοίωση εφιάλτη… Οι εφιάλτες διαρκούν συνήθως λίγα δευτερόλεπτα, ο συγκεκριμένος ενενήντα έξι βαρβάτα λεπτά. Και πριν τον ξεσκονίσουμε, τιμής ένεκεν, ας κρατήσουμε λίγο σασπένς με μια ανέμελη, σύντομη και γενική αναφορά στους δημιουργούς.
To ανυπέρβλητο σινεμά των αδελφών Κοέν τυγχάνει λαμπρής φήμης ανά τον κόσμο με το κοινό της χώρας μας να μην αποτελεί εξαίρεση. Ενδεικτικά, στις λίστες των ταινιών που έχουν λατρευτεί εντός της επικράτειας, φιγουράρει πάντα ο Μεγάλος Λεμπόφσκι (The Big Lebowski, 1998) . Πολλοί τους μυρίστηκαν από νωρίς, με το φοβερό Raising Arisona (1987). Ακολούθησαν πολλά διαμάντια, αλλά στη συνείδηση του ευρύτερου κοινού καθιερώθηκαν ως μεγάλοι μάστορες το 1996, όταν έκαναν τη διαφορά ανάμεσα στις οσκαρικές ταινίες, με το δαιδαλώδες Fargo. Οι νεότεροι τους αγάπησαν με το αριστουργηματικό Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους (No country for old men, 2007)… Στο σύνολό της η φιλμογραφία τους είναι ένας θησαυρός. Οι πιστοί Κοενόφιλοι (και είναι αρκετοί) έχουν διαπιστώσει πως αυτό το μεγαλειώδες σινεμά είχε κάποτε πρωτοσυστηθεί στο κοινό με ένα αντάξια μεγαλειώδες ντεμπούτο… Και ο τίτλος αυτού: Μόνο Αίμα (Blood Simple, 1984). Όπως λέμε: Μόνο Ποιότητα.
Μόνο ποιότητα στις καλοζυγισμένες ερμηνείες, στα μελετημένα πλάνα, στο ιδιοφυές χτίσιμο της πλοκής, στο προσεγμένο μοντάζ, στην εύστοχη μουσική, στη νουάρ ατμόσφαιρα… Oι αδελφοί Κοέν δεν είχαν μεγάλο budget στη διάθεσή τους για αυτήν την πρώτη τους ταινία και απέδειξαν περίτρανα ότι δε χρειάζονταν μεγαλύτερο. Είχαν δυνατότερα χαρτιά: αφοσίωση, σκληρή δουλειά και άπειρο ταλέντο.
Ο τίτλος προκύπτει από την έκφραση “blood simple” που είναι παρμένη από το μυθιστόρημα Ο κόκκινος θερισμός (Red Harvest, 1929) του Hammett Dashiell, και χρησιμοποιείται για να αποδώσει ως έννοια την κατάσταση τρόμου και σύγχυσης στην οποία βρίσκεται κάποιος αφότου έχει βιώσει συνθήκες παρατεταμένης βίας. Το ίδιο βιβλίο αποτέλεσε έμπνευση ώστε τα αδέλφια Κοέν να γυρίσουν λίγα χρόνια αργότερα το Πέρασμα του Μίλλερ (Miller’s crossing, 1990).
Τα γεγονότα διαδραματίζονται στο αγαπημένο -όπως αποδείχθηκε με τα χρόνια- περιβάλλον των Κοέν, τον αμερικανικό Νότο. Ένα περιβάλλον με το οποίο έχουν σχέση αγάπης-μίσους. Πρωταγωνιστές ένα παράνομο ζευγάρι, ένας απατημένος μιαρός τύπος και ένας άπληστος ντετέκτιβ, σε μια ιστορία εκδίκησης και όχι μόνο… Παρά τον τίτλο, δεν είναι το αίμα αυτό που κυριαρχεί στις εικόνες ή στη συνείδηση του θεατή (όχι ότι είναι και λιγοστό). Αυτό που κυριαρχεί είναι ένα συνεχές ψυχομαχητό που πυροδοτείται από την πλοκή και την ατμόσφαιρα μεν, αλλά μοιάζει να πηγάζει από κάπου πιο πέρα, από τα βάθη του συλλογικού ασυνείδητου. Ένστικτα, φόβοι και πάθη του ανθρώπινου γένους, σύγχρονα και αρχέγονα, και όλα μαζί τα θανάσιμα αμαρτήματα, στήνουν ένα μακάβριο χορό. Δε συμμετέχουν σ’ αυτόν μονάχα οι ήρωες, μοιραία συμμετέχει και όλος ο εσωτερικός κόσμος του θεατή.
Η ταινία θεωρείται κατά βάση νεο-νουάρ. Με μια πιο εμπεριστατωμένη προσέγγιση, ο χαρακτηρισμός θα μπορούσε να είναι: κοινωνικό-ψυχολογικό νουάρ-θρίλερ ή κάπως έτσι. Η ταινία είναι πέρα από ταμπέλες, αν με ρωτάτε. Όχι γιατί δεν αυτοπροσδιορίζεται. Το αντίθετο. Έχει πάρα πολύ συγκεκριμένη και ιδιαίτερη ταυτότητα και γι’ αυτό ακριβώς δεν οριοθετείται σε χαρακτηρισμούς. Αυτό είναι το σινεμά των Κοέν.
Το ότι οι ηθοποιοί δεν ήταν αστέρες πρώτης γραμμής, δεν αφήνει καθόλου αιχμές για την υποκριτική τους δεινότητα. Οι φιγούρες των ηρώων άλλωστε δεν είχαν απαιτήσεις κάλλους και χολιγουντιανής λάμψης. Είχαν άλλες απαιτήσεις, πολύ σημαντικότερες. Όσοι έχουν απολαύσει την αψεγάδιαστη ερμηνεία της πρωτοεμφανιζόμενης τότε Frances McDormand, σε συνδυασμό με το όχι τέλειο, αλλά τέλεια αιθέριο πρόσωπό της, δεν έχουν καμία απορία για το πώς την ίδια εκείνη χρόνια ο Joel Coen την έκανε σύζυγό του (έως και σήμερα).
Να σημειωθεί πως δεκαέξι χρόνια μετά την ολοκλήρωση της ταινίας, το 2000, τα αδέλφια καταπιάνονται ξανά μαζί της κάνοντας μικρές, αλλά κρίσιμες γι’ αυτούς, αλλαγές κυρίως στο μοντάζ. Η δεύτερη βερσιόν είναι μόλις τρία λεπτά πιο σύντομη, καθώς μίκρυναν ελάχιστα ή αφαιρέθηκαν κάποια πλάνα, με κύριο σκοπό να ενταθεί το σασπένς. Έκαναν ένα ρετούς στο ποδαρικό τους, με άλλο αέρα πλέον, επιβεβαιώνοντας έτσι και τη φήμη τους περί συνέπειας και τελειομανίας.
Όντως, τίποτα στην ταινία δε φαίνεται να είναι στην τύχη και απλά βουλιάζεις μέσα της… Τα χέρια των ηρώων αφελώς αγγίζουν επιφάνειες, κι εσύ βλέπεις μόνο δαχτυλικά αποτυπώματα. Όλα είναι είτε ύποπτα, είτε ενοχοποιητικά, είτε επικίνδυνα. Η εξέλιξη των γεγονότων ξεπερνά τη λογική, πατώντας ακριβώς πάνω σ΄αυτή. Μέσα στην όλη παράνοια, όλα βγάζουν νόημα… To Μόνο Αίμα δεν είναι μια ταινία που σου κόβει την ανάσα. Όχι έτσι απλά. Στην κόβει και την οικειοποιείται, μετά αρχίζει και την κάνει κόμπο, μετά αμέτρητους κόμπους, μπλέκει σιγά σιγά στο κουβάρι και το στομάχι σου και συνεχίζει χωρίς σταματημό, κοιτάζοντας σε κατάματα σε όλη τη διάρκεια με μια παγερή στωικότητα και φευγαλέες συσπάσεις σαρκασμού. Μέχρι που έρχεται λυτρωτικά ο πρώτος τίτλος τέλους, για να εναποτεθεί μπροστά σου ο γόρδιος δεσμός του εαυτού σου, ώστε να τον λύσεις με την ησυχία σου μόλις συνέλθεις. Και όλα αυτά δοσμένα με τόση μαεστρία, που δε σε πειράζει καν…
Η ταινία δε λυπάται το θεατή της, κακά τα ψέματα. Αλλά ούτε και τον εμπαίζει. Δεν τον τρομάζει με φτηνά τρικ. Μέσα από τη δραματουργία και από σύμβολα, υπαινίσσεται διαρκώς ο,τι μπορεί να έπεται. Μας θέλει υποψιασμένους και αυτό είναι που την κάνει και τόσο αγωνιώδη. Η ταινία δε λυπάται το θεατή της, αλλά τον νοιάζεται. Τον παιδαγωγεί. Νοιάζεται για το μέλλον του αφότου θα έχει λύσει το προσωπικό του, το ατομικό του κουβάρι. Και το λύνει. Δεν έχει άλλη επιλογή προκειμένου να επανακτήσει ελαφριά ανάσα και ήρεμο στομάχι.
– E, και ποιος ο λόγος να τη δει κανείς αν είναι να σφιχτεί όλο του το μέσα;
– Ε, όλοι γνωρίζουμε καλά εκείνο το αίσθημα: κομμένη ανάσα και μετά όρεξη για ζωή…