- Στη σκιά των τεσσάρων γιγάντων (1959)
Κλασσική περίπτωση κλασσικής ταινίας που την πετυχαίνεις από τη μέση και μετά σε κάποιο κρατικό κανάλι, κάποιο απομεσήμερο Κυριακής, δεν καταλαβαίνεις Χριστούλη απ΄την υπόθεση και μετά επιδίδεσαι σε ανελέητο ζάπινγκ μέχρι που σου κάθεται βαρύ το υπόλοιπο σκουπιδαριό και το κλείνεις τελικά το παλιοκούτι για να χωνέψεις τα κυριακάτικα γιαπράκια στον υπολογιστή σαν άνθρωπος. Παλιοκούτι η τηλεόραση παλιά βέβαια, πλέον είναι σαν δίσκος σερβιρίσματος (και τί σερβιρίσματος). Το άλλο ενδεχόμενο είναι να την πετύχεις την ταινία απ’ την αρχή, αργά και κάτι, ξεκινάς να την παρακολουθείς και μετά, αν είναι και καθημερινή, παλεύεις με τη κούραση της μέρας να αντέξεις ως το τέλος γιατί αξίζει, το νιώθεις. Το ποιός τελικά νικάει, ταινία ή νύστα, εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, αλλά η πάλη και μόνο λέει πολλά, οπότε ας πούμε ότι νικάει το άθλημα. Να τη νοικιάσεις όχι πολύ πιθανό, όταν από δίπλα σε κοιτάει ο Matt Damon λες και έχετε παρεξηγηθεί και τέλος πάντων μ’αυτά και μ’εκείνα, πολλοί την έχουν δει μισή και πολλοί άλλοι καθόλου. Κάπου εδώ να εκφραστούν σέβη στη μερίδα εκείνων που έχουν βρεθεί κάποια στιγμή στη σκιά των τεσσάρων γιγάντων…
Δεν το κρύβω πως (κακώς) για καιρό είχα υπάρξει περίπτωση “γιαπράκια” μέχρι να κάνω και η ίδια αυτό το οποίο προτρέπει τούτη εδώ η στήλη, δηλαδή να βάλω την ταινία στο πρόγραμμα και να τη δω. Και η αλήθεια είναι πως πραγματικά αξίζει. ‘Οχι γιατί είναι ακαδημαϊκά τέλεια φτιαγμένη. Κάθε άλλο. Είναι γεμάτη με τόσα λάθη, που μοιάζει σαν μια ακόμη φάρσα του συγχωρεμένου του Χίτσκοκ. H ταινία αξίζει 1. ως συλλεκτικό τεμάχιο: 1. α. φέρει την βαριά υπογραφή ενός ύψιστου μαιτρ, 1.β. είναι σαν να βλέπεις την ταινία – παππού πολλών ταινιών – εγγονιών που γεννήθηκαν και γεννιούνται έως και σήμερα – ζωή να’ χουνε. 2. απλούστατα, είναι διαχρονικά και απολαυστικά ψυχαγωγική.
Αλλά ας τα πάρουμε τα πράγματα με μια σειρά:
Οι απόψεις για το ποιά είναι η κορυφαία ταινία του γίγαντα Alfred Hitchcock, ποικίλουν. Για κάποιους, κοινό και κριτικούς, είναι ο Δεσμώτης του ιλίγγου (Vertigo, 1960) , για άλλους τo Ψυχώ (Psycho, 1961), για άλλους Τα πουλιά (The birds, 1963) και πάει λέγοντας… Είναι τόσο μεγάλη και αξιόλογη η παρακαταθήκη, που όρεξη να ‘χεις να πέφτεις σε διλήμματα και διχογνωμίες… Έχουμε επίσης και το εξής φαινόμενο: συνήθως για τους περισσότερους τη δεύτερη ή τρίτη θέση καταλαμβάνει το Στη σκιά των τεσσάρων γιγάντων (North by Northwest, 1959). Οπότε ίσως να μην είμαστε σίγουροι για τη νούμερο ένα ταινία, αλλά με τη νούμερο δύο είμαστε σχεδόν βέβαιοι… Και αφού οι προαναφερθέντες τίτλοι είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς, θα σας θυμίσουμε ότι υπάρχει και αυτό το διαμάντι. Καθότι στήλη με κλασσικές ταινίες χωρίς Χίτσκοκ δε νοείται!
Ο εξπρεσιονισμός που τόσο έχει επηρεάσει και χαρακτηρίσει τον αξεπέραστο δημιουργό, εδώ κάνει λίγο στην άκρη. Οι εικόνες έχουν σφρίγος, ζεστά, ζωηρά χρώματα, φως και κίνηση. Τα πλάνα είναι καθηλωτικά, έξυπνα, πρωτοποριακά. Όσο για τη δράση, ρέει σαν νεράκι δροσερό. Οι σπιρτόζικες ατάκες πέφτουν καταρρακτωδώς, η μία μετά την άλλη, από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό, σε αρμονική κόντρα με τη σοβαρότητα των τεκταινόμενων, χάρη στον κύριο Ernest Lehman, ενώ ο κύριος Bernard Hermann είναι υπεύθυνος για άλλα ωραία πράγματα που ακούμε, με την προσεγμένη μουσική του επένδυση να εφάπτεται απόλυτα με τις σεκάνς, τόσο νοηματικά όσο και ως προς το ρυθμό.
Ο Cary Grant λάμπει πιο πολύ κι από τον καυτό ήλιο της αμερικάνικης ερήμου, ενσαρκώνοντας με τη δέουσα γοητεία και πειθώ τον περιπετειώδη και πολυμήχανο ήρωα που μπλέκει άθελά του σε μια κατασκοπική πλεκτάνη και αποφασίζει να διαλευκάνει μόνος του τα μυστήρια που ξαφνικά τον περιβάλλουν. Ο ήρωας αυτός αποτέλεσε έναυσμα ώστε να γυριστεί λίγο αργότερα η πρώτη ταινία με ήρωα τον James Bond, το Dr. No (1963) και από τότε και στο εξής άπειρες άλλες ταινίες του ίδιου χαρακτήρα (οπότε καλό θα ήταν ο Matt Damon που προαναφέρθηκε, να καθίσει λίγο φρόνιμα). Τη μοιραία ξανθιά, που πάντα υπάρχει στα δημιουργήματα του Χίτσκοκ, αυτή τη φορά ενσαρκώνει η Eva Marie Saint, με ιδανικές αναλογίες ανάμεσα στο σέξι και το αθώο και ιδανικές αναλογίες γενικότερα…
Εξαιρετικές οι ερμηνείες από τους δευτερορολίστες, με προσωπική προτίμηση στην κωμικό Jessie Royce Landis, που υποδύεται απολαυστικά τη μητέρα του πρωταγωνιστή, η οποία μάλιστα ήταν στην πραγματικότητα μόνο οκτώ χρόνια μεγαλύτερη του Cary Grant, αλλά επιλέχθηκε επί τούτου με σκοπό να φαντάζει ο ήρωας αρκετά νέος ώστε το ειδύλλιο με την κατά πολύ νεότερή του συμπρωταγωνίστρια να στέκει πιο αληθοφανές και κάπως πιο politically correct. Ναι μεν, ο έρως χρόνια δεν κοιτά, αλλά μιλάμε για ένα αμερικανικό blockbuster του 1959… Υπάρχουν όμως και τα politically incorrect στοιχεία. Έχει άλλωστε χαρακτηριστεί ως η ταινία με τους πιο πολλούς πολιτικούς υπαινιγμούς απ’ όλες τις άλλες του υπέροχα μέγιστου είρωνα Χίτσκοκ. Από πολλούς μάλιστα θεωρήθηκε και προφητική, αναφορικά με το θέμα του ψυχρού πολέμου.
Το σπίτι των τελευταίων σκηνών αποτέλεσε σημείο αναφοράς στη σύγχρονη Αρχιτεκτονική, κάποια πλάνα από το κτίριο του Ο.Η.Ε. τραβήχτηκαν κρυφά και χωρίς άδεια και γενικώς τα καταγεγραμμένα trivia που υπάρχουν για αυτό το φιλμ είναι πολύ ενδιαφέροντα και αναρίθμητα. Το ίδιο και τα λάθη. Λάθη που θεωρούνται πταίσματα μπροστά στο μεγαλείο του συνόλου… Μερικές φορές μάλιστα, είναι τόσο κραυγαλέα που μοιάζουν με παιχνίδι, είναι σαν να σου ζητά απροκάλυπτα η ταινία να συνωμοτήσεις μαζί της. Σε αναρτήσεις και βιβλία υπάρχει άφθονο υλικό, αν στο οποίο δινόταν χώρος εδώ, το άρθρο αυτό δε θα είχε τελειωμό.
Επειδή όμως έχει τελειωμό, ας κλείσουμε με το ότι πρόκειται για μια ταινία ορόσημο, από πολλές απόψεις. Και είναι τόσο διασκεδαστική (με την πολύ καλή έννοια) που κάνει το παράταιρο να είναι διόλου ενοχλητικό… όπως το ότι μια γυναίκα κυνηγημένη κάνει ορειβασία μέσα στη νύχτα, κυριολεκτικά επάνω στις μούρες των τεσσάρων αμερικανών προέδρων, του γνωστού μνημείου στο όρος Rushmore, φορώντας τα τακούνια της…
Καλή θέαση σε όσους θα βρεθούν στη σκιά των τεσσάρων γιγάντων και θα βρουν μια υπέρλαμπρη ταινία!