Με αφορμή την κυκλοφορία των XCOM: Chimera Squad και Phoenix Point λίγους μήνες νωρίτερα, είπαμε να αφιερώσουμε μερικές γραμμές στην αυθεντική σειρά XCOM, προπάτορα τον άνωθεν και ορόσημο για τα βιντεοπαιχνίδια τακτικής. Σχεδόν στα μέσα της δεκαετίας του ’90, ένα παιχνίδι που στα μέρη μας λεγόταν UFO: Enemy Unknown, συνεπήρε τους φίλους των παιχνιδιών στρατηγικής για PC. Σε αυτό, ο πλανήτης δεχόταν ακόμα μια φορά εισβολή από εξωγήινα πλάσματα με εχθρικές διαθέσεις και εσύ ήσουν η τελευταία ελπίδα της ανθρωπότητας. Σύμφωνα με το σενάριο του παιχνιδιού, μπροστά σε αυτή την πρωτόγνωρη απειλή, ενωμένα τα κράτη όλου του κόσμου ιδρύουν τον αμυντικό διεθνή οργανισμό: XCOM (Extraterrestrial Combat).
Εσύ ως commander του οργανισμού, αναλάμβανες το έργο να κατατροπώσεις του εισβολείς σε δύο σκέλη. Αφενός με άρτια διαχείριση των πόρων σου κόντρα στο ρολόι, μη γνωρίζοντας που και πότε ανά την υφήλιο θα κάνουν την εμφάνισή τους, και αφετέρου σε τακτικό επίπεδο διευθύνοντας τους στρατιώτες στη μάχη. Σε αυτό το δεύτερο σκέλος είναι που λάμπει το XCOM. Μετά την επιτυχή αναχαίτιση ενός ιπτάμενου δίσκου ή την αναπάντεχη εμφάνιση εξωγήινων σε μια πόλη, μια ομάδα από 16άμπιτους στρατιώτες, που στην ξανθιά τους εκδοχή έμοιαζαν με μινιατούρες του Guile από το Street Fighter, κατέφθαναν στη σκηνή και ξεκινούσε η μάχη. Βρισκόσουν πλέον στο έδαφος, σε ένα ισομετρικό περιβάλλον στο οποίο οι στρατιώτες σου έπρεπε να αναζητήσουν και να εξολοθρεύσουν τον αντίπαλο. Το πρώτο που παρατηρούσες, ήταν η αποπνικτική «Ομίχλη του Πολέμου» που απέκρυπτε οτιδήποτε πέρα από το line of sight των στρατιωτών και δημιουργούσε μια διάχυτη αγωνία. Πράγματι, σε κάθε τους κίνηση οι στρατιώτες σου κινδύνευαν να δεχτούν επίθεση από οπουδήποτε. Σε αυτό το παιχνίδι ήσουν εξίσου θήραμα και κυνηγός, και ένιωθες διαρκώς ευάλωτος.
Το XCOM δεν είναι μια σειρά που ανταμείβει το θράσος και την παρορμητικότητα. Αντιθέτως, αν θέλεις να έχουν έστω και την παραμικρή πιθανότητα επιβίωσης οι στρατιώτες σου, πρέπει να σκεφτείς την κάθε κίνησή τους διεξοδικά. Όπως στο σκάκι λοιπόν, και εδώ κάθε πλευρά κινεί τα πιόνια της στη σειρά της και ελπίζει για το καλύτερο. Όσοι από τους φαντάρους σου επιβιώσουν, αποκτούν εμπειρία που σταδιακά του κάνει πιο εύστοχους, ανθεκτικούς και ευκίνητους.
Μεγάλο κομμάτι της γοητείας των XCOM οφείλεται σε αυτήν την επένδυση σε κάθε πιόνι ξεχωριστά, που αποκτά όλο και μεγαλύτερη αξία μετά από κάθε μάχη. Προσπαθώντας να τους γλυτώσεις από του χάρου τα δόντια ξανά και ξανά, παύουν να είναι πιόνια για σένα, αλλά γίνονται ξεχωριστοί στρατιώτες με τους οποίους έχεις συνδεθεί συναισθηματικά πριν να το καταλάβεις. Το δέσιμο εντείνεται σημαντικά από την δυνατότητα που προσφέρει το παιχνίδι να μετονομάσεις τους στρατιώτες, οι οποίοι προέρχονται σχεδόν από όλες τις χώρες.
Έτσι όμορφα σε τραβάνε μέσα τους το XCOM, με ένα όμορφο αφήγημα ένωσης της ανθρωπότητας ενάντια σε έναν «άλλον» που δεν είναι πια κάποιος από τους γείτονές μας, αλλά ένας αληθινός εχθρός. Με διάχυτο τον φόβο του αγνώστου όπως δηλώνει και με τον τίτλο του, ενώνει «εμάς» εναντίων «αυτών», σε μία αγωνιώδη μάχη για επιβίωση.
Την αμέσως επόμενη χρονιά, το 1995, κυκλοφόρησε το sequel ονόματι XCOM: Terror from the Deep. Χωρίς να επιχειρεί σχεδόν καμία αλλαγή στο gameplay, άλλαξε έξυπνα τα σκηνικά. Αυτή τη φορά η απειλή ερχόταν από τα βάθη των ωκεανών και με τον ίδιο τρόπο, η οργάνωση XCOM καλείτο να την αντιμετωπίσει. Το αποτέλεσμα ήταν ένα ακόμα πιο αγχωτικό παιχνίδι με πιο σκοτεινή ατμόσφαιρα όπου κυριαρχεί το βαθύ μπλε του ωκεανού και αυξημένο επίπεδο δυσκολίας. Το αίσθημα κλειστοφοβίας που ενέπνεε δέος, θεωρώ ότι κάνει αυτό το παιχνίδι να ξεπερνά το πρώτο.
Προσωπικό αγαπημένο όμως και σίγουρα πιο εξελιγμένο παιχνίδι, αποτελεί η τρίτη συνέχεια, το XCOM:Apocalypse. Εδώ έχουμε την επιστροφή του αυθεντικού δημιουργού Julian Gollop ο οποίος δεν ενεπλάκη στο Terror from the Deep (προφανώς γι’ αυτό απείχε ελάχιστα από το πρώτο). O Gollop διαρκώς εξέλισσε την φόρμουλα παιχνιδιών τακτικής που είχε ξεκινήσει με πρωτόγονα για σήμερα παιχνίδια όπως τα Chaos: The Battle of Wizards, Rebelstar, Lords of Chaos και Laser Squad. Με το τρίτο XCOM κατάφερε να δημιουργήσει ένα διαμάντι που αν φαινόταν περίπλοκο και σε κάποια σημεία δυσλειτουργικό, ήταν λόγω του υπερβολικά πλούσιου και καινοτόμου περιεχομένου του.
Βρισκόμαστε πλέον μισό αιώνα μετά το δεύτερο παιχνίδι, όπου η ανθρωπότητα έχει καταφύγει σε μία Υπερ-μητρόπολη, έπειτα από μια οικολογική καταστροφή που έχει καταστήσει τον πλανήτη μη βιώσιμο. H Mega-Primus, χτισμένη στα ερείπια του Τορόντο απλώνεται μπροστά σου. Αμέσως συνειδητοποιείς ότι αντιμετωπίζεις άλλης τάξης μεγέθη. Μπορεί στο XCOM: Apocalypse να παίζεις κρυφτοκυνηγητό σε μία μόνο πόλη, αλλά σε αντίθεση με τη μικρή μπλε μπάλα που αναπαριστά την υδρόγειο στα προηγούμενα παιχνίδια, δεν λείπει καμία λεπτομέρεια από τον χάρτη αυτής της πόλης. Ιπτάμενα αυτοκίνητα, εργατικές κατοικίες εργοστάσια και ουρανοξύστες συνθέτουν μια πραγματική μητρόπολη του μέλλοντος, βγαλμένη από τις σελίδες του 2000 AD και των διηγημάτων του Philip K. Dick.
Κυρίως όμως, δεν βρίσκεσαι μόνος σου στην Mega-Primus. Πάνω από είκοσι ιδιωτικοί οργανισμοί δρουν στην πόλη, ανταγωνιζόμενοι για ένα κομμάτι στη μοιρασιά της ισχύος. Φαρμακευτικές εταιρίες, εγκληματικά συνδικάτα, παραγωγοί ενέργειας, παρασκευαστές όπλων, παραθρησκευτικές οργανώσεις και πολλοί άλλοι δρουν παράλληλα με εσένα σε έναν κοινωνικό ιστό όπου άλλοτε είσαι η αράχνη και άλλοτε η μύγα. Το ισχνό κυβερνητικό συμβούλιο της πόλης δεν ελέγχει ούτε την ιδιωτική εταιρία αστυνόμευσης, ούτε μπορεί να αποτελέσει το μοναδικό σου στήριγμα σε αυτή την θάλασσα γεμάτη καρχαρίες. Αν θέλεις να επιβιώσεις στο XCOM: Apocalypse, δεν αρκούν οι επιτυχημένες τακτικές. Ετοιμάσου για πολιτική, για ανίερες συμμαχίες και στρατηγικές αποφάσεις. Ακόμα και οι φθορές που προκαλούν οι επεμβάσεις σου στα κτίρια της πόλης, επηρεάζουν ανάλογά με την ιδιοκτησία του καθενός, τις διαθέσεις των διάφορών οργανισμών απέναντι σου. Όλα αυτά ενώ στη πόλη ανοίγουν μυστηριώδεις πύλες από τις οποίες εφορμούν οι εξωγήινοι από άλλη διάσταση. Πραγματικά φιλόδοξο παιχνίδι που εξέλιξε την φόρμουλα των XCOM σε σημείο που ούτε τα σύγχρονα remake τόλμησαν να πλησιάσουν.
Ένα συχνό παράπονο για το XCOM: Apocalypse έχει σχέση με το τέλος του. Διάβασα από αρκετούς που έφτασαν τελικά στην διάσταση των μυστηριωδών εισβολέων, πως δεν έμειναν ικανοποιημένοι. Κρίμα, διότι θα έπρεπε να είναι ικανοποιημένοι που έφτασαν μέχρι εκεί. Τα XCOM δεν είναι εύκολα παιχνίδια και ούτε θα γινόταν αλλιώς. Έχοντας παίξει σε διάφορες ηλικίες σχεδόν όλα τα παιχνίδια που σήκωσαν αυτή την λεζάντα, μπορώ με σιγουριά να ισχυριστώ ότι δεν δημιουργήθηκαν για να τα τερματίζεις. Σε άλλα τα πήγα καλά σε άλλα όχι. Σε όλα όμως κατέθεσα άπειρες ώρες και το απόλαυσα στο έπακρο. Διότι είναι δομικό στοιχείο της σειράς η μόνιμη αγωνία και η υπαρκτή απειλή της παταγώδους αποτυχίας. Παράλληλα όμως, κάθε νίκη, κάθε πετυχημένη αποστολή και κάθε μικρό βήμα προόδου, φέρει ένα απερίγραπτο αίσθημα ανταμοιβής και ανακούφισης που σε κρατάει πεισμωμένο μέχρι την τελική έκβαση αυτής της αέναης μάχης απέναντι στο άγνωστο.
Στον 21ο αιώνα, τη σειρά έχει αναβιώσει η Firaxis Games (του σπουδαίου Sid Meier) με μεγάλη επιτυχία. Τόσο το πρώτο όσο και το δεύτερο σύγχρονο XCOM είναι εξαιρετικά παιχνίδια πολύ κοντά στο πνεύμα του αυθεντικού αλλά με εντυπωσιακά τρισδιάστατα γραφικά και όλες τις ανέσεις χειρισμού που περιμένει κανείς από ένα παιχνίδι σήμερα. Αυτές τις μέρες κυκλοφόρησε επίσης από την Firaxis το… ας το πούμε αυτοτελές expansion ή παραφυάδα, με τίτλο XCOM: Chimera Squad.
Κάπου εδώ αξίζει μία σύντομη αναφορά στη σειρά Xenonauts που είναι μια indie προσπάθεια που παραμένει πιστή στις ρίζες του πρώτου XCOM. Ότι πρέπει για σκληροπυρηνικούς παίκτες που νοσταλγούν τις δύο διαστάσεις ή απλά θέλουν ένα ελαφρύ παιχνίδι για το laptop τους. Ο Julian Gollop από την πλευρά του έχει ιδρύσει την Snapshot Games με έδρα την γειτονική μας Βουλγαρία, από όπου μας έχει δώσει δύο πολύ ενδιαφέροντα remake, το Chaos: Reborn και το πολύ πρόσφατο Phoenix Point που είναι ο δικός του διάδοχος στην σειρά XCOM που ο ίδιος δημιούργησε.