Το Lost Ember είναι ένα ταξίδι, κυριολεκτικά (αν και σε εικονική πραγματικότητα) και μεταφορικά. Δύο χαμένες ψυχές που μετά θάνατον ξέμειναν επί γης και πρέπει να βρουν τον δρόμο τους προς τον παράδεισο ή αλλιώς, την ‘Πόλη του φωτός’. Από τις πρώτες κιόλας στιγμές, αντικρίζουμε το πανέμορφο τοπίο του παιχνιδιού, το οποίο παραπέμπει στην κορυφογραμμή των Άνδεων. Εκεί, μπαίνουμε στον ρόλο της μίας εκ των δύο χαμένων ψυχών, η οποία έχει μετενσαρκωθεί σε ένα πανέμορφο μαύρο λύκο. Η άλλη ψυχή παρουσιάζεται σαν μία αιωρούμενη λάμψη η οποία αναλαμβάνει να σε καθοδηγήσει, έτσι ώστε με τη σειρά της και αυτή να εξιλεωθεί. Στήνεται έτσι το γνώριμο σενάριο του μοναχικού πρωταγωνιστή με τον πιστό σύντροφο που παρέα πορεύονται στην περιπέτεια. Κοινή πρακτική, που όμως εκτός ότι διευκολύνει τον παίκτη, μας έχει δώσει κάποιους από του πιο αξιομνημόνευτος χαρακτήρες όπως ο Wheatley του Portal 2, ο Claptrap στα Borderlands και ο Morte από το Planescape: Torment.
Η δύναμη του Lost Ember δεν βρίσκεται τόσο στους χαρακτήρες, όσο στην περιήγηση σε ένα εκπληκτικό περιβάλλον. Βουνά χαράδρες ρυάκια και καταρράκτες, ερείπια αρχαίων πολιτισμών και μία πλούσια χλωρίδα και πανίδα. Όλα τόσα όσα χρειάζονται, ακόμα και τα τρισδιάστατα μοντέλα είναι λιτά, ένας ζωντανός πίνακας με φαρδιές πινελιές. Την ίδια συνταγή έχουν χρησημοποιήσει εξίσου πετυχημένα και άλλα παρόμοια παιχνίδια παλαιότερα. Χαρακτηριστικότερα παραδείγματα είναι τα Flower, Journey και Abzu (καλιτενικός διεύθυντής και των τριών ήταν ο Matt Nava), ενώ παρόμοιας λογικής είναι και τα παιχνίδια όπως τα: Dear Esther, What Remains of Edith Finch και Firewatch.
Ο βασικός μηχανισμός του παιχνιδιού, ο οποίος δένει με την ιδέα της μετενσάρκωσης, είναι ότι η ψυχή που χειρίζεται ο παίκτης, μπορεί προσωρινά να μεταπηδά στα υπόλοιπα ζώα που συναντά ο παίκτης. Έτσι μπορεί να προσπερνά τα εμπόδια του περιβάλλοντος χώρου καταλαμβάνοντας για παράδειγμα έναν τυφλοπόντικα που μπορεί να σκάψει κάτω από ένα τείχος ή μία πάπια που μπορεί να πετάξει ως τον απέναντι λόφο. Οι δοκιμασίες άρα που καλείται να αντιμετωπίσει ο παίκτης, βασίζονται στην αλληλεπίδραση με το περιβάλλον, ώστε να φτάσει από το σημείο Α στο σημείο Β, ενώ ανά τακτά διαστήματα συναντάει checkpoints στα όποια του εμφανίζονται flashbacks που ξετυλίγουν την πλοκή της ιστορίας του.
Το σενάριο του Lost Ember είναι εξίσου λιτό και όμορφο με την εικόνα του. Καθώς ο παίκτης προοδεύει στο παιχνίδι, μαθαίνει σταδιακά τι συνέβη στην προηγούμενη ζωή του και την αιτία που ψυχή του καταδικάστηκα να περιπλανιέται αντί να γίνει δεκτή στην «Πόλη του Φωτός». Είναι μία συγκινητική ιστορία με αρκετές ανατροπές παρά την απλότητά της. Προσπαθεί και καταφέρνει να έχει την δύναμη μίας παραβολής που αγγίζει ζητήματα όπως η ταξική ανισότητα, η εκδίκηση και η βαρύτητα των ηθικών διλλημάτων που ακολουθούν. Όλα αυτά δοσμένα στο παραμυθένιο περιτύλιγμα που παραπέμπει άμεσα στον πολιτισμό των Ίνκας.
Το Lost Ember, είναι από τα παιχνίδια που τιμούν το μέσο και δείχνουν πώς μπορεί να παράγει τέχνη χωρίς υπερβολές. Κατά την σύντομη διάρκειά του (ένα οχτάωρο με χαλαρό ρυθμό), ικανοποιεί τις αισθήσεις του παίκτη παντρεύοντας τους απλούς μηχανισμούς του με άρτια αισθητική. Δημιουργεί έτσι μία ψυχαγωγική εμπειρία που ταξιδεύει μικρούς και μεγάλους χωρίς να προσπαθεί. Αδιαμφισβήτητα μια από τις καλύτερες κυκλοφορίες της περασμένης χρονιάς, που δεν χρειάζεται το μέγεθος άλλων για να ξεχωρίσει. Ένα ταξίδι όπως ξαναείπαμε, σύντομο αλλά τόσο ουσιαστικό, που είναι κρίμα να μην το βιώσει κανείς.