Ο διαγωνισμός τραγουδιού (και θεάματος) της Eurovision κλείνει φέτος τα εξήντα ένα του χρόνια και συνεχίζει ακάθεκτος, έχοντας καταφέρει όλες αυτές τις δεκαετίες να κερδίσει φανατικούς φίλους αλλά και… ορκισμένους εχθρούς. Έχουν σίγουρα αλλάξει πολλά πράγματα από το 1956 που ο διαγωνισμός διοργανώθηκε για πρώτη φορά, για να καταλήξει να γίνει ένα από τα μη αθλητικά γεγονότα με τη μεγαλύτερη τηλεθέαση παγκοσμίως (τα τελευταία χρόνια το κοινό που παρακολουθεί το show κυμαίνεται από εκατό ως εξακόσια εκατομμύρια άνθρωποι). Ας δούμε μερικά πράγματα για την ιστορία του τηλεοπτικού φαινομένου που ξεκίνησε ως μια προσπάθεια να φέρει κοντά τις χώρες της Ευρώπης μετά τον πόλεμο, έκανε διάσημη τη φράση «douze points» και φιλοξένησε τους πάντες, από… Ρουμάνους βρικόλακες μέχρι Ρωσίδες γιαγιάδες.
Δεκαετία του ’50: Το ξεκίνημα
Στη δεκαετία του ’50, με την Ευρώπη να επουλώνει ακόμα τις πληγές της από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι χώρες-μέλη της EBU, της ευρωπαϊκής ραδιοτηλεοπτικής ένωσης, σύστησαν μια επιτροπή με σκοπό να συμφωνήσει πάνω σε μια ιδέα που θα ένωνε τα κράτη μέλη μέσω ενός προγράμματος ελαφράς διασκέδασης. Ο Sergio Pugliese, της ιταλικής δημόσιας τηλεόρασης RAI, ήταν αυτός που σκέφτηκε αρχικά την ιδέα ενός διαγωνισμού τραγουδιού, εμπνευσμένος από το φεστιβάλ του Σαν Ρέμο, που συνέβαινε κάθε χρόνο στη χώρα του. Τελικά η επιτροπή, με πρόεδρο τον Ελβετό Marcel Bezencon , κατέληξε όντως στην ιδέα ενός πανευρωπαϊκού διαγωνισμού που θα μεταδιδόταν ταυτόχρονα, τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά, σε όλες τις χώρες που επιθυμούσαν να συμμετέχουν.
Η διοργάνωση ενός τέτοιου εγχειρήματος ήταν τεχνολογική πρόκληση για εκείνη την εποχή, αφού δεν υπήρχε δορυφορική τηλεόραση, και ουσιαστικά ήταν κι ένα πείραμα που δοκίμαζε τις δυνατότητες των καναλιών. Ο πρώτος διαγωνισμός πραγματοποιήθηκε στο Lugano της Ελβετίας, το Μάιο του 1956, με επτά χώρες να συμμετέχουν, έχοντας όμως την υποχρέωση να στείλουν δύο τραγούδια αντί για ένα -η πρώτη και τελευταία φορά που έγινε αυτό. Οι χώρες που εκπροσωπήθηκαν στην απαρχή του διαγωνισμού ήταν το Βέλγιο, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία, το Λουξεμβούργο, η Ολλανδία και η οικοδέσποινα Ελβετία. Η Ελβετία ήταν που κέρδισε κιόλας το διαγωνισμό, με την ενενηντατριάχρονη σήμερα Lys Assia να στέφεται νικήτρια με το τραγούδι «Refrain».
Η Eurovision μεγάλωσε ήδη από τη δεύτερη χρονιά της, με το Ηνωμένο Βασίλειο, την Αυστρία και τη Δανία να συμμετέχουν για πρώτη φορά και τη Σουηδία με το Μονακό να εντάσσονται στο διαγωνισμό ως τα τέλη της δεκαετίας του ’50. Σύμφωνα με τους τότε κανονισμούς, όλα τα τραγούδια συνοδεύονταν από ορχήστρα που έπαιζε ζωντανά στη σκηνή, ενώ η κάθε χώρα είχε τη δυνατότητα να φέρει το δικό της μαέστρο. Το 1957 κιόλας συνέβη το πρώτο γιουροβιζιονικό «σκάνδαλο», με τους εκπροσώπους της δανέζικης συμμετοχής Birthe Wilke και Gustav Winckler να φιλιούνται στο τέλος της ερμηνείας τους, σοκάροντας το κοινό που παρακολουθούσε.
Το 1958 συμμετείχε στη Eurovision ένα από τα πιο γνωστά τραγούδια στην ιστορία του θεσμού και όχι μόνο: δεν ήταν άλλο από το «Nel blu dipinto di blu» ή αλλιώς «Volare» του Ιταλού Domenico Modugno, που έγινε τεράστια επιτυχία σε όλη την Ευρώπη και κατάφερε να φτάσει στην πρώτη θέση των αμερικανικών charts, ενώ με τα χρόνια έγινε ένα από τα πιο διάσημα ιταλικά τραγούδια παγκοσμίως. Δεν κατάφερε όμως να κερδίσει την πρωτιά στο διαγωνισμό, η οποία δόθηκε στη Γαλλία με το «Dors, mon amour» του Andre Claveau.
Δεκαετία του ’60: η αύξηση της δημοτικότητας και οι πρώτοι σταρ
Με το ξεκίνημα της καινούριας δεκαετίας, η Νορβηγία ήρθε να προστεθεί στις χώρες που διαγωνίζονταν, ενώ το 1961 έκαναν το ντεμπούτο τους η Ισπανία, η Γιουγκοσλαβία και η Φινλανδία, με τη Eurovision να κερδίζει συνέχεια σε δημοτικότητα. Αυτό φάνηκε και από τους ολοένα και πιο διάσημους διαγωνιζόμενους, με το 1963, για παράδειγμα, να έχει συμμετέχοντες όπως η Νάνα Μούσχουρη για το Λουξεμβούργο και η νεαρή ανερχόμενη Francoise Hardy για το Μονακό, με την πρωτιά όμως να πηγαίνει στη Δανία. Το 1964 η Ιταλία εξασφάλισε την πρώτη της νίκη με τη δεκαεξάχρονη Gigliola Cinquetti και την μπαλάντα «Non Ho L’Età». Παράλληλα ξέσπασαν διαμαρτυρίες απαιτώντας χώρες με δικτατορικά καθεστώτα, όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία, η οποία έκανε το ντεμπούτο της εκείνη τη χρονιά, να αποκλειστούν από το διαγωνισμό.
Την επόμενη χρονιά η Eurovision δέχτηκε την πρώτη συμμετοχή της Ιρλανδίας, ενώ νικήτρια αναδείχθηκε άλλη μια νέα τραγουδίστρια, η Γαλλίδα France Gall, εκπροσωπώντας το Λουξεμβούργο, με τραγούδι που έγραψε ο Serge Gainsbourg. Το «Poupée de cire, poupée de son» ήταν αμφιλεγόμενο εξαρχής, αφού θεωρήθηκε υπερβολικά «ελαφρύ» και ποπ για τα στάνταρ του διαγωνισμού μέχρι τότε, αλλά γνώρισε μεγάλη επιτυχία και έδωσε ώθηση στην καριέρα της Gall, επηρεάζοντας καθοριστικά και τη μουσική εξέλιξη της Eurovision. Επίσης, με αφορμή την απόφαση της Σουηδίας να στείλει τραγούδι στα αγγλικά, θεσπίστηκε κανόνας που απαγόρευε στις χώρες να στέλνουν συμμετοχές σε άλλες γλώσσες εκτός της μητρικής τους, κάτι που ως τότε θεωρούταν αυτονόητο.
Το Ηνωμένο Βασίλειο προσπαθούσε για χρόνια να κερδίσει και τελικά το κατάφερε το 1967 με το «Puppet on a String» και τη Sandie Shaw, που κέρδισε με τεράστια διαφορά τους αντιπάλους της. Μια νίκη που όλοι σχεδόν περίμεναν να επαναληφθεί το 1968 στο Λονδίνο, στην πρώτη Eurovision που μεταδόθηκε έγχρωμη, αφού το τραγούδι του Cliff Richard «Congratulations» ήταν το αδιαφιλονίκητο φαβορί, για να ηττηθεί τελικά από την Ισπανία με τη Massiel και το «La, La, La». Το 1969 συνέβη ένα από τα μεγαλύτερα μπερδέματα στην ιστορία της Eurovision αφού τέσσερις χώρες – Ισπανία, Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο και Ολλανδία- μοιράστηκαν την πρώτη θέση με εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους τραγούδια, αφού ήρθαν βαθμολογικά ισόπαλες, αφαιρώντας κύρος από το διαγωνισμό.
Δεκαετία του ’70: οι ΑΒΒΑ και η πλήρης μετάβαση στην τηλεοπτική εποχή
Για να αποφευχθεί ένα παρόμοιο σκάνδαλο στο μέλλον, εισήχθη νέος κανόνας σύμφωνα με τον οποίο σε περίπτωση ισοπαλίας, τα ισόπαλα τραγούδια έπρεπε να ξαναερμηνευτούν επί σκηνής και οι επιτροπές που καθόριζαν το αποτέλεσμα να ξαναψηφίσουν. Το 1970 ήταν η χρονιά της Ιρλανδίας, με την επίσης έφηβη Dana να κερδίζει με το «All Kinds Of Everything», ενώ ένας άγνωστος τότε Julio Iglesias τραγουδούσε για την Ισπανία. Δύο χρόνια αργότερα, η Ελληνίδα Βίκυ Λέανδρος συμμετείχε για δεύτερη φορά στο διαγωνισμό εκπροσωπώντας το Λουξεμβούργο και καταφέρνοντας αυτή τη φορά να κερδίσει με το «Après toi», ενώ στο μεταξύ η Μάλτα είχε κάνει το ντεμπούτο της με όχι και τόσο καλά αποτελέσματα.
Το 1973 συμμετείχε για πρώτη φορά και το Ισραήλ, παρά το γεγονός ότι δεν ανήκε γεωγραφικά στην Ευρώπη, επειδή η δημόσια τηλεόρασή του ήταν μέλος της ΕBU, ενώ το 1974 ήταν η χρονιά της πρώτης ελληνικής συμμετοχής με τη Μαρινέλλα. Μια χρονιά που φυσικά σημαδεύτηκε από το φαινόμενο των ABBA που χάρη στην πρόσκαιρη χαλάρωση των κανονισμών για τη γλώσσα, μπόρεσαν να διαγωνιστούν με το «Waterloo», παρότι Σουηδοί, και να κερδίσουν, ξεκινώντας μια τεράστια διεθνή καριέρα, με το τραγούδι τους να ψηφίζεται το 2005 το καλύτερο που στάλθηκε ποτέ στο διαγωνισμό. Το 1975 σηματοδότησε την πρώτη συμμετοχή της Τουρκίας, ενώ το δώδεκα ορίστηκε ως η ανώτερη βαθμολογία που μπορούσαν να δώσουν οι επιτροπές.
Το «Save Your Kisses For Me»των Brotherhood of Man ήταν το νικητήριο τραγούδι από το Ηνωμένο Βασίλειο το 1976, ενώ το 1977 ήταν η πέμπτη και τελευταία μέχρι στιγμής νίκη της Γαλλίας. Το τέλος της δεκαετίας του ’70 σημαδεύτηκε από δύο συνεχόμενες νίκες του Ισραήλ, την πρώτη με το περίφημο «A-Ba-Ni-Bi» και τη δεύτερη με την μπαλάντα «Hallelujah», αν και η εμφάνιση που μάλλον έκλεψε την παράσταση το 1979 ήταν αυτή της Γερμανίας, που έφερε στη Eurovision μια εκκεντρικότητα και μια πιο…κραυγαλέα σκηνική παρουσία που θα γινόταν σήμα κατατεθέν της τα επόμενα χρόνια.
Δεκαετία του ’80: τα χορευτικά, ο Johnny Logan και η Celine Dion
Το 1980 το Μαρόκο συμμετείχε για μια και μοναδική φορά στη Eurovision, ενώ τη νίκη κέρδισε ο Johnny Logan για την Ιρλανδία, με το «What’s another year». Ο Αυστραλός που έγινε Ιρλανδός πολίτης μετά την πρώτη νίκη του στο διαγωνισμό θα γινόταν ο μοναδικός μέχρι στιγμής άνθρωπος που έχει κερδίσει τη Eurovision δύο φορές, αφού θα επαναλάμβανε τη νίκη του το 1987 με το «Hold Me Now». Το 1981 ήταν το ντεμπούτο της Κύπρου, ενώ οι Βρετανοί Bucks Fizz που κέρδισαν με το «Making Your Mind Up» ήταν οι πρώτοι που έκαναν μια ιδιότυπη… αλλαγή κοστουμιών επί σκηνής, με τις φούστες των δύο τραγουδιστριών να κονταίνουν.
Η επόμενη χρονιά ήταν πολύ πιο ήσυχη, με το νικητήριο τραγούδι «Ein Bisschen Frieden» της Nicole να αποτελεί έναν ύμνο για την ειρήνη. Η Eurovision μπήκε για τα καλά στα 80’s, όταν οι Σουηδοί Herrey’s κέρδισαν με το «Diggi-Loo Diggi-Ley» (που δε βγάζει νόημα σε καμιά γλώσσα!) φορώντας χρυσές μπότες και κάνοντας συγχρονισμένα χορευτικά το 1984. Τους διαδέχθηκαν στην πρώτη θέση η Νορβηγία και το Βέλγιο, που κέρδιζαν για πρώτη φορά. Η Βελγίδα Sandra Kim ήταν μόλις δεκατριών χρονών αλλά είπε στους παραγωγούς πως ήταν δεκαπέντε για να μπορέσει να συμμετέχει.
Αφού ο Johnny Logan έγραψε ιστορία με τη δεύτερή του νίκη, το 1988 παρέδωσε το τρόπαιο σε μια σχετικά άσημη Γαλλοκαναδή που εκπροσωπούσε την Ελβετία με το τραγούδι «Ne Partez Pas Sans Moi» και κατάφερε να επικρατήσει κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή στη βαθμολογία. Αν και η Céline Dion ήταν κάπως γνωστή στη Γαλλία και τον Καναδά, η νίκη απογείωσε την καριέρα της και λίγο αργότερα ξεκίνησε να δουλεύει το πρώτο της αγγλόφωνο άλμπουμ. Τα 80’s έκλεισαν με την πρώτη νίκη της Γιουγκοσλαβίας.
Δεκαετία του ’90:η παντοδυναμία της Ιρλανδίας και η εισαγωγή του televoting
Με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, πολλά τραγούδια στο διαγωνισμό του 1990 αντανακλούσαν την υπάρχουσα πολιτική κατάσταση, με ένα από αυτά, το «Insieme: 1992» του Ιταλού Toto Cutugno που μιλούσε για μια ενωμένη Ευρώπη να επικρατεί. Μετά από τη νίκη της Σουηδίας στη Ρώμη, τα ’90s ανήκαν σχεδόν ολοκληρωτικά στην Ιρλανδία, που διατηρεί μέχρι σήμερα το ρεκόρ των περισσότερων νικών: από το 1992 ως το 1994 έβγαινε πρώτη, για να παραδώσει τη θέση της στη Νορβηγία με το μαγευτικό «Nocturne» το 1995 και να επιστρέψει στις νίκες το 1996.
Το 1997 οι Βρετανοί Katrina and The Waves, διάσημοι από το «Walking on Sunshine», χάρισαν στο Ηνωμένο Βασίλειο την τελευταία μέχρι στιγμής νίκη του με το «Love Shine A Light». Στο μεταξύ η Eurovision είχε ανοίξει τις πόρτες της σε πρώην κομμουνιστικές χώρες, με τη Βοσνία, την Κροατία, την Εσθονία, την Ουγγαρία, τη Λιθουανία, την Π.Γ.Δ.Μ., τη Ρωσία, τη Ρουμανία, τη Σλοβακία και τη Σλοβενία να συμμετέχουν για πρώτη φορά μέσα στη δεκαετία του ’90.
Το 1998 ήταν μια σημαντική χρονιά για την ιστορία του θεσμού: εισήχθη για πρώτη φορά το televoting, μια απόφαση που έδωσε την ευκαιρία στο κοινό να κρίνει το νικητή, αλλά αργότερα θεωρήθηκε υπαίτια για τις πολιτικές συμμαχίες που άνθισαν στα επόμενα χρόνια, με πολλές ανατολικές χώρες να στέφονται νικήτριες, ακόμα και με αμφιλεγόμενα τραγούδια. Η Ιταλία, μια από τις ιδρυτικές χώρες, αποφάσισε να αποσυρθεί από το διαγωνισμό, θεωρώντας πως η ποιότητα είχε πέσει αισθητά, ενώ η νικήτρια εκείνης της χρονιάς, η Dana International έγραψε ιστορία εκπροσωπώντας το Ισραήλ και όντας η πρώτη τρανσέξουαλ συμμετέχουσα στη Eurovision. Η δεκαετία ολοκληρώθηκε με άλλη μια νίκη της σταθερά καλών επιδόσεων Σουηδίας, με την εγκατάλειψη της ζωντανής ορχήστρας αλλά και των γλωσσικών κανονισμών: κάθε χώρα ήταν ελεύθερη να τραγουδά σε όποια γλώσσα ήθελε.
Δεκαετία του 00’s: η επέλαση της Ανατολής και οι καλές επιδόσεις για την Ελλάδα
Περισσότερες χώρες από ποτέ συμμετείχαν στο διαγωνισμό με τη νέα χιλιετία. «Καινούριες» χώρες, όπως η Εσθονία και η Λετονία κατάφεραν να κερδίσουν με μια από τις πρώτες τους απόπειρες, το 2001 και το 2002 αντίστοιχα, ενώ η Ελλάδα πέτυχε την καλύτερη θέση που είχε λάβει μέχρι τότε, όταν οι Antique βρέθηκαν τρίτοι το 2001 με το «Die For You». Το 2003 ήταν η σειρά της Τουρκίας για την πρώτη της νίκη με τη Sertab Erener, μια από τις μεγαλύτερες σταρ της χώρας της, να φέρνει το διαγωνισμό στην Κωνσταντινούπολη.
Ο πρώτος ημιτελικός διοργανώθηκε το 2004, εφόσον οι χώρες που ήθελαν να διαγωνιστούν γίνονταν πολλές και το σύστημα του να βασίζεται η συμμετοχή τους μόνο στη βαθμολογία της προηγούμενης χρονιάς θεωρήθηκε άδικο. Ο Σάκης Ρουβάς και ο Σέρβος Željko Joksimović ήταν από τα μεγαλύτερα φαβορί μαζί με την Ουκρανή Ruslana, η οποία με το «Wild Dances» και την εκρηκτική σκηνική της παρουσία έφερε το τρόπαιο στο Κίεβο, μια πόλη που αποδείχθηκε τυχερή για την Ελλάδα, αφού -τριάντα χρόνια μετά την πρώτη της συμμετοχή- κατάφερε να κερδίσει στην πρωτεύουσα της Ουκρανίας με την Έλενα Παπαρίζου και το «My Number One».
Η διοργάνωση της Αθήνας το 2006 είχε τουλάχιστον απροσδόκητο νικητή: οι Φινλανδοί Lordi με το «Hard Rock Hallelujah», ήρθαν, τρόλαραν και κέρδισαν, φέρνοντας τη Eurovision για πρώτη φορά στο Ελσίνκι. Το 2007 σηματοδοτήθηκε από τη μάχη ανάμεσα στη λιτή μπαλάντα της Σερβίας «Molitva» και στο απροκάλυπτα διασκεδαστικό κιτς της Ουκρανής Verka Serduchka, με την πρώτη τελικά να επικρατεί. Το 2008 οι ημιτελικοί έγιναν δύο, ενώ ο Ρώσος Dima Bilan με το «Believe» ήταν ο τελικός νικητής. Η Eurovision της Μόσχας, στην οποία επέστρεψαν οι επιτροπές, καθορίζοντας το 50% των ψήφων, αποτέλεσε το θρίαμβο του Νορβηγού Alexander Rybak, που με το βιολί του κατάφερε να συγκεντρώσει 387 βαθμούς, σπάζοντας το ρεκόρ τότε.
Η δεκαετία του 2000 ήταν η καλύτερη για την Ελλάδα μέχρι στιγμής, με μια πρωτιά, τρεις τρίτες θέσεις και σχεδόν κάθε χρονιά θέση μέσα στη δεκάδα, με εξαίρεση το αξέχαστο 2002 και το 2003.
Δεκαετία του 10’s: η τεχνολογία και η στροφή στην ποιότητα
Η δεκαετία που διανύουμε είδε μάλλον δραματική μείωση στις κραυγαλέα εκκεντρικές εμφανίσεις, αφού, λόγω ίσως και των επιτροπών, τέτοιες συμμετοχές συχνά (αλλά όχι πάντα) δεν καταφέρνουν να πάρουν μια καλή θέση. Επίσης, κάποιες χώρες σταμάτησαν να συμμετέχουν ή έλειψαν για μια ή δυο χρονιές εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, είχαμε όμως και πολυαναμενόμενες επιστροφές, όπως της Ιταλίας και της Αυστρίας. Η Γερμανία κατάφερε μετά από πολλά χρόνια να κερδίσει το 2010 με το «Satellite» και τη Lena, ένα απλό ποπ τραγούδι που δεν είχε τίποτα το φορτωμένο στη σκηνική του παρουσίαση.
Την πρώτη νίκη του κατάφερε να πετύχει και το Αζερμπαϊτζάν, που προσπαθούσε διακαώς για αυτό από το 2008 και την πρώτη του συμμετοχή, ενώ το 2012 και το 2015 ήταν και πάλι οι χρονιές της Σουηδίας, με τη Loreen και το «Euphoria» να δίνουν στο διαγωνισμό μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του και το «Heroes» του Måns Zermelöw να χρησιμοποιεί την τεχνολογία και τις δυνατότητες της σκηνής με μοναδικό τρόπο. Η πιο χαρακτηριστική ίσως νικήτρια των τελευταίων χρόνων ήταν η Conchita Wurst, που με το «Rise Like a Phoenix» το 2014 έφερε στην Αυστρία το τρόπαιο σχεδόν πενήντα χρόνια μετά την τελευταία της νίκη.
Και η Eurovision ξαναπροσγειώθηκε στο Κίεβο μετά από την περσινή νίκη της Jamala με το «1944», ένα τραγούδι που η ίδια ισχυρίστηκε ότι είχε να κάνει με ιστορικά γεγονότα, πολλοί όμως το ερμήνευσαν ως μήνυμα κατά της ρωσικής επέμβασης στην Κριμαία. Κι αυτό το γεγονός ήρθε να προστεθεί στη μακρά λίστα πολιτικών αψιμαχιών που έχουν σημαδέψει το διαγωνισμό, με χώρες να επηρεάζονται από τις μεταξύ τους εντάσεις ή ακόμα και να απέχουν όταν ο διαγωνισμός φιλοξενείται σε χώρα «εχθρική» προς αυτές (Γεωργία-Ρωσία, Αρμενία-Αζερμπαϊτζάν, Ρωσία-Ουκρανία).
Παρ’ όλα αυτά, ο διαγωνισμός -που αποτελεί την ένοχη απόλαυση πολλών και το φαινόμενο που λατρεύουν να μισούν άλλοι τόσοι -παρουσιάζει αυτές τις μέρες την εξηκοστή πρώτη εκδοχή του και είναι πιο δημοφιλής από ποτέ, με χώρες όπως η Αυστραλία να συμμετέχουν, ενώ έχει αρχίσει μετά από τόσες δεκαετίες να γίνεται γνωστός και στην Αμερική. Η ιδέα που είχαν οι υπεύθυνοι της EBU το 1955, για να ενώσουν την Ευρώπη, έχει πάρει διαστάσεις που μάλλον ούτε κι οι ίδιοι δε φαντάζονταν, και λόγω του ανοιχτού της χαρακτήρα έχει γίνει πλατφόρμα έκφρασης για όλων των ειδών τους καλλιτέχνες, όπως και για την γκέι κοινότητα. Αν και η Eurovision έχει φτάσει μια σεβαστή ηλικία, η σύνταξή της δε φαίνεται πουθενά στον ορίζοντα.
Πηγές: wikipedia, eurovision tv