Ο κλάδος της ειδικής αγωγής κρίνεται απαραίτητος και σημαντικός στην εκπαίδευση. Ειδική αγωγή και ανάδειξη χαρισμάτων συμπορεύονται. Κατά καιρούς αποδεικνύεται ότι τα άτομα με ειδικές ανάγκες, προικίζονται με χαρίσματα, τα οποία μένουν ανεκμετάλλευτα. Από τη μία πλευρά υπάρχει η αδιαϕορία και ο ατομισμός, από την άλλη η καλή θέληση, η ευαισθητοποίηση, ο εθελοντισμός, η εκπαίδευση, ελπιδοϕόρες πλευρές. Ας κρατήσουμε τις ελπιδοϕόρες πλευρές και ας δούμε συνοπτικά τι μπορεί να συμβαίνει με τους ανθρώπους με ειδικές ανάγκες, από τη μικρότερη ηλικία, η οποία είναι και η καθοριστικότερη.
Η λεγόμενη «ειδική αγωγή», ο εκπαιδευτικός αυτός κλάδος, είναι ο αρμόδιος για την ανάδειξη αυτών των ανθρώπων. Από παλαιότερα έγιναν προσπάθειες για την εξάλειψη των αρνητικών αντιλήψεων για τα άτομα με ειδικές ανάγκες, την ανάδειξη του κοινωνικού προβλήματος αναϕορικά με την αντιμετώπισή τους και για την ισότιμη ένταξή τους στην εκπαίδευση και στην κοινωνία.
Η νομοθεσία επιχειρεί να δώσει την καλύτερη δυνατή λύση για αυτούς τους ανθρώπους. Στη σύγχρονη Ελληνική νομοθεσία, σύμϕωνα με τον Νόμο 94 142/1985, ειδική αγωγή σημαίνει η ειδικά σχεδιασμένη διδασκαλία που υποστηρίζεται ή μπορεί να υποστηρίζεται σε κατάλληλα από ειδικά προγράμματα συμπληρωματικών υπηρεσιών και μπορεί να παρέχεται σε κατάλληλα διαρρυθμισμένους και εξοπλισμένους χώρους για την ικανοποίηση των ειδικών αναγκών του παιδιού.
Επίσης, σύμϕωνα με την ισχύουσα ελληνική νομοθεσία, στους μαθητές με αναπηρία και ειδικές ανάγκες συγκαταλέγονται κυρίως όσοι παρουσιάζουν νοητική αναπηρία, πολλαπλές και αισθητηριακές αναπηρίες (κωϕοί, βαρήκοοι), κινητικές αναπηρίες, χρόνια μη ιάσιμα νοσήματα, διαταραχές ομιλίας-λόγου, ειδικές μαθησιακές δυσκολίες (δυσλεξία, δυσγραϕία, δυσαριθμισία, δυσαναγνωσία, δυσορθογραϕία), σύνδρομο ελλειμματικής προσοχής με ή χωρίς υπερκινητικότητα, διάχυτες αναπτυξιακές διαταραχές (αυτισμός) και ψυχικές διαταραχές. Στη σημερινή κοινωνία καταβάλλονται ϕιλότιμες προσπάθειες για την ένταξη των ατόμων με ειδικές ανάγκες στην εκπαίδευση και στην κοινωνία. Η πολιτεία από την πλευρά της παρουσιάζει έγγραϕα που επιχειρούν να αποσαϕηνίσουν το ρόλο της ειδικής εκπαίδευσης.
Η ειδική εκπαίδευση απευθύνεται σε άτομα με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, με σωματικές. διανοητικές. ψυχολογικές, συναισθηματικές και κοινωνικές ιδιαιτερότητες. που παρουσιάζουν σημαντική δυσκολία μάθησης και προσαρμογής. Η εκπαιδευτική πολιτική για την ειδική εκπαίδευση ευνοεί την ενσωμάτωση όλων των μαθητών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες στα σχολεία της γενικής εκπαίδευσης -σε κανονικά ή χωριστά τμήματα – υποστηρίζοντας την εκπαιδευτική διαδικασία με το κατάλληλο εκπαιδευτικό προσωπικό, υλικό και εξοπλισμό.
Οι μαθητές με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, είναι παιδιά με σωματικές, διανοητικές. ψυχολογικές, συναισθηματικές και κοινωνικές ιδιαιτερότητες που παρουσιάζουν σημαντική δυσκολία μάθησης και προσαρμογής. Είναι όμως χαρισματικά παιδιά και ευϕυέστατα. Τους αξίζει η καλύτερη δυνατή μεταχείριση.
Υπάρχει ρατσισμός ως προς τους μαθητές με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες; Σαϕώς, δεν θα πρέπει να υπάρχει. Προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι μαθητές αυτοί, επί ίσοις όροις ,μπορούν να ϕοιτούν σε κανονική σχολική τάξη με την παράλληλη στήριξη εκπαιδευτικού ειδικής εκπαίδευσης, σε κατάλληλα οργανωμένα και στελεχωμένα τμήματα ένταξης που λειτουργούν στα κανονικά σχολεία της γενικής και τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης ή σε αυτοτελή σχολεία ειδικής εκπαίδευσης. Όμως, έρευνες δείχνουν χαμηλά ποσοστά ϕοίτησης μαθητών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες. Γι’ αυτό το λόγο λοιπόν, υπάρχει ανάγκη περαιτέρω ενίσχυσης της συμμετοχής των ατόμων με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης ιδίως δε στην προσχολική εκπαίδευση όπου τα σχετικά ποσοστά συμμετοχής είναι ιδιαίτερα χαμηλά. Υπάρχει μία κατανομή ως προς την εκπαίδευση των μαθητών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες.
Στην ειδική αγωγή, διακρίνονται τα εξής μοντέλα: το παραδοσιακό, όπου η εκπαίδευση και ενσωμάτωση εξαρτώνται από το είδος των προβλημάτων των παιδιών, των ειδικών εκπαιδευτικών αναγκών που έχει ως βασικό κριτήριο ενσωμάτωσης τις παιδαγωγικές ανάγκες των μαθητών, της εξωτερικής στήριξης, που βοηθά τα παιδιά να ενταχθούν ισότιμα στη διαδικασία ενσωμάτωσης και τέλος της ενσωμάτωσης για όλους που δέχεται τον μαθητή στο κανονικό εκπαιδευτικό σύστημα, ανεξάρτητα από τις ιδιαιτερότητες του.
Επιπλέον, ως προς μία πιο γενικευμένη αντιμετώπιση, υπάρχει και το ιατρικό μοντέλο, το οποίο σχετίζεται ιατρικά με το ίδιο το άτομο και το ίδιο πρόβλημα αναπηρίας, επομένως μπορεί να απομονώνει το πρόβλημα. Αντίθετα, το κοινωνικό μοντέλο μεταϕέρει το πρόβλημα στην κοινωνία, προσπαθεί να βγάλει τις «ταμπέλες» από το άτομο με ειδικές ανάγκες και να το ϕέρει ομαλά στην κοινωνία, παρουσιάζοντας τα προβλήματα του ως ϕυσιολογικά.
Τοιουτοτρόπως αποϕεύγεται η ρατσιστική αντιμετώπιση, αϕού ο εν λόγω τρόπος μπορεί να δώσει στον άνθρωπο με ειδικά προβλήματα αυτοεπιβεβαίωση, να τον εντάξει στην κοινωνία και να τον καταστήσει ικανό να βοηθήσει μόνος του τον εαυτό του, δίνοντάς του κίνητρα αυτενέργειας.
Το κοινωνικό μοντέλο λοιπόν, παρουσιάζεται πιο αισιόδοξο από το ιατρικό, όμως υπάρχουν μορϕές αναπηρίας που χρήζουν μεγαλύτερης ατομικής προσοχής και εξέτασης. Εϕαρμόζοντας το πολυδιάστατο μοντέλο, συνδυάζονται ιατρικό και κοινωνικό μοντέλο, ώστε να καλυϕθεί και η μονόπλευρη και μία γενικότερη οπτική του θέματος.
Η εμπειρία δείχνει, ότι όταν δίνονται ευκαιρίες και ενθαρρύνσεις στα άτομα με ειδικές ανάγκες, τα ίδια αποδεικνύονται χαρισματικότατα άτομα.
Οι κατάλληλες βάσεις για την ορθότερη διαμόρϕωση των εν λόγω προσωπικοτήτων, μπορούν να τεθούν από όσο το δυνατότερο μικρότερες ηλικίες. Τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα μπορούν να προκύψουν μέσω της κατάρτιση των ειδικών που διαγιγνώσκουν τα προβλήματα και καθίστανται αρμόδιοι για την ένταξη των παιδιών στα αντίστοιχα σχολεία ή τμήματα, με την κατάρτιση των εκπαιδευτικών αλλά και με τις κατάλληλες υποδομές και εξοπλισμό των σχολικών μονάδων.
Με τους προαναϕερθέντες τρόπους, η αντιμετώπιση των παιδιών με ειδικές ανάγκες και η ισότιμη ένταξή τους στο σχολείο και στην κοινωνία, δύναται να βελτιωθεί. Θα πρέπει να δεχθεί η κοινωνία την εξής πραγματικότητα: Όλοι οι άνθρωποι έχουν ταλέντα και χαρίσματα, ανεξαρτήτως ειδικών σωματικών-αναπτυξιακών δυσκολιών, αρκεί να αναδειχθούν.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι ανάδειξης των ικανοτήτων και των ταλέντων των μαθητών. Μέσω συνεργατικής μεθόδου μεταξύ των γονέων, δασκάλων και μαθητών μπορούν να εντοπιστούν οι χαρισματικές ικανότητες των παιδιών και κυρίως των παιδιών με ειδικές ανάγκες, να ενθαρρυνθούν οι εν λόγω μαθητές, να αναδειχθούν τα ταλέντα τους ούτως ώστε να ενταχθούν ισότιμα όλα τα παιδιά στην κοινωνία και το σχολείο.
Επίσης, με την κατάλληλη υπευθυνότητα της πολιτείας, της συνεργασίας των εκπαιδευτικών, μαθητών με τις κατάλληλες μεθόδους, οι εκπαιδευτικοί και οι γονείς, μπορούν να εντοπίσουν τις χαρισματικές ικανότητες των παιδιών με ειδικές ανάγκες, να τις αναδείξουν, να ενθαρρύνουν τους μαθητές έτσι ώστε να ενταχθούν ισότιμα στο σχολείο και στην κοινωνία.
Όλα τα παιδιά με ειδικές ανάγκες ή μη έχουν χαρίσματα, ταλέντα, αρκεί να εντοπιστούν και να αναδειχθούν. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με τις κατάλληλες υλικοτεχνικές υποδομές που πρέπει να προσϕέρει η πολιτεία ή ο ιδιώτης της σχολικής μονάδας καθώς και με την πρέπουσα κατάρτιση των εκπαιδευτικών και των αρμόδιων ειδικών που παραπέμπουν τους μαθητές στα ανάλογα τμήματα ή ειδικά σχολεία. Ένας άλλος σημαντικός τρόπος είναι η ενημέρωση και η ευαισθητοποίηση της κοινωνίας με διάϕορους τρόπους, όπως Μ.Μ.Ε., εκδηλώσεις της πολιτείας ή συλλόγων ΑΜΕΑ, ντοκιμαντέρ, συνέδρια, βιβλία, πληροϕορίες στο διαδίκτυο, τηλεοπτικές εκπομπές κτλ. Μέσω πολλών μέσων μπορεί ο καθένας να ενημερωθεί για τα δικαιώματα των ανθρώπων με ειδικές ανάγκες. Είναι ευθύνη του κάθε ανθρώπου ξεχωριστά να είναι ενημερωμένος και ευαισθητοποιημένος για τέτοια θέματα, αρκεί να δίνει τα κατάλληλα ερεθίσματα η πολιτεία και το σχολείο που αποστολή του είναι η μόρϕωση των παιδιών, η παροχή της παιδείας και η ευαισθητοποίηση των μαθητών για διάϕορα κοινωνικά θέματα που αϕορούν τους συνανθρώπους τους και το περιβάλλον που ζουν. Η ενημέρωση έγκειται στη δική μας πρωτοβουλία και είναι όχι μόνο ευθύνη της πολιτείας αλλά και δική μας ευθύνη.
Πηγές:
1) Δαβάζογλου- Σιμοπούλου, Α. (1999), Τα χαρισματικά παιδιά στην εκπαίδευση, Θέματα ειδικής παιδαγωγικής, Arrowhead, Αλεξανδρούπολη 2) Ζώνιου- Σιδέρη, Α. (1998), Οι ανάπηροι και η εκπαίδευσή τους: Μία ψυχοπαιδαγωγική προσέγγιση της ένταξης, 3η έκδοση, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα 3) Καΐλα, Μ., Πολεμικός, Ν., Φιλίππου, Γ., (επιμ.), (1995), Άτομα με Ειδικές Ανάγκες: Σύχρονες κατευθύνσεις και απόψεις σε προβλήματα πρόληψης, παρέμβασης, αντιμετώπισης, Διεπιστημονικό Ευρωπαϊκό Συμπόσιο, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Ρόδος (Μάιος 1992), Τ. Β΄., Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα 4) Μπάρμπας, Γ. (2007) Σχολείο και μάθηση, μια αποκλίνουσα σχέση. Θεσσαλονίκη: Προμηθεύς. 5) Παντελιάδου, Σ. (1995), Εισαγωγή στην ειδική αγωγή (σημειώσεις για το μάθημα), Θεσσαλονίκη, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης 6) Πολυχρονοπούλου, Σ. (2003), Παιδιά και έϕηβοι με ειδικές ανάγκες και δυνατότητες: Σύγχρονες τάσεις εκπαίδευσης και ειδικής υποστήριξης, , Τ .Α΄, Αθήνα: Σταυρούλα Πολυχρονοπούλου- Ζαχαρόγεωργα 7) Σούλης, Σ.Γ. (2002) Παιδαγωγική της ένταξης: Από το «σχολείο του διαχωρισμού» σε «ένα σχολείο για όλους» . Τ. Α΄. Αθήνα. Τυπωθήτω 8) Στασινός, Δ. (1991), Η ειδική εκπαίδευση στην Ελλάδα: Αντιλήψεις, θεσμοί και πρακτικές. Κράτος και ιδιωτική πρωτοβουλία (1906-1989), Αθήνα, Gutenberg 9) Τζουριάδου, Μ. (1995). Παιδιά με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες. Αθήνα: Προμηθεύς 10) Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (2007): Προγραμματική Περίοδος 2007-2013- Επιχειρησιακό Πρόγραμμα: ΕΠ Εκπαίδευση και δια βίου μάθηση (επίσημη υποβολή), Αθήνα, YΕΠΘ