
Η τέχνη των θολωτών τάφων ανάγεται στην αρχαιότητα, ενώ είναι βασισμένη στις αρχές της Αρχαίας Ελληνικής Αρχιτεκτονικής. Το ιδιαίτερο γνώρισμα των θολωτών τάφων είναι ότι αποτελείται από ένα θολωτό ανάχωμα, το οποίο καλύπτει τον τάφο. Εξού και η ορολογία θολωτός τάφος.
Η χρήση των συγκεκριμένων τάφων γινόταν όχι μόνο για να θάψουν τους νεκρούς βασιλείς τους αλλά και για να αποταμιεύσουν χρυσό, σιτηρά και άλλα αναγακαία ζωτικής σημασίας αγαθά. Συνήθως η οροφή του πλευρικού θαλάμου ήταν επενδυμένη με μια ασβεστολιθική πλάκα, η οποία ήταν διακοσμημένη με ανάγλυφη τεχνοτροπία. Βέβαια τα θολωτά μέρη του τάφου, δηλαδή ο θόλος, αποτελούνταν από ένα παράθυρο, το οποίο εξασφάλιζε την ισορροπία του υπερβολικού βάρους της θολωτής οροφής που αντιμετώπιζε γι’ αυτόν τον λόγο στατικά προβλήματα. Το παράθυρο ή αλλιώς υπέρθυρο (δηλαδή το παραθυρο που βρίσκεται πάνω από την πόρτα> θύρα) είχε σχήμα τριγώνου για να διαμοιράζει το βάρος του θόλου δεξιά κι αριστερά στις παραστάδες του.

Όλοι οι θολωτοί τάφοι που ανακαλύφθηκαν στον ελλαδικό χώρο, από τους αρχαιολόγους είναι υπόγειοι με εξαίρεση τον επονομαζόμενο τάφο «ο θησαυρός του Μινύα» στον Ορχομενό που είναι υπέργειος.
Φυσικά τα ευρήματα των θολωτών τάφων δείχνουν μια πολυπλοκότητα ως προς την προέλευση, χωρίς όμως να διαστρεβλώνεται η χρονολογική τοποθέτησή τους. Για παράδειγμα οι τάφοι της Μεσσαράς στην Κρήτη χρονολογούνται στην Πρωτομινωική Περίοδο και είναι υπέργειοι, ενώ οι θολωτοί τάφοι της Αργολίδας ανήκουν στον μυκηναϊκό πολιτισμό και είναι υπόγειοι. Άλλη διαφορά μεταξύ των δύο τάφων είναι ότι οι τάφοι στη Μεσσαρά έχουν μεγάλο πάχος τοίχων, με κλίση προς τα μέσα, καθώς διαθέτουν δρόμο και τύμβο. Αντιθέτως οι τάφοι στην Αργολίδα διαθέτουν τύμβο, ο οποίος είναι τεχνητή επίχωση, με την κάλυψη δηλαδή των εδαφικών στρωμάτων. Μια τρίτη διαφορά είναι και το γεγονός ότι οι τάφοι της Μεσσαράς ήταν τάφοι γενεών, δηλαδή χρησιμοποιήθηκαν για πολλές γενιές, ενώ οι τάφοι της Αργολίδας ήταν ατομικοί τάφοι που προορίζονταν για τον ηγεμόνα, αλλά και για τους απογόνους του.

Πού εντάσσονται όμως χρονολογικά οι περισσότεροι θολωτοί τάφοι; Οι περισσότεροι ιδρύθηκαν σε ένα περιβάλλον που ονομάστηκε Πρωτοελλαδικό II. Το Πρωτοελλαδικό II περιβάλλον ανήκει χρονολογικά στην Υστεροελλαδική III A- B περίοδο, κατά την οποία περίοδο παρατηρείται μια μεταγενέστερη χρήση ή και λατρεία των τάφων. Βέβαια οι θολωτοί τάφοι της Μεσσαράς ανήκουν στην Πρωτομινωική Περίοδο, ενώ οι τάφοι στην Αργολίδας έπονται και χρονολογούνται κατά την Υστεροελλαδική II Περίοδο.
Κύριο χαρακτηριστικό των θολωτών τάφων ήταν ότι καλύπτονταν από έναν τεχνητό λοφίσκο από χώμα κια πέτρες, ο οποίος προστάτευε από την φυσική φθορά. Η επιβλητική αυτή επιφανειακή προεξοχή, μαζί με την ασβεστολιθική πλάκα (που υπήρχε στην οροφή του πλευρικού θαλάμου) λειτουργούσε ως ταφικό σήμα.
Φυσικά υπήρξαν και άλλα είδη τάφων: οι θαλαμωτοί και οι λακκοειδείς. Οι θολωτοί τάφοι συνυπήρξαν με τους θαλαμωτούς ως οι νεότεροι τύποι τάφων, οι οποίοι για ένα διάστημα χρησιμοποιούνταν συγχρόνως με τους λακκοειδείς (τους παλιότερους τάφους της Μινωικής ή Πρωτομινωικής Περιόδου).
Εν κατακλείδι, οι θολωτοί τάφοι (που ήταν σύμβολα του Μυκηναϊκού πολιτισμού) ήταν και η συνέχεια του μινωικού πολιτισμού όσο αφορά στην τέχνη της κατασκευής τους κατά την Υστεροελλαδική II Εποχή (1600 – 1400 π.Χ.).
Πηγή
Οι θολωτοί τάφοι στην Αρχαία Ελλάδα. Ανακτήθηκε από https://archaia-ellada.blogspot.com/2013/11/blog-post_28.html/. (τελευταία πρόσβαση 6/1/2025)