Το παρακάτω σκηνικό είναι σαν βγαλμένο από ανέκδοτο: Ένας Γάλλος, μια Ιταλίδα και δύο Έλληνες βρίσκονται σ’ ένα αμάξι που τρέχει με 200 χλμ.
Αγαπώ πολύ τις αντιφάσεις και τα σουρρεάλ σκηνικά, κι ένα απ’ αυτά με βρήκε στα μέσα του Αυγούστου στο οτοστόπ από το Λουξεμβούργο προς τις Βρυξέλλες, στο Skoda Octavia (προφανώς βγαλμένο από το μέλλον..) ενός παλαβού Γάλλου και της Ιταλίδας κοπέλας του. Να εξηγηθώ: ο Γάλλος μια χαρά νορμάλ άνθρωπος ήταν, μόνο που ερωτοτροπούσε με το θάνατο σε κάθε άγγιγμα του ποδιού του στο πεντάλ του γκαζιού – και πάνω που νόμιζα ότι εγώ οδηγάω σαν το θάνατο. Αφότου κάναμε αρκετές προσπάθειες να ξεπεράσουμε το πρώτο σοκ και συνειδητοποιήσαμε ότι υπάρχουν στ’ αλήθεια αμάξια με ABS, BBC, CBC, HBO, MMS και M&Ms τα οποία φρενάρουν από τα 200 χλμ στα 100 μέσα σε 3 δευτερόλεπτα δίχως να το καταλάβεις, πιάσαμε κουβέντα με τον φιλομαθή οδηγό μας, ο οποίος, παρ’ όλη την εντονότατη προφορά του που δυσκόλευε και τον πιο εξασκημένο σε όλες τις εκδοχές των αγγλικών ακροατή, ενδιαφερόταν να μάθει διάφορα πράγματα για την πατρίδα μας αλλά και τις γειτονικές της. Κι αφότου μιλήσαμε για ένα σωρό ενδιαφέροντα ιστορικά πράγματα, το ενδιαφέρον των συνομιλητών μας στράφηκε στα γειτονικά Σκόπια, όχι όμως σε συνάφεια με τα πρόσφατα γεγονότα της ονοματοδοσίας κλπ (τα οποία δεν γνωρίζανε) αλλά αναφορικά με άλλα άσχετα πράγματα. Όταν αναφέρθηκα λοιπόν στα Σκόπια, η κοπέλα συγκαταβατικά είπε “Makedonia”, έχοντας προφέρει το C ως Κ, πράγμα που μου θύμισε ακόμα περισσότερο την ετυμολογία της λέξης.
Κι αρχίσαμε μια αρκετά επεξηγηματική συζήτηση, με πάμπολες ιστορικές αναδρομές προκειμένου να εξηγήσουμε σε δύο ανθρώπους που σαφώς δεν είχαν ιδιαίτερη ιστορική και γεωγραφική γνώση των εδώ πραγμάτων, τι ακριβώς έχει συμβεί με το θέμα, χωρίς να προσπαθήσουμε να πείσουμε κανέναν για τίποτα. Άλλωστε, όπως πάμπολλοι έχουν πει, ο καθένας με δικά του λόγια, αν θέλεις να πεις σε κάποιον κάτι, δείξε του να ψάξει, να διαβάσει.
Με αφορμή λοιπόν αυτή τη συζήτηση, εγώ που έχω βγει από το προστατευμένο καβούκι του σπιτιού μου και της χώρας μου μόνο για ταξίδια (ουκ ολίγα ομολογουμένως), συνειδητοποίησα εκείνη την ώρα πώς φτιάχνεται εν τέλει η ιστορία, όχι αυτή που γράφεται στα βιβλία, αλλά αυτή που ζουν και ξέρουν οι άνθρωποι. Και θέλω νας σας παραθέσω μερικά facts μόνο, προς προβληματισμό.
- Η Ιταλίδα συνοδηγός, με την ευτυχώς υπέροχη προφορά σε αντίθεση με τον οδηγό, μια κοπέλα γύρω στα 26 απ’ όσο φαινόταν, δεν είπε “North Macedonia”, κι απ’ όσο φάνηκε εν συνεχεία δεν γνώριζε γι’ αυτή την μικρή διάκριση, ή αλλιώς την περιπαιχτική λεξούλα-πρόθεμα μπροστά από μια λέξη που προσπαθεί να βρει την σημασία της, όχι γιατί την έχασε, αλλά γιατί οι άνθρωποι της τα μπλέξανε πάρα πολύ.
- Η Ελληνίδα (και Μακεδόνισσα) που παραθέτει τους προβληματισμούς της αυτή τη στιγμή, δεν κατέβηκε σε καμία διαμαρτυρία για το όνομα του τόπου και της πατρίδας της, από καθαρή δειλία, γιατί φοβόταν και δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να βρεθεί σε συγκεντρώσεις όπου μαζεύονται και ακροδεξιά στοιχεία. Έμφαση στο και. Γιατί αν θεωρούμε ότι όλος αυτός ο κόσμος που κατέβηκε είναι η ακροδεξιά της Ελλάδας βαυκαλιζόμαστε στο όνομα ενός κενού προοδευτισμού, τη στιγμή που η πρόοδος είναι κάτι τελείως άσχετο -ευτυχώς- απ’ αυτό που εμείς έχουμε στο ημικομπλεξικό μυαλό μας. Και θα σας πω γιατί λέω ημικομπλεξικό. Γιατί, είμαστε άνθρωποι που μεγάλωσαν σ’ ετούτο τον τόπο μα τον απαρνιόμαστε εύκολα, φοβούμενοι μη μας πουν-τι; Μη μας πουν εθνικιστές, μη μας πουν δεξιούς, μη μας πουν συντηρητικούς, μη μας πουν κολλημένους, μη μας πουν, μη μας πουν, μη μας πουν. Και με αυτό το φόβο του μη μας πουν καθόμαστε στον ωραίο καναπέ μας συζητώντας ατελείωτα για πολιτικές και επαναστάσεις ενώ την ίδια στιγμή ντρεπόμαστε να προφέρουμε μια τόσο απλή λέξη, την λέξη πατρίδα.
Όχι, σαφώς και δεν πίστεύω και εξ αρχής δεν πίστευα ότι οι συναθροίσεις και οι διαμαρτυρίες θα είχαν ποτέ κάποιο αποτέλεσμα δυστυχώς. Αλλά δεν εξετάζω αυτό, αναφέρομαι στην δυνατότητα όμως να μιλήσεις, να φωνάξεις, να δείξεις έστω κάτι, σε μια δημοκρατία που δυστυχώς δίολου άμεση δεν είναι, ίσα ίσα είναι ό,τι πιο συγκεντρωτικό από πλευράς αποφάσεων, και που αυτό το συγκεντρωτικό σ’ έχει καθηλώσει άπραγο κι άβουλο στον καναπέ σου με την ψευδαίσθηση της εκλογής μια φορά στα χίλια χρόνια (συγγνώμη, στα τέσσερα), και σε κάνει όλο και πιο δειλό να μιλήσεις, να διαφοροποιηθείς, να ΠΕΙΣ βρε αδερφέ δημόσια αυτό που θες. Όμως ξεχνάμε ότι αυτό το “να πεις δημόσια αυτό που θες” ήταν αυτή η ίδια η αρχή, το ξεκίνημα, η ουσία της δημοκρατίας, της συνάθροισης των ανθρώπων για κοινωνικά, πολιτικά, πολιτειακά ζητήματα.
Κι έτσι μια θλιβερή ημέρα, που όμως σε ‘μας θα μοιάζει μια ημέρα σαν τις άλλες, θα έρθει περήφανα ο κρυφοφασισμός της πολιτικής ορθότητας, αυτός ο φασισμός ο χειρότερος και πιο τρομακτικός απ’ όλους γιατί είναι ντυμένος την προβιά της δημοκρατίας και θα σου πει πως το άγαλμα του Αλεξάνδρου στην παραλία πρέπει να μην βρίσκεται πια εκεί, πρέπει να κατέβει, γιατί προσβάλλει ιστορικά την γείτονα χώρα. Κι εσύ θα το δεχτείς, γιατί προσβάλλει την γείτονα χώρα. Κι οι δυο τρεις ανακύπτοντες προβληματισμοί σου θα εξανεμηθούν σύντομα στην ασφάλεια της κανονικότητας του συνόλου, στο γεγονός ότι δεν απέκλινες καθόλου απ’ αυτό και στην βόλεψη του καναπέ σου. Αλλά να το ξέρεις πως θα ‘σαι ο μόνος συμπλεγματικός της υπόθεσης, γιατί ο ευρωπαίος Γάλλος την αγαπάει την πατρίδα του χωρίς να αμνηστεύει τα λάθη της (γιατί επιτέλους είναι άλλο το ένα και άλλο το άλλο!), γιατί ο υπέροχος ευδιάθετος μεσήλικας Σκωτσέζος την αγαπάει την πατρίδα του, γνωρίζει την ιστορία της και αναπτύσσει κρίση μ’εσα απ’ αυτήν, κι όταν τον ρώτησα για τις σχέσεις των Σκώτων με τους Βρετανούς πολύ λογικά και απλά μου απάντησε πως έτερον εκάτερον, μεταξύ ανθρώπων είναι όλα αρμονικά κι ωραία, γιατί οι Λουξεμβουργιάνοι νέοι στο υπέροχο Café des Artistes χαρούμενα και δίχως κανένα κόμπλεξ τραγουδούσαν τα εθνικά τους τραγούδια με μια ανεπιτήδευτη περηφάνια που πηγάζει από την λογική ισορροπία και αρμονία των ανθρώπων που κατοικούν σ’ ένα μέρος, που αγαπόυν ένα μέρος, που είναι τα σπίτια τους και μεγάλωσαν σ’ αυτό το μέρος. Αυτό το μέρος που οι άλλοι άνθρωποι της γης λένε πατρίδα.
Κι έτσι όταν το επιχείρημα της προσβολής της γειτονικής χώρας κι άλλα τόσα λογικοφανή μα τόσο σουρρεάλ και παλαβά επιχειρήματα αδειάσουν το μέσα σου από κάθε στοιχείο ταυτότητας και ο μόνος θησαυρός κι ασφάλεια που θα σου ‘χει μείνει θα ΄ναι ο καναπές σου, ίσως να καταλάβεις πως εσύ προσέβαλες τόσα χρόνια τον εαυτό σου και την νοημοσύνη του. Γιατί η ιστορία θα σε βρει κάποια στιγμή. Ακούς εαυτέ μου;
Κράτησα για το τέλος αυτό που ένας τόσο ξεχωριστός μα αφανής άνθρωπος κάποτε μου είπε κι απόρησα με την απλότητα και το μεγαλείο του:
“Πίστευα πάντα πως αυτός που αγαπά και σέβεται την πατρίδα του, αγαπά και σέβεται και τις πατρίδες των άλλων, κι αυτός που δεν μπορεί ν’ αγαπήσει και να σεβαστεί, δεν μπορεί ν’ αγαπήσει και να σεβαστεί τίποτα.” Κι εκεί, ανάμεσα σε τόσο ετερόκλητους και διαφορετικούς στο έθνος, το φύλο αλλά και σε κάθε τι ανθρώπους το βλέπεις. Βλέπεις πως αυτός που με αυτογνωσία ξέρει και σέβεται την ταυτότητά του, εκτιμά και κρίνει και το ξένο μέρος στο οποίο βρίσκεται, το σέβεται και μαθαίνει απ’ αυτό, πλουτίζει την ταυτότητα του με τα στοιχεία του μέρους που βρίσκεται χωρίς να χάνει τον εαυτό του και γινόμενος ταυτόχρονα πραγματικά international κι όχι μικροσυμπλεγματικός ραγιάς.
Σας παραθέτω, τέλος, ένα κείμενο του Γιανναρά στην Καθημερινή, το οποίο τυχαία ήρθε κι έδεσε σ’ όλες αυτές τις σκέψεις μου που προέκυψαν από ένα υπέροχο ταξίδι στην πανέμορφη κεντρική Ευρώπη και μια συζήτηση σαν ανέκδοτο ανάμεσα σ’έναν Γάλλο crazy driver, μια γοητευτική Ιταλίδα και δυο Έλληνες οτοστόπερς που ψάχνουν να βρουν την ταυτότητά τους:
http://www.kathimerini.gr/966375/opinion/epikairothta/politikh/tameio-8hsayrismatwn-poiothtas