Η κατανάλωση τσαγιού ίσως να είναι και η πιο ξακουστή συνήθεια των Βρετανών φίλων μας. Αυτή η φήμη δεν είναι απλά ένα ακόμα στερεότυπο. Η αλήθεια είναι ότι ένας μέσος Βρετανός πολίτης καταναλώνει κοντά στα δύο κιλά (ξηρού) τσαγιού κάθε χρόνο. Αν σκεφτείς ότι ελάχιστοι ενήλικες και κυρίως παιδιά καταναλώνουν λίγο ή καθόλου τσάι γενικά στον κόσμο, τότε καταλαβαίνεις ότι η ποσότητα που καταναλώνει ένας Βρετανός είναι ακόμα μεγαλύτερη. Αυτό που παρουσιάζει ενδιαφέρον είναι ότι η χώρα με τη μεγαλύτερη κατά κεφαλήν χρήση του στον κόσμο στην πραγματικότητα η ίδια δεν παράγει τσάι.
Πώς ξεκίνησαν όλα.
Το τσάι έφτασε σε μεγάλες ποσότητες στην Αγγλία μόλις τα πρώτα χρόνια του 17ου αιώνα. Ολλανδοί kαι Πορτογάλοι έμποροι το μετέφεραν από την Κίνα και άλλες Ασιατικές χώρες στην Ευρώπη τακτικά από το 1610. Άρχισε να πωλείται πιο συχνά στην Αγγλία από το 1657, σε καφέ του Λονδίνου, αλλά λεγόταν Τσα, ήταν κινεζικό ποτό και χρησιμοποιούνταν ως φάρμακο. Ωστόσο, η τιμή του ήταν υψηλή και φυσικά ένας μέσος Βρετανός δεν έβγαζε τόσα πολλά χρήματα ώστε να τα διαθέτει για την αγορά τσαγιού.
Παρόλα αυτά, λίγο αργότερα ήταν διαθέσιμο σχεδόν σε κάθε δρόμο του Λονδίνου. Όταν η Βασίλισσα Αικατερίνη της Μπραγκάνζα, σύζυγος του Βασιλιά Καρόλου Β’ παρουσίασε τη συνήθεια να πίνει κανείς τσάι στη βασιλική αυλή το 1662, έγινε κάτι παραπάνω από εθιστικό, έγινε μόδα. Χιλιάδες Άγγλοι υπήκοοι μιμούμενοι τη Βασίλισσα άρχισαν να παίρνουν το απογευματινό τους τσάι, το οποίο συνήθως συνοδεύεται με κέικ και γλυκά, σε καθημερινή βάση ώσπου κατέληξε σε επαναλαμβανόμενη συνήθεια. Μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα το απογευματινό τσάι καθιερώθηκε και αποτελεί σήμα κατατεθέν της χώρας.
Η δεύτερη ερμηνεία.
Η λέξη τσάι (tea στα αγγλικά) σημαίνει επίσης και γεύμα (meal). Η ιδέα του «απογευματινού τσαγιού» (“afternoon tea”) φαίνεται να προέρχεται από την Άννα Ράσελ, 7η Δούκισσα του Μπέντφορντ στις αρχές του 19ου αιώνα. Εκείνη την εποχή, οι πιο πλούσιες και οι εμπορικές τάξεις μάλλον δεν έτρωγαν το βραδινό τους μέχρι τις 8 μ.μ. Φυσικά, λίγοι άνθρωποι αντέχουν χωρίς φαγητό για 7 ή 8 ώρες, οπότε η ιδέα ενός επίσημου γεύματος στη μέση ή αργά το απόγευμα έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής. Οι εργατικές τάξεις, επίσης, πολύ σύντομα άρχισαν να αποκαλούν το απογευματινό ως «τσάι» (“tea”).
Το τσάι σήμερα.
Το τσάι συνεχίζει να αποτελεί μεγάλο μέρος της καθημερινότητας στη Μ. Βρετανία σήμερα αλλά φαίνεται ότι βρίσκεται σε ύφεση. Η ποσότητα του τσαγιού που αγοράζεται στη Μ. Βρετανία πάνω από 10% μέχρι το 2002 και από τότε συνεχίζει να πέφτει. Οι πωλήσεις τσαγιού έπεσαν στο 6% μόνο το 2014, ενώ τα περισσότερα εστιατόρια αναφέρουν ότι πωλούν διπλάσια ποσότητα καφέ από ότι τσάι. Περισσότερες από 1 δις λύρες έχουν ξοδευτεί για καφέ σε γνωστούς δρόμους το 2013, το διπλάσιο δηλαδή από αυτά που ξοδεύτηκαν για σακουλάκια τσαγιού.
Φαίνεται τελικά ότι ένα τόσο μεγάλο μέρος μιας ολόκληρης κουλτούρας, που ξεκίνησε ως μόδα και κατέληξε ως συνήθεια της καθημερινότητας, αντικαθιστάται εύκολα από μια καινούρια μόδα, η οποία φυσικά είναι διαδεδομένη παγκοσμίως και είναι δύσκολο να αποτελέσει μοναδικό στοιχείο της ταυτότητας μιας χώρας όπως αποτέλεσε η πρωτοτυπία του τσαγιού.