Τα περίπτερα αποτελούν μια σημαντική πτυχή της αστικής κουλτούρας στην Ελλάδα, ιδιαίτερα στον 20ό αιώνα. Τα περίπτερα για δεκαετίες είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την ελληνική καθημερινότητα και ο ρόλος τους εξελίσσεται παράλληλα με τις κοινωνικές και τεχνολογικές αλλαγές.
Ιστορία του περιπτέρου
Περίπτερο ονομάζεται το μικρό κτίσμα, το οποίο χρησιμεύει είτε απλώς για επίδειξη προϊόντων (περίπτερο σε εκθέσεις), είτε ως μικροκατάστημα σε χώρο του πεζοδρομίου, που είναι ειδικά αδειοδοτημένος από τις τοπικές αρχές. Η λέξη είναι σε χρήση ήδη από την αρχαιότητα, ως επίθετο στον «περίπτερο ναό» (ναός που περιβάλλεται από κίονες σε όλες τις πλευρές του).
Το πρώτο περίπτερο άνοιξε το 1889 στο Ναύπλιο, την πρώτη πρωτεύουσα του σύγχρονου Ελληνικού κράτους. Ο λόγος της εμφάνισής του ήταν να βοηθηθούν όλοι όσοι πολέμησαν για την πατρίδα και κυρίως οι ανάπηροι πολέμου. Το κράτος, λοιπόν, αποφάσισε να δώσει στους ανθρώπους αυτούς κάποιες άδειες πώλησης καθημερινών προϊόντων. Με τον τρόπο αυτό τούς παρείχε ένα μέσο βιοπορισμού προκειμένου να ανταπεξέλθουν σε μια δύσκολη περίοδο για την ελληνική κοινωνία.
Μετά τον καταστροφικότατο για την Ελλάδα Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 το κράτος βρέθηκε αντιμέτωπο με σοβαρές οικονομικές δυσκολίες και αναζητούσε τρόπους για να εξασφαλίσει έσοδα. Σ΄ αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, τα περίπτερα άρχισαν να πληθαίνουν και να παίζουν έναν σημαντικό ρόλο ως φοροεισπρακτικός μηχανισμός. Το κράτος, προκειμένου να έχει καλύτερο έλεγχο στην πώληση καπνοβιομηχανικών προϊόντων, έδωσε στα περίπτερα το αποκλειστικό δικαίωμα να πωλούν τσιγάρα και άλλα καπνικά είδη, ώστε να μην γίνεται αυτό ανεξέλεγκτα από πλανόδιους πωλητές. Μ΄ αυτήν τη στρατηγική το κράτος μπορούσε πιο εύκολα να ελέγχει τις συναλλαγές και να εισπράττει φόρους από την πώληση του καπνού ενισχύοντας, έτσι, τα δημόσια έσοδα σε μια εποχή κρίσης.
Τα πρώτα περίπτερα εμφανίστηκαν στην Αθήνα το 1911, στην οδό Πανεπιστημίου, και εξυπηρετούσαν την πώληση εφημερίδων και περιοδικών, καθώς τότε η έντυπη πληροφορία ήταν η κύρια πηγή ενημέρωσης του κοινού. Τα περίπτερα ήταν κίτρινου χρώματος, με διαστάσεις 0,70×0,70 μέτρα, ξύλινα και είχαν μια τέντα γύρω από την κατασκευή για σκιά. Τα περίπτερα καθιερώθηκαν ως μικρά σημεία πώλησης, που εξυπηρετούσαν τους περαστικούς με γρήγορες αγορές βασικών αγαθών, όπως εφημερίδες, τσιγάρα και καραμέλες.
Όλα τα περίπτερα της χώρας παραχωρούνταν στην «Πανελλήνιον Ένωσιν Τραυματιών Πολέμου 1912-1921» από το Υπουργείο Περιθάλψεως. Τα περίπτερα δεν μπορούσαν να πωληθούν, να μεταβιβαστούν, να υποθηκευτούν ή να υπομισθωθούν. Μετά τον θάνατο του δικαιούχου παραχωρούνταν για πέντε (5) έτη στα παιδιά ή στη γυναίκα του. Το ποσό μισθώσεως ξεκινούσε από τις 20 δραχμές και έφτανε μέχρι τις 250. Τα έσοδα αυτά πήγαιναν στο ειδικό «Ταμείο προικοδοτήσεως θυγατέρων και τραυματιών πολέμου».
Κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου και ιδιαίτερα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα περίπτερα έγιναν σημαντικά κέντρα ενημέρωσης και συναναστροφής στα αστικά κέντρα. Ο θεσμός των περιπτέρων ενισχύθηκε, όταν πολλά από αυτά παραχωρήθηκαν ως μέσο βιοπορισμού σε βετεράνους του πολέμου και άτομα με ειδικές ανάγκες. Έτσι, δινόταν η δυνατότητα να έχουν οι πολίτες αυτοί καλύτερες συνθήκες διαβίωσης και να συνεχίζουν να είναι παραγωγικοί και ενταγμένοι στο κοινωνικό σώμα.
Από το 1940 στα περίπτερα άρχισαν να πωλούνται ζαχαρώδη, αναψυκτικά και γκαζόζες, τσίχλες και σοκολάτες. Τις δεκαετίες του 1950 και 1960, όταν οι Έλληνες άρχισαν να μεταναστεύουν εσωτερικά σε μεγάλους αριθμούς, το περίπτερο ήταν ο χώρος όπου μπορούσαν να κάνουν ένα τηλεφώνημα στους δικούς τους ανθρώπους στα χωριά. Το 1970 τα περίπτερα μεγάλωσαν και οι διαστάσεις τους ήταν 1,30×1,50 μέτρα. Πλέον έβρισκε κάποιος εκεί και κρύα αναψυκτικά αλλά και παγωτά. Το 2012 απελευθερώθηκαν οι άδειες περιπτέρων με το 70% να ανήκει στον δήμο και το 30% σε άτομα με αναπηρίες και πολύτεκνες οικογένειες, ενώ ο νέος νόμος προέβλεπε πως οι υφιστάμενες άδειες δεν μεταβιβάζονταν ούτε κληροδοτούνταν. Από το 1980 άρχισε να επιτρέπεται η απόκτηση άδειας περιπτέρου και σε ανάπηρους του άμαχου πληθυσμού, όπως ήταν για παράδειγμα άνθρωποι που τραυματίστηκαν από νάρκες. Το 2006 οι διαστάσεις των περιπτέρων αυξήθηκαν κατά 20 πόντους. Οι καινούργιες είναι πλέον 1,50×1,70 μέτρα και το εμβαδόν είναι 2,55 τ.μ. Επίσης, το 2007 δόθηκε άδεια και σε βετεράνους του πολέμου στην Κύπρο και σε άτομα με σοβαρή αναπηρία.
Περίπτερα: η εξέλιξη και ο ρόλος τους στην αστική ζωή
Τα περίπτερα διαδραμάτισαν έναν καθοριστικό ρόλο στα αστικά κέντρα της Ελλάδας από την πρώτη τους εμφάνιση έως και την περίοδο της παρακμής τους. Η ιστορία και η εξέλιξή τους αντανακλούν τις αλλαγές της αστικοποίησης και τις κοινωνικές, οικονομικές και τεχνολογικές συνθήκες της χώρας.
Αρχικά, τα περίπτερα ήταν ένα πολιτιστικό και κοινωνικό κέντρο. Τα περίπτερα έγιναν γρήγορα κομβικά σημεία στα αστικά κέντρα. Ήταν μέρη όπου οι πολίτες συναντιόνταν για να αγοράσουν εφημερίδες, περιοδικά, και καπνικά προϊόντα, αλλά και για να ανταλλάξουν νέα και να συζητήσουν. Σταδιακά, τα περίπτερα έγιναν κάτι περισσότερο από απλά εμπορικά σημεία, έγιναν, δηλαδή, σύμβολα της καθημερινότητας, της ενημέρωσης και της αλληλεπίδρασης μεταξύ των πολιτών.
Επίσης, αποτελούσαν την κύρια πηγή πληροφόρησης. Από τη δεκαετία του 1920 και μετά, τα περίπτερα συνέβαλαν καθοριστικά στην παροχή έντυπων ειδήσεων και περιοδικών. Οι εφημερίδες ήταν το βασικό μέσο ενημέρωσης του κοινού για τις τοπικές και διεθνείς εξελίξεις, επομένως, τα περίπτερα ήταν το σημείο όπου η πληροφορία έφτανε στον πολίτη. Οι πωλήσεις εφημερίδων και περιοδικών ενίσχυσαν την αίσθηση ότι το περίπτερο ήταν ένα κέντρο ενημέρωσης.
Ακόμη, λειτουργούσαν ως μικρά παντοπωλεία. Από την πώληση καπνού και εφημερίδων τα περίπτερα άρχισαν να επεκτείνονται σε μια μεγάλη γκάμα προϊόντων. Ήταν βολικά σημεία για να προμηθευτεί κανείς είδη πρώτης ανάγκης, όπως γλυκά, σνακ, αναψυκτικά, τσίχλες, χαρτικά, εισιτήρια λεωφορείων και άλλα μικροαντικείμενα. Στην ουσία, τα περίπτερα λειτουργούσαν ως μικρές αποθήκες, ιδιαίτερα για τους κατοίκους των μεγάλων πόλεων που χρειάζονταν γρήγορες και άμεσες αγορές.
Τέλος, αποτελούσαν κέντρα εξυπηρέτησης σε στάσεις μέσων μεταφοράς. Τα περίπτερα τοποθετούνταν συχνά σε σημεία στρατηγικά, όπως πλατείες και στάσεις των μέσων μαζικής μεταφοράς. Αυτά τα σημεία ήταν ιδανικά για την εξυπηρέτηση των περαστικών και εργαζομένων, που ήθελαν γρήγορα να αγοράσουν προϊόντα κατά τη διάρκεια της καθημερινής τους μετακίνησης. Τα περίπτερα λειτουργούσαν, επίσης, και ως πληροφοριακά κέντρα, όπου οι περαστικοί ρωτούσαν για διαδρομές ή άλλα ζητήματα της περιοχής.
Περίπτερα: το τέλος μιας εποχής στην ψηφιακή κοινωνία
Με την είσοδο της ψηφιακής εποχής ο ρόλος των περιπτέρων άρχισε να φθίνει. Οι κύριοι λόγοι για την παρακμή αυτή σχετίζονται άμεσα με τις τεχνολογικές εξελίξεις και τις αλλαγές στις καταναλωτικές συνήθειες.
Αρχικά, με την άνοδο του διαδικτύου και των ηλεκτρονικών μέσων, η έντυπη ενημέρωση (εφημερίδες, περιοδικά) έχασε την πρωτοκαθεδρία της. Οι καταναλωτές στρέφονται πλέον σε διαδικτυακές πηγές πληροφόρησης μέσω των ψηφιακών μέσων, των smartphones και των social media περιορίζοντας τη ζήτηση έντυπων προϊόντων.
Επίσης, η δημιουργία πολυκαταστημάτων και σούπερ μάρκετ έπαιξε σημαντικό ρόλο στη μείωση των πωλήσεων των περιπτέρων. Τα προϊόντα που παλαιότερα ήταν αποκλειστικότητα των περιπτέρων (αναψυκτικά, σνακ, τσιγάρα) έγιναν εύκολα διαθέσιμα στα μεγάλα καταστήματα και σε χαμηλότερες τιμές. Η ποικιλία και η μεγάλη προσβασιμότητα προϊόντων σταδιακά μείωσε την ανάγκη των ανθρώπων για μικρές καθημερινές αγορές από τα περίπτερα. Τα μεγάλα καταστήματα προσέφεραν φθηνότερα προϊόντα, γεγονός που επηρέασε αρνητικά τις πωλήσεις στα περίπτερα.
Επιπλέον, υπήρξαν αλλαγές στις συνήθειες καπνίσματος. Η μείωση του καπνίσματος, οι αντικαπνιστικές εκστρατείες και η αύξηση της δημοτικότητας των ηλεκτρονικών τσιγάρων μείωσαν ακόμα περισσότερο τις πωλήσεις των περιπτέρων, δεδομένου ότι τα τσιγάρα ήταν από τα βασικά προϊόντα που προσέφεραν. Αυτή η τάση αναπόδραστα επέτεινε και την οικονομική πίεση για τους ιδιοκτήτες περιπτέρων.
Παράλληλα, οι αυστηρότεροι κανόνες που θεσπίστηκαν και οι νέοι πολεοδομικοί περιορισμοί, σε συνδυασμό με το υψηλό κόστος λειτουργίας (ενοικίαση χώρου, άδειες λειτουργίας), αποτέλεσαν τροχοπέδη για πολλούς ιδιοκτήτες περιπτέρων. Πολλές δημοτικές αρχές άρχισαν να περιορίζουν τη χορήγηση νέων αδειών και να απομακρύνουν περίπτερα από κεντρικές περιοχές για αισθητικούς λόγους ή ακόμα και για την απελευθέρωση του δημόσιου χώρου.
Τέλος, η ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εμπορίου έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη σταδιακή παρακμή των περιπτέρων. Οι καταναλωτές έχουν πλέον τη δυνατότητα να αγοράζουν οποιοδήποτε προϊόν online, μέσα από ψηφιακές πλατφόρμες, εύκολα και γρήγορα, χωρίς να χρειάζεται μετακίνηση σε φυσικά σημεία πώλησης. Προϊόντα που παλαιότερα θεωρούνταν χαρακτηριστικά των περιπτέρων, όπως εισιτήρια, κάρτες τηλεφώνου αλλά και διάφορα μικροαντικείμενα, είναι πλέον άμεσα διαθέσιμα μέσω διαδικτύου.
Ποια είναι η σύγχρονη κατάσταση
Σήμερα τα περίπτερα είναι λιγότερα κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα και διατηρούν μια πιο περιορισμένη μορφή λειτουργίας. Η εξέλιξη της τεχνολογίας, η αλλαγή στις καταναλωτικές συνήθειες και οι οικονομικές συνθήκες συνέβαλαν στη συρρίκνωση του θεσμού. Αναμφίβολα, αποτελούν ένα σύμβολο του παρελθόντος που συνδέει την αναλογική εποχή με την ψηφιακή πραγματικότητα, ενώ σταδιακά χάνονται από το αστικό τοπίο. Εξακολουθούν να εξυπηρετούν πελάτες για κάποιες μικρο-αγορές, όμως η ψηφιακή εποχή έχει αλλάξει ριζικά τον ρόλο τους, καθώς τα περίπτερα έχουν απωλέσει τον δυναμικό τους χαρακτήρα ως κομβικά σημεία της πόλης. Η σταδιακή τους εξαφάνιση μάς υπενθυμίζει με αλγεινό τρόπο την ταχύτητα με την οποία οι αδυσώπητες τεχνολογικές εξελίξεις αναπλάθουν το αστικό τοπίο και τις καθημερινές μας συνήθειες.
Πηγές:
Δημήτρης Κυριαζής (3.8.2019) «Η ιστορία του ελληνικού περιπτέρου, ναι, ως θεσμού!» Ανακτήθηκε από: https://www.lifo.gr (τελευταία πρόσβαση 24/9/2024)
Ηλίας Τσουχνικάς (11/05/2024) «Η ιστορία του ελληνικού περίπτερου «αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία» Ανακτήθηκε από: https://www.edisorama.gr (τελευταία πρόσβαση 24/9/2024)
«Το ελληνικό περίπτερο: Από την επανάσταση του ’21 στην ψηφιακή εποχή» Ανακτήθηκε από: https://www.powergame.gr (τελευταία πρόσβαση 24/9/2024)