
Τα βυζαντινά εικονογραφημένα χειρόγραφα συνιστούν μία ιδιαίτερα αξιόλογη πηγή πληροφοριών για την Βυζαντινή εποχή. Προέρχονται κυρίως από μοναστικές βιβλιοθήκες, στις οποίες οι μοναχοί τα μελετούσαν και τα αντέγραφαν για να καλύψουν τις ανάγκες των πιστών. Η δημιουργία τους ήταν ένα πόνημα χρονοβόρο και δαπανηρό, καθώς απαιτούσε τη συνεργασία διαφορετικών ειδικοτήτων και τη χρήση ακριβών υλικών. Πριν την εφεύρεση της τυπογραφίας, ο αριθμός των βιβλίων υπήρξε πολύ περιορισμένος, όπως και η δυνατότητα παραγωγής αντιτύπων.
Εικονογραφημένο χειρόγραφο
Η φιλομάθεια των Βυζαντινών και ο θαυμασμός τους για την αρχαία ελληνική διανόηση κατέστησαν το εικονογραφημένο βιβλίο κύριο φορέα των κειμένων της αρχαιότητας. Τα χειρόγραφα βιβλία βρίσκονταν τοποθετημένα σε μοναστικές, αυτοκρατορικές και ιδιωτικές βιβλιοθήκες. Η καλαισθησία των χειρογράφων κατείχε κεντρικό ρόλο στη διαδικασία της αντιγραφής, κατά την οποία οι μοναχοί επιδίδονταν με αφοσίωση στο σχεδιασμό των εικόνων και την καλλιγραφία. Η παραγωγή χειρογράφων συνιστούσε μία επίπονη και πολυδάπανη διαδικασία που λάμβανε χώρα σε ειδικά εργαστήρια, τα scriptoria, όπου εργάζονταν πυρετωδώς οι γραφείς, μοναχοί και λαϊκοί. Στα εργαστήρια αυτά συντελέστηκε η μετάβαση από τη μεγαλογράμματη στη μικρογράμματη γραφή.
Δυσκολία παραγωγής
Η παραγωγή χειρογράφων ήταν σαφώς λιγότερο δαπανηρή από την κατασκευή ψηφιδωτών, ωστόσο παρέμενε ένα εγχείρημα ακριβό και επίπονο. Πριν την εφεύρεση της τυπογραφίας, τα βιβλία απαιτούσαν χρόνο και προσεκτικό σχεδιασμό. Λόγω του κατεξοχήν θρησκευτικού τους περιεχομένου, δημιουργούνταν με ιδιαίτερα μεγάλη ευλάβεια και η καλαισθησία τους αποτελούσε απόδειξη της ευλάβειας αυτής. Η ενασχόληση με τα θρησκευτικά χειρόγραφα μέσα από τη φιλοτέχνηση, τη χρηματοδότηση, τη δώρηση και τη μελέτη τους συνιστούσε θεάρεστη πράξη. Η εικονογράφηση ήταν σοβαρή υπόθεση και επιλέγονταν οι καλύτεροι καλλιτέχνες για την υλοποίησή της, οι οποίοι αμείβονταν αδρά.
Πρώτες ύλες
Πρώτη ύλη για τη δημιουργία των φύλλων αποτελούσε το δέρμα του μοσχαριού, της κατσίκας, της προβατίνας και του αρνιού. Αξίζει στο σημείο αυτό να αναφερθεί πως σύμφωνα με την παράδοση, το φύλλο χειρογράφων από δέρμα είχε ξεκινήσει να χρησιμοποιείται στην Πέργαμο, όταν βασιλιάς ήταν ο Ευμένης Β’ (197-158 π.Χ.), και ονομάστηκε περγαμηνή. Ως υλικό, το δέρμα διαθέτει μεγάλη προσαρμοστικότητα στις μεταβολές της θερμοκρασίας και της υγρασίας. Η ιδιότητα αυτή αποδεικνυόταν πολύ χρήσιμη καθώς τα χειρόγραφα μπορούσαν να διατηρούνται σε διαφορετικά μέρη χωρίς να αλλοιώνονται. Τα χειρόγραφα που προορίζονταν για τον αυτοκράτορα βάφονταν με πορφύρα και τα γράμματά τους έφεραν χρυσό ή ασημένιο χρώμα. Το κάλυμμα του βιβλίου ήταν δηλωτικό της οικονομικής επιφάνειας του αποδέκτη διότι όταν επρόκειτο για κάποιο ισχυρό πρόσωπο ή τον ίδιο τον αυτοκράτορα ήταν ασημένιο ή χρυσό, διάλιθο ή με διάφορα άλλα στολίδια. Σε περίπτωση που ο αποδέκτης ήταν ταπεινής καταγωγής, τα εξώφυλλα κατασκευάζονταν από ξύλο και επενδύονταν με δέρμα. Τα μελάνια προέρχονταν από ανθεκτικά στη φθοροποιό δράση του χρόνου και του κλίματος ορυκτά και φυτικά υλικά.

Τα χειρόγραφα ως ιστορικές πηγές
Τα εικονογραφημένα χειρόγραφα από τον 9ο ως τον 11ο αιώνα αποτελούν ιδιαίτερα σημαντική πηγή πληροφοριών για τη βυζαντινή ζωγραφική, καθώς έχουν διασωθεί αξιόλογα έργα, προερχόμενα από την αυτοκρατορική αυλή και την εκκλησία. Η τεχνοτροπία τους έμελλε να επηρεάσει την εξέλιξη της μικρογραφίας τους επόμενους αιώνες. Πολλά χειρόγραφα του 11ου αιώνα έχουν ενσωματωμένες τις μικρογραφίες στα κείμενά τους με διάφορους τρόπους, με τα πρωτογράμματα να αποκτούν ανθρώπινη μορφή, τη διακόσμηση στους τίτλους να πραγματοποιείται με πολλή φαντασία και χάρη. Σε κάθε σελίδα το σύνολο των στοιχείων της σχηματίζει μία ολοκληρωμένη σύνθεση, με τη μικρογραφία, τη σμαλτογραφία και τη χρυσοχοΐα να συνεργάζονται, προς επίτευξη των μεγίστων αποτελεσμάτων.
Πηγές:
Γαλάβαρης, Γ. 1978. «Πρωτοβυζαντινή τέχνη», στο Δ. Ζακυθηνός (επιμ.), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. 7. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών.
Lowden, J. 2003. Πρώιμη Χριστιανική και Βυζαντινή Τέχνη. Μετάφραση: Μ. Αγγελίδου. Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη.
Χατζηδάκης, Μ. 1979. «Μεσοβυζαντινή τέχνη», στο Δ. Ζακυθηνός (επιμ.), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. 8. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών.