Η εμφάνιση είναι η πρώτη επαφή του ατόμου με ένα άλλο άτομο. Η εμφάνιση είναι το πρωταρχικό στοιχείο που αλληλεπιδρά μεταξύ δύο αγνώστων, κάποιων περαστικών στο δρόμο, είναι το πρωταρχικό στοιχείο που συντάσσεται πρόχειρα αλλά άμεσα στο μυαλό ενός συνομιλητή για τον άλλο. Ωστόσο, σε ορισμένες, αλλά καθόλου σπάνιες, περιπτώσεις η εμφάνιση είναι συνάμα και ένα χαρακτηριστικό συμπάθειας ή υπερεκτίμησης των ικανοτήτων του ατόμου, σαν να ισοδυναμεί και με την ακόλουθη εσωτερική αξιόπιστη εμφάνιση. Το συγκεκριμένο φαινόμενο μπορεί να μοιάζει αθώο στην πρώιμη και ωμή σκέψη του αναγνώστη, αλλά όταν το εν λόγω κριτήριο είναι το βασικό για μια πρόσληψη ή για μια προαγωγή, η κατάσταση περιπλέκεται και μετατρέπεται σε άγρια και άδικη.
Το φαινόμενο αυτό, λοιπόν, αποφάσισαν να μελετήσουν το 1977, δηλώνοντας πως είναι μια κρίση ακαθόριστη στον χρόνο και τον τόπο, που δεν επηρεάζεται ανά κοινωνία και παραδόσεις, οι καθηγητές Richard E. Nisbett και Timothy DeCamp Wilson του πανεπιστημίου του Michigan. Απώτερος σκοπός της μελέτης αυτής ήταν να αναδείξουν τα κριτήρια πίσω από την απόφαση, ουσιαστικά, να θεωρηθεί κάποιος αντικειμενικά εμφανίσιμος, συμπαθητικός χαρακτήρας ή ουσιαστικός εργαζόμενος ή παντοτινός φίλος.
Προκειμένου, λοιπόν, να υλοποιηθεί η παραπάνω αναφερθείσα υπόθεση, οι καθηγητές αποφάσισαν να διεξάγουν ένα πείραμα στο όποιο θα λάμβαναν συμμετοχή, εν αγνοία τους φυσικά, φοιτητές του πανεπιστημίου, και δη του τμήματος της ψυχολογίας, ανεξαρτήτως φύλου. Ο πυρήνας του όλου εγχειρήματος περικλειόταν γύρω από δύο βίντεο, με τον ίδιο πρωταγωνιστή, με την ίδια θεματολογία, αλλά με διαφορετική συμπεριφορά του συμμετέχοντα ηθοποιού.
Πιο συγκεκριμένα, οι νεαροί σπουδαστές χωρίστηκαν σε δύο ομάδες. Οι φοιτητές της πρώτης ομάδας θα έβλεπαν στο βίντεο έναν αντικειμενικά εμφανίσιμο άντρα να δίνει συνέντευξη για την υποψήφια θέση του καθηγητή στο τμήμα της ψυχολογίας. Σε αυτό το βίντεο, ο άντρας ήταν ιδιαίτερα κοινωνικός, δεν δίσταζε να αστειευτεί και σε κανένα σημείο δεν έχασε τη διάθεσή του αυτή. Ταυτόχρονα, έδειχνε να απολαμβάνει τη θέση του καθηγητή, καθώς, όπως ανέφερε, είχε περίσσιο πάθος για τη συγκεκριμένη θέση. Βέβαια, αυτό που παρατηρούσε κανείς έντονα ήταν η προφορά του πρωταγωνιστή, που μιλούσε μεν αγγλικά, με μια όμως γαλλική χροιά δε. Ταυτόχρονα, στο βίντεο της δεύτερης ομάδας εμφανίστηκε και πάλι ο ίδιος άντρας, στην ίδια θέση, αυτή του συνεντευξιανόμενου. Όμως αυτή τη φορά ήταν πιο απότομος, πιο ντροπαλός και πιο λιγομίλητος. Ο άντρας είχε την ίδια προφορά, την ίδια χαρακτηριστική χροιά.
Με το τέλος των δύο βίντεο, οι καθηγητές ζήτησαν από τους φοιτητές να βαθμολογήσουν τον άντρα σε μια κλίμακα βαθμολογίας με άριστα το 8. Παράλληλα, τους ζητήθηκε να αναπτύξουν μια επιχειρηματολογία της βαθμολογίας που έδωσαν. Με το πέρας της κριτικής του πρωταγωνιστή, ακολούθησαν τα επιχειρήματα γύρω από την εν λόγω κρίση. Οι βαθμολογίες των δύο ομάδων ήταν σχετικά ίδιες, μολονότι η συμπεριφορά του ηθοποιού ήταν διαφορετική σε κάθε βίντεο. Όταν ρωτήθηκαν γιατί επέλεξαν να βαθμολογήσουν με τον τρόπο που το έκαναν, οι νεαροί σπουδαστές αποκρίθηκαν πως δεν είχαν ιδέα για την βαθμολόγηση αυτή, απλά προέκυψε αυτόματα, καθώς ο άντρας φάνηκε ιδιαίτερα συμπαθητικός.
Τέλος, οι καθηγητές πέτυχαν εν μέρει το στόχο που είχαν θέσει, αυτό της συμπάθειας κάποιου εξαιτίας της εξωτερικής του εμφάνισης. Βέβαια, δεν κατόρθωσαν να εξακριβώσουν τους λόγους που ωθούν σε αυτή τη συμπεριφορά. Το εντυπωσιακό με το φαινόμενο αυτό, όπως ανέφεραν και οι ίδιοι οι καθηγητές, είναι πως ακόμα και όταν λαμβάνει χώρα, το άτομο δεν το αντιλαμβάνεται πλήρως…