Η Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου κατόρθωσε το όνομά της να χαραχθεί ανεξίτηλα στην νεοελληνική πεζογραφία, αποτελώντας την πρώτη γυναίκα εκπρόσωπο της στον νεοελληνικό χώρο, πράγμα που συνέβη μετά τον θάνατό της. Στο σύντομο διάστημα της ζωής της, από το 1801, οπότε και γεννήθηκε στη Ζάκυνθο από μια αριστοκρατικής καταγωγής οικογένεια με πολιτική ισχύ στο νησί, έως και το 1832, που πέθανε μόλις έναν χρόνο παντρεμένη κατά την διάρκεια του τοκετού και την έλευση του γιου της, ήρθε αντιμέτωπη με ένα σύνολο καταπιέσεων εξαιτίας του φύλου της, οι οποίες δεν στάθηκαν ποτέ ικανές να σωπάσουν το συγγραφικό της δαιμόνιο και να την αποπροσανατολίσουν από τον μοναδικό σκοπό της, την συγγραφή και την δημοσίευση.
Όσον αφορά την δημοσίευση, ωστόσο, αυτή, δεν υλοποιήθηκε όσο ζούσε, με αποτέλεσμα από τα θεατρικά έργα και τα ποιήματά της να έχουν σωθεί ελάχιστα, μια κωμωδία με τίτλο Φιλάργυρος, ορισμένα ιταλικά κείμενα κι αποσπάσματα αρχαιοελληνικών μεταφράσεων, τρία ποιήματα της, ο πρόλογος μιας πραγματείας της κι είκοσι επιστολές της· γραπτά αποσπασματικά που δεν μας επιτρέπουν να απολαύσουμε τόσο το συγγραφικό της ταλέντο και τον πρωτοποριακό κι οξύ νου της, όσο η Αυτοβιογραφία της, η οποία εκδόθηκε από τον γιο της, Ελισαβέτιο, μαζί με κάποια ποιήματά του, το 1881, λογοκριμένη, καθώς ο ίδιος αφαίρεσε τμήματα που θεωρούσε ότι δεν αφορούσαν τον αναγνώστη και περιλάμβαναν κυρίως τις παιδικές της μνήμες.
Κι ενώ οι αυτοβιογραφίες, κατά κύριο λόγο, απαντούν στο ερώτημα “ποιος νομίζω ότι είμαι;”, η Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου γράφοντας αιτείται του δικαιώματος να της δοθεί η δυνατότητα να διαμορφώσει το “ποια είναι”, τον χαρακτήρα και την προσωπικότητα της. Έτσι, στο άκουσμα του νέου της εθνικής εξέγερσης απέναντι στους Τούρκους κατακτητές, χαροποιείται μεν για την επερχόμενη ελευθερία, συνειδητοποιεί δε ότι η ίδια παραμένει με “τα μακρά φορέματα της γυναικείας σκλαβιάς της”, αντιλαμβανόμενη συνειρμικά την αδιέξοδη προσωπική της σκλαβιά. Απτά κι ορατά προβάλλει το αίτημα της απελευθέρωσης για κάθε γυναίκα του 19ου αιώνα μέσω της πρόσβασης στην μόρφωση και στην ευρεία δημόσια κι ιδιωτική σφαίρα, από την οποία ήταν βιαίως κι απόλυτα αποκλεισμένες, σύμφωνα με τις συντεταγμένες της πατριαρχικής επιβολής.
Με πένα γεμάτη θάρρος, η με λιγοστή ποιητική κατάρτιση από τους κατ’ οίκον διδασκάλους, αλλά εκ φύσεως προικισμένη, Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου διοχετευτεί την ενέργειά της στη συγγραφή, υφαίνοντας τα “γεννήματα της αγχίνοιας” της, τα πνευματικά δημιουργήματα της οξύνοιας της. Πρόκειται για τα συγγράμματά της, τα οποία και τα παρομοιάζει ως παιδιά της, αντιμετωπίζοντας με ανησυχία και φόβο το μέλλον τους, τον πιθανό διαμελισμό τους ή το σκοτάδι που επιφέρει η έλλειψη εκδοτικού φωτός. Μια παρομοίωση που μονάχη της αρκεί για να ανατρέψει την στερεοτυπική εκείνη αντίληψη, η οποία ταύτιζε την γυναίκα με την μητρότητα, στερώντας της ακόμα και το δικαίωμα στην πνευματική δημιουργία.
Η Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, λοιπόν, με την αυτοβιογραφία της επιτελεί το μέγιστο των σκοπών της λογοτεχνίας, καθώς παρά το γεγονός ότι η ίδια εντέλει παντρεύτηκε, μέσω των αράδων της ανατρέπει το αναπόδραστο δεδομένο του γάμου, διαμαρτύρεται για την καταπίεση που υφίσταται αυτή κι όλες οι γυναίκες της εποχής και τις ευαισθητοποιεί προς την αφύπνιση και την αντίδραση τους. Μια γυναίκα που σε ένα πατριαρχικό καθεστώς, τολμά να επιθυμεί… “να είναι χρήσιμη εις την ανθρώπινην εταιρείαν”.