
Θάλασσα, θάλασσα, θα μπορούσαμε να επαναλαμβάνουμε συνεχώς και με επιμονή από εδώ και πέρα, καθώς το καλοκαίρι έφτασε πριν την ημερολογιακή του ώρα και τα περιοριστικά μέτρα λόγω της πανδημίας έχουν κάπως υποχωρήσει. Η φράση δηλώνει τον καημό όσων την αγαπούν και γοητεύονται από την ομορφιά της.
Θάλασσα, θάλασσα είπε με ανακούφιση και ο ήρωας του ομώνυμου μυθιστορήματος της Ιρλανδής συγγραφέως Άιρις Μέρντοχ (1919-1999) όταν αντίκρισε το πέλαγος από το καινούριο του σπίτι, πάνω στα βράχια. Το όνομα του ήταν Τσαρλς Άρρομπι, συνταξιούχος σκηνοθέτης του θεάτρου, ο οποίος, μετά από μία λαμπρή καριέρα στο Λονδίνο, αποσύρεται στην καινούργια του κατοικία, μακριά από τα φώτα, τον συνωστισμό και την φασαρία της μεγαλούπολης. Αλλά επίσης επιθυμεί να διαφύγει και από τους έρωτες της ζωής του.Είναι μία εύλογη επιλογή για οποιονδήποτε ηλικιωμένο αν έχει τη δυνατότητα να το πράξει.
Ωστόσο, στην ειδυλλιακή τοποθεσία της νέας του κατοικίας, δεν βρίσκει την ηρεμία που αποζητούσε. Εξακολουθεί να αναφωνεί θάλασσα, θάλασσα κάθε πρωί που την αντικρίζει δίπλα του, αλλά η ηρεμία του θα διαταραχτεί όταν συναντήσει τον νεανικό έρωτα του, την Μαίρη, και αποφασίζει να ανατρέψει τη ζωή της και να διαλύσει τον γάμο της. Όμως, η απομόνωση που επιθυμούσε διαταράσσεται και από τους εκκεντρικούς φίλους του που αποφασίζουν να τον επισκεφτούν για να του κρατήσουν συντροφιά στο ερημικό καταφύγιο του. Η απειλή για τον συνταξιούχο άνθρωπο του θεάτρου είναι προ των πυλών…

Η Άιρις Μέρντοχ (Iris Murdoch) έγραψε το δέκατο ένατο, ανάμεσα στα είκοσι έξι, μυθιστόρημα της, Θάλασσα, θάλασσα, το 1978 και κέρδισε το βραβείο Booker. Σε αυτό ασχολείται με δεξιοτεχνία με θέματα που την απασχόλησαν σε ολόκληρη τη διάρκεια της συγγραφικής πορείας της: το καλό και το κακό, η ηθική, o ανθρώπινος εγωισμός, οι σχέσεις ανάμεσα στα δύο φύλα και δη οι σεξουαλικές. Τα ζητήματα αυτά έχουν την φιλοσοφική διάσταση τους ή τουλάχιστον μπορούν εύκολα να γίνουν θέματα φιλοσοφικού στοχασμού. Αυτό επιτυγχάνει η συγγραφέας – που άλλωστε ήταν και αναγνωρισμένη φιλόσοφος – μέσα από την εξιστόρηση στιγμιότυπων της ζωής του ήρωα της, κυρίως μέσα από τις επαφές με και τις σκέψεις του για τις ερωμένες του και τους φίλους του. Η αφήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο, γεγονός που προσδίδει ένταση και ζωντάνια στο περιεχόμενο, στην πλοκή αλλά και στον πρωταγωνιστή. Οι περιγραφές του τοπίου όπου εξελίσσονται τα επεισόδια εναλλάσσονται με διαλόγους ανάμεσα στα πρόσωπα του μυθιστορήματος. Ο αναγνώστης αισθάνεται ορισμένες φορές να βρίσκεται σε εκείνον τον τόπο, να παρακολουθεί τους ήρωες της αφήγησης, να τους νιώθει, να τους ακούει να ψιθυρίζουν θάλασσα, θάλασσα…
Αν και το τοπίο και η θάλασσα στον Βορρά διαφέρουν αρκετά από τις εικόνες της Μεσογείου, ωστόσο, η μαγεία του υγρού στοιχείου είναι ανυπέρβλητη αν και στο παρόν μυθιστόρημα της Άιρις Μέρντοχ η θάλασσα αποτελεί μονάχα το σκηνικό για να αναδυθούν τα ανθρώπινα πάθη. Ίσως το ιδανικότερο σκηνικό.