Γεννημένος στο Γουέστμινστερ του Λονδίνου το 1961, ο Βρετανός συγγραφέας, Γουίλ Σελφ, είναι ένας από τους πιο τολμηρούς και ενδιαφέροντες συγγραφείς της γενιάς του. Προερχόμενος από οικογένεια με υψηλό μορφωτικό επίπεδο, με τον πατέρα του να διδάσκει Δημόσια Διοίκηση στο London School of Economics και τη μητέρα του, που είχε γεννηθεί στο Κουήνς της Νέας Υόρκης, να εργάζεται ως βοηθός εκδότη, ο Σελφ υπήρξε ενθουσιώδης αναγνώστης λογοτεχνικών έργων από πολύ μικρός και ως ενήλικας συνεισέφερε τακτικά δημοσιογραφικά άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά, ενώ ασχολήθηκε και με την πολιτική ανάλυση και το ραδιόφωνο. Ο χωρισμός των γονιών του όταν ο μέλλον συγγραφέας ήταν ακόμα εννέα χρονών του δημιούργησε ψυχολογικά τραύματα και από 12 χρονών κάπνιζε κιόλας κάνναβη, ενώ στα 18 του είχε δοκιμάσει ό,τι ναρκωτικό είχε βρεθεί στο δρόμο του και έκανε ενδοφλέβια χρήση ηρωίνης. Στα 20 του, ο Σελφ ζήτησε επαγγελματική βοήθεια και άρχισε να παίρνει στα σοβαρά τη ζωή και την καριέρα του. Με ήρωες του τον συγγραφέα του «Dune» (1965), Φρανκ Χέρμπερτ, τον Τζ. Γκ. Μπάλαρντ και τον Φίλιπ Κ. Ντικ, ο Σελφ είναι υπεύθυνος για μερικά από τα πιο ιδιαίτερα λογοτεχνικά έργα που κυκλοφόρησαν στο Ηνωμένο Βασίλειο τα τελευταία 30 χρόνια, συμπεριλαμβανομένων των «Great Apes» (1997) και «How the Dead Live» (2000). Πριν, όμως, κυκλοφορήσει το πρώτο του μυθιστόρημα, με το σατιρικό τίτλο, «Cock and Bull» (1992), ο Σελφ έγινε γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους για τη συλλογή διηγημάτων του, «Η ποσοτική θεωρία της παράνοιας: Μαζί με πέντε ακόμα αποδεικτικά θεωρήματα» (1991), η οποία παραμένει μέχρι και σήμερα, όχι μόνο η πιο μεστή του συλλογή, αλλά και μία από τις καλύτερες της δεκαετίας, με μερικές από τις καλύτερες ιστορίες του συγγραφέα να εμπεριέχονται σε αυτή.
Με ένα ύφος που θυμίζει Φραντς Κάφκα, ή ίσως Χούλιο Κορτάσαρ, η «Ποσοτική θεωρία της παράνοιας» δεν έχει ιδιαίτερη εσωτερική αλληλουχία, αλλά όλα τα διηγήματα που συμπεριλαμβάνονται εδώ είναι φανερό πως λαμβάνουν χώρα στο ίδιο παράξενο σύμπαν όπου διαδραματίζονται και όλα τα υπόλοιπα έργα του Σελφ. Μάλιστα, στη συλλογή αυτή είναι η πρώτη φορά που συναντάμε χαρακτήρες σαν τον δρα Ζακ Μπάσνερ, που οι φαν του Σελφ θα θυμούνται επίσης από τη συλλογή, «Grey Area» (1994) και τα μυθιστορήματα, «Great Apes» και «The Book of Dave» (2006). Το χαρακτηριστικό αυτό, ότι, δηλαδή, ο συγγραφέας «χτίζει» ένα κόσμο παράλληλο με τον αληθινό και εκεί συμβαίνουν όλα όσα μας εξιστορεί, συγκαταλέγει τον Σελφ στην κατηγορία των «μετα-μοντερνιστών», όπου ανήκουν συγγραφείς σαν τον Τόμας Πίντσον, τον Μπρετ Ίστον Έλλις και τον Μισέλ Ουελμπέκ. Ο αναγνώστης έχει, με αυτό τον τρόπο, πλήρη επίγνωση ότι διαβάζει ένα έργο μυθοπλασίας ανά πάσα στιγμή και σε καμία περίπτωση ο Σελφ δεν θέλει να τον/την αφήσει να το ξεχάσει. Αυτό, όμως, δεν κάνει την όλη εμπειρία λιγότερο δυνατή, ενώ χάρη στο ιδιόρρυθμο ύφος γραφής του, συχνά μπορεί να νιώσει κανείς και άβολα μέσα σε αυτό τον άγνωστο κόσμο.
Το εκκεντρικό βιβλίο ξεκινάει με μια «παραδοσιακή» παροιμία της φανταστικής φυλής ιθαγενών μιας εξωτικής νήσου στον Αμαζόνιο, των Ουάρ-Βαρεμάρ, που λέει πως, «Όσο μακριά κι αν ταξιδέψεις σε αυτό τον κόσμο, θα καταλαμβάνεις πάντα τον ίδιο χώρο». Το πρώτο διήγημα, «Κατάλογος Νεκρών Βόρειου Λονδίνου», πραγματεύεται την αλλόκοτη εμπειρία του πρωτοπρόσωπου αφηγητή, ο οποίος αφού χάνει τη Μητέρα του από καρκίνο, τη βρίσκει λίγο καιρό αργότερα τυχαία σε ένα διαφορετικό προάστιο του Λονδίνου, όπου μαθαίνει πως μετακομίζουν όλοι όσοι πεθαίνουν. Ο Σελφ χρησιμοποιεί εδώ ένα παράξενο και κάπως χιουμοριστικό «concept» και το εκτείνει σε ένα μεσαίου μεγέθους διήγημα. Η μέθοδος αυτή επαναλαμβάνεται στην τρίτη στη σειρά ιστορία του βιβλίου, «Κατανοώντας τους Ουάρ-Βαρεμάρ», που πραγματεύεται τη γνωριμία του αφηγητή και του συνεταίρου του με μια άγνωστη φυλή ιθαγενών του Αμαζονίου, η οποία αντί να αποτελεί αστείρευτη πηγή γνώσης για εκείνους και να σφύζει από πολιτιστικά ενδιαφέροντα, αποδεικνύεται πως αποτελεί την πιο βαρετή κοινότητα ανθρώπων στον κόσμο.
Το διήγημα, «Πτέρυγα 9» (ο τίτλος του οποίου αναφέρεται στο διάσημο διήγημα του Άντον Τσέχωφ, «Θάλαμος αρ. 6»), είναι, ίσως, το πιο ολοκληρωμένο της συλλογής αυτής του Σελφ. Εδώ, ο αφηγητής, ένας νέος ψυχίατρος που ειδικεύεται στο «art therapy» και τυγχάνει να είναι γιος ενός από τους διασημότερους γιατρούς στο άσυλο όπου εργάζεται, γνωρίζει τις «ειδικές» περιπτώσεις των τροφίμων μία προς μία, και καθώς εισχωρεί ολοένα και βαθύτερα στον κόσμο τους, τα όρια μεταξύ γιατρών και ασθενών σιγά-σιγά χάνονται. Ο αφηγητής, αρχικά, μπορεί εύκολα να κάνει στο μυαλό του το διαχωρισμό, μέχρι που, προς το τέλος της ιστορίας, ενδίδει τελικά στις προκλήσεις και φτάνει να κάνει σεξ με τη Χίλαρι, μια νυμφομανή τρόφιμο που πάσχει από νευρική ανορεξία. Η ιστορία που καταλαμβάνει παραπάνω από πενήντα σελίδες είναι διανθισμένη με παράξενες λεπτομέρειες, όπως είναι η περιγραφή ενός αγάλματος σε σχήμα ποδιού που στολίζει την είσοδο της κλινικής, το οποίο είναι αφιερωμένο στον πατέρα του αφηγητή. Παρεμφερής, κατά ένα τρόπο, είναι και η ιστορία από την οποία η συλλογή δανείζεται τον τίτλο της, στην οποία παρακολουθούμε ένα σεμινάριο όπου εξειδικευμένοι επιστήμονες εξηγούν τη θεωρία ότι η ψυχική υγεία είναι άνισα μοιρασμένη στις κοινωνίες και σαν μια νοητή διελκυστίνδα, όταν κάπου είναι συγκεντρωμένη περισσότερη, είναι επόμενο κάπου αλλού να παρουσιάζεται έλλειψη.
Το «Μονοκύτταρος» είναι, μάλλον, το πιο πειραματικό διήγημα της συλλογής και εδώ ο Σελφ φαίνεται να αποτίνει ένα σύντομο φόρο τιμής σε έναν από τους προάγγελους του Μετα-μοντερνισμού, τον Ιρλανδό συγγραφέα, Σάμιουελ Μπέκετ. Αν και το ύφος που προσπαθεί να υιοθετήσει εδώ ο Σελφ δεν φαίνεται να του ταιριάζει και τόσο, ειδικά καθώς πασχίζει να μιμηθεί τις αφηγηματικές τεχνικές του Μπέκετ, οι οποίες αποτελούν sui generis και κατά συνέπεια μόνο ο ίδιος μπορεί να τις χρησιμοποιήσει «σωστά», είναι ενδιαφέρον ότι ο συγγραφέας νοιώθει την ανάγκη να «βγάλει το καπέλο» στην προηγούμενη γενιά λογοτεχνών, που άνοιξαν το δρόμο για να γράφουν οι νεότεροι αυτά που γράφουν, με τον τρόπο που διαλέγουν να τα γράψουν. Ο Μετα-μοντερνισμός, έτσι, συνδέεται με κάποιες εκφάνσεις του Μοντερνισμού, αλλά και συγκεκριμένους πρωτοποριακούς συγγραφείς, όπως τον Τζέιμς Τζόυς, τον Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, τον Μπέκετ και τον Ουίλιαμ Μπάροουζ, και ύστερα με τους μεταβατικούς Τόμας Πίντσον και Τζ. Γκ. Μπάλαρντ, κάνοντας με αυτό τον τρόπο το πέρασμα από τη μία εποχή στην άλλη να μοιάζει πιο φυσικό και ανθρώπινο.
Το τελευταίο διήγημα της συλλογής, «Περιμένοντας», εκφράζει μια ανησυχία που έχει ο κάθε σύγχρονος άνθρωπος, δηλαδή ότι η ζωή του περνάει γρήγορα και εκείνος νιώθει ανήμπορος να την ελέγξει και να μανουβράρει τις καταστάσεις, ούτως ώστε να ζήσει όπως έχει επιλέξει εγκαίρως, πριν να είναι πολύ αργά για να εξασκήσει αυτές τις ατομικές του ελευθερίες. Η ιστορία του Σελφ είναι βέβαια δραματοποιημένη και έτσι ο φίλος του πρωταγωνιστή, που υποφέρει από τέτοιου είδους άγχη, βρίσκει ένα καλτ που του προσφέρει τη λύση, το οποίο αναπόφευκτα αποδεικνύεται οργανωμένη απατεωνιά.
Ο Γουίλ Σελφ πήγε πολλές από αυτές τις «άγουρες» ιδέες που μας παραθέτει εδώ για πρώτη φορά, ένα βήμα παραπέρα, σε μεταγενέστερα έργα του. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του «How the Dead Live», που αποτελεί στην ουσία διεύρυνση του πρώτου διηγήματος της συλλογής αυτής. Όσοι είναι φαν του συγκεκριμένου συγγραφέα ή του λογοτεχνικού αυτού ρεύματος, αξίζει να διαβάσουν αυτό το πρώιμο «διαμαντάκι», που θα μπορούσε άνετα να διαβαστεί πλάι με το «American Psycho» (1991), του Μπρετ Ίστον Έλλις, ή «Τα στοιχειώδη σωματίδια» (1998), του Μισέλ Ουελμπέκ. Ο νιχιλισμός των δεκαετιών του 1980 και 1990 είναι παρόν και στα τρία αυτά βιβλία και λίγο διαφέρει από τη φιλοσοφία (ή μάλλον την έλλειψη αυτής) που χαρακτηρίζει και το «Pulp Fiction» (1994), του Κουέντιν Ταραντίνο. Η «Ποσοτική θεωρία της παράνοιας», παρόλα αυτά, δεν είναι απλά μια άσκηση στη ματαιότητα, αλλά μια κυνική ματιά σε ένα κόσμο που ενώ θα έπρεπε να είναι γεμάτος από αξίες και ιδανικά, ξεγυμνώνεται ως λειψός και επικίνδυνα προσκολλημένος στην επιφάνεια.