
Ο Σάμιουελ Μπέκετ ήταν Ιρλανδός θεατρικός συγγραφέας, ποιητής και λογοτέχνης. Μινιμαλιστής, διάσημος για το μαύρο χιούμορ που χαρακτηρίζει το βαθιά απαισιόδοξο έργο του. Χαρακτηρίστηκε μοντέρνος, μεταμοντέρνος, αλλά και εισηγητής του «θεάτρου του παραλόγου». Ωστόσο, ο ίδιος αρνήθηκε πεισματικά κάθε τίτλο που του αποδόθηκε. Ένας θεατρικός συγγραφέας – φιλόσοφος, εκφραστής της ανθρώπινης απελπισίας, μίας απελπισίας προερχόμενης από την αέναη και ατελέσφορη αναζήτηση της αλήθειας.
Λίγα λόγια για τη ζωή του Σάμιουελ Μπέκετ

Ο Σάμιουελ Μπέκετ γεννήθηκε στις 13 Απριλίου του 1906 σε μία επαρχιακή πόλη της Ιρλανδίας, κοντά στο Δουβλίνο. Σπούδασε ιταλικά, γαλλικά και αγγλικά στο Δουβλίνο και στη συνέχεια ασχολήθηκε με την διδασκαλία. Σύντομα άρχισε να δημοσιεύει κριτικά και λογοτεχνικά έργα. Αν και το 1930 κατάφερε να γίνει λέκτορας στο Trinity College του Δουβλίνου, σύντομα εξέφρασε την απέχθεια του για τον σχολαστικισμό των καθηγητών. Ένα χρόνο αργότερα, παραιτήθηκε και άρχισε να ταξιδεύει στην Ευρώπη.
Κατά τις περιπετειώδεις περιπλανήσεις του, ο Μπέκετ είχε την ευκαιρία να γνωρίσει την Suzanne Deschevaux-Dumesnil, ενώ βρισκόταν στο νοσοκομείο μετά από μία απόπειρα δολοφονίας εναντίον του. Η σχέση του με την Suzanne κράτησε για τα επόμενα πενήντα έτη. Κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο συγγραφέας συμμετείχε στην γαλλική αντίσταση, ενώ κινδύνευσε αρκετές φορές να συλληφθεί. Για την σημαντικότατη δράση του βραβεύτηκε με δύο μετάλλια. H στάση του απέναντι στο ηρωικό του παρελθόν, ωστόσο, υπήρξε πάντοτε μετριοπαθής. Η Suzanne απεβίωσε στις 17 Ιουλίου 1989, ενώ ο Σάμιουελ Μπέκετ πέθανε στις 22 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου από εμφύσημα.
Το θεατρικό και λογοτεχνικό έργο του Σάμιουελ Μπέκετ

Ο Σάμιουελ Μπέκετ ασχολήθηκε με την ποίηση, την λογοτεχνία και το θέατρο. Προσπάθησε μέσα από το έργο του να αναδείξει την πεποίθησή του πως η τέχνη είναι υποκειμενική και στοχεύει στην έκφραση του εσωτερικού κόσμου του δημιουργού. Έγινε ιδιαίτερα γνωστός για το θεατρικό του έργο του με τίτλο «Περιμένοντας τον Γκοντό», το οποίο παίχτηκε για πρώτη φορά το 1953 και προκάλεσε έντονες εντυπώσεις. Η σημαντική επιτυχία του – ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες – του άνοιξε τον δρόμο για τα επόμενα έργα του, όπως τα: «Endgame», «Krapp’s Last Tape», «Happy Days» και «Play». Οι συνεχείς επιτυχίες του τον καταξίωσαν ως θεατρικό συγγραφέα και του εξασφάλισαν, το 1969, το Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Το ύφος, ή μάλλον η επιτηδευμένη «έλλειψη ύφους» του συγγραφέα τονίζεται και από τον ίδιο τον δημιουργό, ο οποίος υποστήριζε πως επιλέγει την γαλλική γλώσσα, διότι του είναι ευκολότερο να γράφει χωρίς ύφος. Μέσα από τον εκφυλισμό της γλώσσας, ο γλωσσολόγος και συγγραφέας επιλέγει να αναδείξει την ανικανότητα της να περιγράψει αντικειμενικά την ουσία και την αλήθεια. Με τα δικά του λόγια:
Είμαστε καταδικασμένοι σε έναν αιώνιο μονόλογο, χωρίς έννοια, χωρίς περιεχόμενο. Σε ένα αιώνιο μουρμούρισμα.
Να μιλάμε και να μιλάμε για το τίποτα.(Ακατανόμαστος)
Πώς θα μπορούσε, λοιπόν, η τέχνη, και ειδικότερα οι τέχνες που χρησιμοποιούν τις λέξεις ως υλικό, να εκφράσουν κάτι περισσότερο από την υποκειμενική θεώρηση και τον ψυχισμό του καλλιτέχνη;
Σύμφωνα με την Χριστίνα Τσίγγου, ο Μπέκετ εκφράζεται λιτά, βίαια και ελλειπτικά. Δεν αιχμαλωτίζεται από γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες. Ακόμη, δεν χρησιμοποιεί ένα ενιαίο ύφος στα έργα του, περνώντας από την χυδαιότητα και τις βωμολοχίες σε ένα επίπεδο υψηλού λυρισμού, χωρίς περιορισμό. Με άλλα λόγια, ο Σάμιουελ Μπέκετ καταφέρνει να χρησιμοποιήσει το γλωσσικό όργανο, το οποίο φαινομενικά υποτιμά, με έναν εξαιρετικό τρόπο. Εκμεταλλεύεται όλες τις δυνατότητες που του προσφέρει, χωρίς περιορισμούς. Η γλώσσα δεν τον υποτάσσει, αλλά υποτάσσεται σε αυτόν, γίνεται ένα εργαλείο στα χέρια του. Με την πάροδο του χρόνου, το έργο του, αλλά και γλώσσα που χρησιμοποιεί τείνουν προς τον μινιμαλισμό.
Το «θέατρο του παραλόγου»

Ο Σάμιουελ Μπέκετ αποτελεί έναν συγγραφέα παράδοξο, αινιγματικό και άναρχο. Η γλώσσα του γίνεται παραληρηματική και πλαισιώνεται από έντονες, μεταφυσικές εικόνες. Οι χαρακτήρες είναι κατακερματισμένοι και η αίσθηση του χρόνου χάνεται. Ο θεατής σαν μαγεμένος ολισθαίνει σε ένα παιχνίδι, εμπλέκεται σε μία πλοκή και σε μία διαδικασία κατά την οποία έρχεται αντιμέτωπος με ένα αίνιγμα. Αν και η λογική δεν είναι παντελώς απούσα από το έργο του, ο Μάρτιν Έσσλιν θα το αποκαλέσει «θέατρο του παραλόγου», καθώς θεωρεί κάθε προσπάθεια να δοθεί μία σαφής ερμηνεία στο έργο του εντελώς παράλογη και περιττή.
Υπερβαίνοντας και ανανεώνοντας τους κανόνες της θεατρικής έκφρασης, ο συγγραφέας βύθισε την ματιά του στην ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης. Μίας ύπαρξης μοναχικής και απελπισμένης, που ψάχνει διέξοδο από τον παραλογισμό της ζωής και αναζητά ατέρμονα και μάταια το νήμα της αλήθειας. Πρόκειται για μία προσέγγιση βαθιά απαισιόδοξη και βαθιά ανθρώπινη. Αρκετά ανθρώπινη ώστε να ρίξει μία αχτίδα στην σκοτεινή και απαισιόδοξη κατάληξη. Άλλωστε, σύμφωνα με τον ίδιο τον Μπέκετ:
…σαφές τελικά σε εμένα πως το σκοτάδι που πάντα πάλευα να κατανικήσω είναι στην πραγματικότητα ο καλύτερός μου σύμμαχος…
Advertising
( Η τελευταία μαγνητοταινία του Κραπ)
Περιμένοντας τον Γκοντό
Κλείνοντας, στον παρακάτω σύνδεσμο μπορεί να απολαύσει κανείς μία εξαιρετική ερμηνεία ενός από τα πιο μνημειώδη έργα του Σάμιουελ Μπέκετ. Ενός έργου που τον καταξίωσε και που έχει σαφέστατα συνδεθεί με το όνομα του. Πρόκειται για το «Περιμένοντας τον Γκοντό», σε ένα εξαιρετικό ανέβασμα από το Θεατρικό Σπουδαστήρι Κορυδαλλού. Η παράσταση έλαβε χώρα στο Θέατρο Γκαράζ. Προηγείται ένας σύντομος διάλογος από το έργο, σε μετάφραση της Ελένης Βαρίκα:
ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ: Το βέβαιο είναι πως οι ώρες μας, έτσι όπως είμαστε, είναι ατελείωτες κι έτσι αναγκαζόμαστε να τις γεμίσουμε με πράξεις που εκ πρώτης όψεως φαίνονται λογικές αλλά… που τις κάνουμε πια μηχανικά. Θα μου πεις ότι πρέπει να εμποδίσουμε το μυαλό μας να θολώσει. Έχεις δίκιο! Αλλά αναρωτιέμαι: Σάμπως δεν έχει κιόλας βυθιστεί σε απέραντα σκοτάδια; Παρακολουθείς το συλλογισμό μου;
ΕΣΤΡΑΓΚΟΝ: Όλοι γεννιόμαστε τρελοί. Μερικοί παραμένουν.
Advertising
Πηγές που χρησιμοποιήθηκαν για το άρθρο:
Deirdre Bair, «On the Difficulty of Convincing Samuel Beckett of Just About Anything», Literary Hub, 2019, ανακτήθηκε από: https://lithub.com/on-the-difficulty-of-convincing-samuel-beckett-of-just-about-anything/, (τελευταία επίσκεψη: 14/12/2019).
Άτη Σολέρτη, «Σάμιουελ Μπέκετ: η τραγωδία μας αρχίζει από τη στιγμή που σκεφτήκαμε», Βακχικόν, τεύχος 15, Σεπτέμβριος 2011, ανακτήθηκε από: shorturl.at/nFIY2 (τελευταία επίσκεψη: 14/12/2019).
Σάμουελ Μπέκετ: ένας υπαρξιστής φιλόσοφος του παραλόγου, ανακτήθηκε από: shorturl.at/egrF2 (τελευταία επίσκεψη: 14/12/2019).
Βατίκαλου Άννα, «Σάμουελ Μπέκετ: Νεωτερική γραφή σε πλαίσιο παραλόγου», ανακτήθηκε από: https://maxmag.gr/theatro/samoyel-mpeket-neoteriki-grafi-se-plaisio-paralogoy/ (τελευταία επίσκεψη: 14/12/2019).