
Ο καταιγισμός της πληροφορίας δίνει το στίγμα της αντίστοιχης εποχής. Στις μέρες μας, ο μαξιμαλισμός έχει δώσει τόσο αριστουργήματα (αν μιλάμε για έναν Pynchon ή έναν Foster Wallace), όσο και “υψηλά” δείγματα μετριότητας και φλυαρίας. Η ουσιαστική πυκνότητα των νοημάτων μπορεί να έχει συνδεθεί με τα πρώτα, αλλά υπάρχουν φωνές που επιμένουν μας την προσφέρουν από μια οδό που δεν έχουμε συνηθίσει. Οι “γλώσσες” του Dávila αποτελούν ένα αξιοπρόσεκτο παράδειγμα.
Ως “γλώσσες” περιέγραφε ο Κολομβιανός στοχαστής τις σημειώσεις του στα περιθώρια των βιβλίων που διάβαζε. Το έργο του αποτελείται μόνο από τέτοια marginalia: σχόλια, κριτικές, σκέψεις γύρω απ’ το περιεχόμενο των 30.000 τόμων της προσωπικής του βιβλιοθήκης, που περιλάμβαναν -εξέχοντα και μη- έργα λογοτεχνίας, φιλοσοφίας, αρχαίων κλασικών, επιστήμης, θεολογίας, κλπ. Πρόκειται για αφορισμούς δυο-τριών αράδων που σχολιάζουν με ύφος πλούσια καυστικό κι αιχμηρό την “παρακμής της Δύσης”. Ο Dávila, που από νωρίς απογοητεύτηκε από την τροπή που έπαιρνε ο δυτικός πολιτισμός όπως τον γνώρισε στην Ευρώπη, όπου έζησε για λίγο στη νεότητά του, αποσύρθηκε κι έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην ιδιαίτερη πατρίδα του, Μπογκοτά, όπου αφοσιώθηκε στη μελέτη του ανθρώπινου πνεύματος και της Ιστορίας από τις απαρχές ως τις ημέρες του. Οι σκόρπιοι στοχασμοί του πάνω στ’ αναγνώσματά του αποτελούν μια ολόκληρη κοσμοθέαση σε ψήγματα, που δεν φοβούνται να πάνε αντίρροπα στις τάσεις και τους ίδιους τους αρμούς του σύγχρονου κόσμου.
“Από χαμένο πόστο” και χωρίς την ελπίδα πώς θ’ ακουστεί ή -πόσο μάλλον- θα επηρεάσει, ο Dávila εκτοξεύει τους μύδρους του κατά μιας ολόκληρης εποχής. Η απίστευτη ευρυμάθεια και το οξυδερκές πνεύμα του συνδυάζονται και παράγουν αποτελέσματα υποβλητικά και χτυπήματα στοχευμένα και καθοριστικά, δίχως τίποτα να του διαφεύγει. Δηλώνει αντιδραστικός, με σημασία όχι πολιτική ή κοινωνική αλλά υπαρξιακή. Αντιδρά σε μια ολόκληρη εποχή και στα κακώς κείμενά της, αντιδρά στον τρόπο ύπαρξης αυτής και των ανθρώπων της. Η πολιτική του θέση είναι εκτός του πολιτικού φάσματος, γιατί αυτό κι οι παρατάξεις του δεν είναι γι’ αυτόν παρά ένα ακόμα μισητό προϊόν μιας μισητής εποχής. Κι οι αντιδράσεις του δεν είναι παρά “σημειώσεις ενός ηττημένου”, ενός εγνωσμένα χαμένου που αρνείται να παραδοθεί και να παραδώσει το μόνο του όπλο: τον αφορισμό. Ο Dávila μοιάζει με κάθε άνθρωπο που αισθάνεται ξένος και μόνος μέσα σ’ έναν κόσμο που δε του ταιριάζει. Μόνο που οι “μοναξιές” του, όπως κι αυτές χαρισματικών ομοίων του, καταφέρνουν μες στη καταστροφή, να δημιουργήσουν με τη πιο ουσιαστική σημασία της λέξης.
Στο στοχαστικό και υφολογικό πνεύμα του Nietzsche και του Cioran, συνδυάζοντας τις στοχαστικές στιγμές των λογοτεχνών και τις λογοτεχνικές στιγμές των στοχαστών που του αρέσουν, ο Dávila προσφέρει μια σειρά εκλάμψεων σε ένα πολιτισμικό σκοτάδι, που αξίζει κανείς να γνωρίσει ακόμα κι αν καταλήξει εχθρός του. Η -ως συνήθως- άψογη μετάφραση του Σκουτερόπουλου καθιστά την ανάγνωση των “γλωσσών” ευχάριστη και παραγωγική, παραδίδοντάς μας πλάι στα αγαπημένα έργα Κολομβιανών συγγραφέων, όπως των Μάρκες, Μούτις, Ουνγκάρ, κλπ., μια δυνατή γεύση μιας λογοτεχνίας αλλιώτικης, μα ομόαιμης κι απόλυτα ισάξιάς τους.
*Τα Αποφθέγματα του Nicolás Gómez Dávila κυκλοφορούνται στα ελληνικά απ’ τις εκδόσεις Περισπωμένη, σε μετάφραση Ν. Μ. Σκουτερόπουλου.