Σαν σήμερα, στις 13 Αυγούστου του 1899, γεννήθηκε η πιο σημαντική, και ίσως, η πιο αμφιλεγόμενη προσωπικότητα της έβδομης τέχνης, ο Σερ Άλφρεντ Τζόσεφ Χίτσκοκ. Η εμβληματική αυτή προσωπικότητα επρόκειτο να διαμορφώσει -λίγα χρόνια αργότερα- τον ίδιο τον κινηματογράφο και να αγαπηθεί, όσο ελάχιστοι, από τους λάτρεις της έβδομης τέχνης. Η πρωτοπόρα τεχνική του και η καθιέρωση του αισθήματος του φόβου και της αγωνίας σε δεκάδες ταινίες του τον κατέστησαν κορυφαίο. Άλλωστε, αυτό ακριβώς, το αίσθημα του ανοίκειου («uncanny») ήταν που ενέπνευσε τους σύγχρονους κινηματογραφικές, και ακολούθως, διαμόρφωσε τις σκέψεις τους γύρω από το σασπένς και δικαίως απένειμαν στον Χίτσκοκ -μεταγενέστερα- τον τίτλο του «Μετρ του Σασπένς». Ο Χίτσκοκ έζησε μια ενδιαφέρουσα ζωή για 80 χρόνια, αφήνοντας την τελευταία του πνοή στο Λος Αντζελες, από νεφρική ανεπάρκεια, στις 29 Απριλίου 1980.
Τα πρώτα χρόνια και ο φόβος
Ο Σερ Άλφρεντ Τζόσεφ Χίτσκοκ (το πλήρες όνοματεπώνυμό του) γεννιέται στις 13 Αυγούστου του 1899 στο Έσσεξ του Λονδίνου. Είναι το πρώτο από τα συνολικά τρία παιδιά της οικογένειας Χίτσκοκ, μιας οικογένειας, που λόγω της αυστηρότατης πειθαρχίας και του βάναυσου συστήματος ποινών, που επέβαλε, διαμόρφωσε τον -κάποιες φορές- σαδιστικό και -κάποιες άλλες- σκληρό χαρακτήρα του πρωτότοκου παιδιού της. Είναι πολλές οι αναφορές του ίδιου του σκηνοθέτη, ότι τα παιδικά του χρόνια χαρακτηρίζονται από τιμωρίες, κάποιες φορές από μοναξιά και σχεδόν πάντα από υπερπροστατευτικότητα. Οι τιμωρίες της μητέρας του ήταν πολλές, αλλά, ένα γεγονός με δράστη τον πατέρα του θα καλλιεργήσει το αίσθημα του φόβου στον Χίτσκοκ, ένα αίσθημα που θα αποτελέσει το πρωταγωνιστικό στοιχείο του χαρακτήρα του, αλλά, και δύο σπουδαίων ταινιών του («Τα πουλιά» και «Φρενίτις»). Κάποια στιγμή, ο μικρός Άλφρεντ προέβη σε κάποια παρατυπία και ο πατέρας του για να τον τιμωρήσει παραδειγματικά τον έστειλε στο τοπικό αστυνομικό τμήμα μαζί με ένα γράμμα. Όταν ο μικρός οδηγούταν στο κρατητήριο, παρέδωσε το γράμμα στον αστυνομικό, αναμένοντας μάταια μια απάντηση. Μετά από ώρες, ο Χίτσκοκ αποφυλακίζεται και η μόνη φράση του αστυνομικού, που νωρίτερα είχε αγνοήσει το γράμμα του χωρίς ίχνος μετανόησης και στοργής, ήταν: «Αυτά παθαίνουν οι άνθρωποι που κάνουν κακά πράγματα». Ο Χίτσκοκ φοβόταν πιο πολύ από τότε, τόσο, ώστε να τον διακατέχει ένας μόνιμος φόβος προς τους αστυνομικούς και προς την οδήγηση -καθώς δεν έμαθε να οδηγεί ποτέ-, όσο στο να εκδηλώσει αυτό το φόβο του, με σαδιστικό και σκληρό τρόπο, στους μετέπειτα συνεργάτες των ταινιών του.
Τα νεανικά χρόνια
Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ, κατά τη διάρκεια των νεανικών του χρόνων, δεν υπήρξε και ο πιο επιμελής και υπεύθυνος μαθητής του κόσμου. Συχνά, βαριόταν και αδιαφορούσε για τα μαθήματά του. Έχοντας ολοκληρώσει τη φοίτησή του στο Ιησουτικό (καθολικό) σχολείο του Αγίου Ιγνάτιου, δια πυρός και σιδήρου, καταφέρνει να εξασφαλίσει μια θέση στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, φοιτώντας για μικρό χρονικό διάστημα στη σχολή Καλών Τεχνών. Νωρίτερα, είχε περάσει από την τεχνική σχολή «School of Engineering and Navigation», διδασκόμενος μηχανική, ναυπηγική, ακοστική και ηλεκτρολογία. Η πρώτη του εργασία δεν άργησε να έρθει, δίνοντας την ευκαιρία στον Χίτσκοκ να κερδίσει τα πρώτα του χρήματα. Εργάστηκε σε μια τηλεγραφική εταιρεία («Ηenley’s»), εκτελώντας χρέη γραφίστα, ενώ έγραφε και κάποια κείμενα. Ωστόσο, το αστείρευτο, πηγαίο και ανεξάντλητο ταλέντο του θα τον οδηγούσε ψηλά. Αυτό δεν άργησε να γίνει, όταν συμμετέχοντας στο περιοδικό της εταιρείας, ο Χίτσκοκ άρχισε να γράφει μικρά διηγήματα. Από το πρώτο κιόλας διήγημα έγινε ολοφάνερη η περίτεχνη γραφή του, που κατέληγε στη δημιουργία μιας καλοσχεδιασμένης πλοκής στην ιστορία, ενώ η τάση προς τη δημιουργία μυστηρίου, αργότερα, θα τον αναδείξει σε «μετρ του σασπένς». Η αρχή της καταξίωσης ήρθε λίγο αργότερα για τον μεγάλο σκηνοθέτη, όταν το 1925 έγινε βοηθός σκηνοθέτη, σκηνοθετώντας ουσιαστικά την πρώτη του ταινία.
Η πρώτη ταινία και οι ατυχίες του
Πριν ο Χίτσκοκ γνωρίσει την καταξίωση, ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, το 1919. Αν και υπό φυσιολογικές συνθήκες, αυτό το γεγονός θα μπορούσε να αποτελέσει τροχοπέδη για την καριέρα του, για τον Άγγλο σκηνοθέτη, όμως, τίποτα δε βάδιζε προς την κανονικότητα. Εκμεταλλευόμενος τη χρόνια παχυσαρκία του, δε στρατεύτηκε ποτέ. Έναν χρόνο αργότερα, το 1920, ήταν μια χρονιά ορόσημο, τόσο για την καριέρα του εμβληματικού σκηνοθέτη, όσο και για τη ζωή του. Είναι η χρονιά που θα εργαστεί στην πασίγνωστη Famous Players-Lasky Company (αργότερα Paramount Pictures), αρχικά ως σεναριογράφος και σχεδιαστής τίτλων, αλλά μια ξαφνική ασθένεια του τότε σκηνοθέτη, τοποθετεί τον Χίτσκοκ στην πρώτη γραμμή. Ο Χίτσκοκ φέρνει σε πέρας την αποστολή του, σκηνοθετώντας -άτυπα έστω- ένα μέρος από την πρώτη του ταινία, και προκαλεί τον ενθουσιασμό του παραγωγού του, ο οποίος του αναθέτει και μία ακόμα ταινία, τον «Αριθμό 13» (1922), ταινία που, λόγω της παραγωγής, θα διακοπεί. Οι ατυχίες θα συνεχίσουν να του κρατούν συντροφιά με αποκορύφωμα το κλείσιμο του στούντιο λίγο μετά.
Ο Χίτσκοκ κατά τη διάρκεια γυρισμάτων της πρώτης του ταινίας.
Η γυναίκα της ζωής του και η περίεργη σχέση τους
Με τη γυναίκα του, Άλμα Ρεβίλ.
Αυτό το στούντιο, όμως, αποτέλεσε το φυσικό χώρο γνωριμίας με τη μετέπειτα σύζυγό του, Άλμα Ρεβίλ. Επρόκειτο για μια περίεργη και καρμική σχέση, καθώς η Ρεβίλ γεννήθηκε μία μέρα μετά τον Χίτσκοκ, στις 14 Αυγούστου 1899! Ο Χίτσκοκ, αν και ερωτευμένος με την Ρεβίλ, τής ζήτησε να βγουν μετά από τέσσερα χρόνια (!) γνωριμίας. Αργότερα, ακολούθησε μία πρωτότυπη πρόταση γάμου πάνω σε ένα πλοίο, με τον Χίτσκοκ σχεδόν να εκβιάζει το πολυπόθητο «ναι» της Ρεβίλ, μιας και εκείνη είχε έντονη ναυτία, και συνεπώς, ήταν ευάλωτη. Την αιφνιδίασε, σκεπτόμενος ότι δε θα δυσκολευτεί να πει το «ναι», δήλωσε αργότερα. Τους ένωνε η αμοιβαία αγάπη, ο σεβασμός, η λατρεία για τον κινηματογράφο, η τελειότητα σε καθετί, αλλά, όχι η ίδια κρεβατοκάμαρα. Όπως είχε ομολογήσει αφοπλιστικά ο Βρετανός, είχαν συνευρεθεί με τη γυναίκα του μόνο μία (!) φορά και το προϊόν της σαρκικής ένωσης ήταν η κόρη της, Πατρίτσια (Πατ) Χίτσκοκ. Έβρισκε το σεξ μια πολύ βαρετή διαδικασία, που δεν σκόπευε να επαναλάβει. Αν και υπήρχε αγάπη μεταξύ τους, ανεπιβεβαίωτες και μη αποδεδειγμένες φήμες, που ακόμα παραμένουν μόνο φήμες, ήθελαν τον Χίτσκοκ να είναι, είτε ηδονοβλεψίας και να πλάθει ερωτικές ιστορίες με τη φαντασία του, είτε να είναι καζανόβας. Από την άλλη μεριά, «οι κακές γλώσσες» της εποχής διαμήνυαν ότι η Ρεβίλ είχε απατήσει κατά συρροή τον Χίτσκοκ.
Η γυναίκα πρέπει να είναι σαν μια καλή ταινία τρόμου: όσο περισσότερο χώρο αφήνει για τη φαντασία μας, τόσο καλύτερα.
Οι περίοδοι των Χιτσκοκικών έργων
Η πρώτη ταινία του Χίτσκοκ το 1920 εγκαινιάζει την πρώτη περίοδο των βουβών έργων του. Μετά το κλείσιμο του στούντιο, εργάστηκε στην εταιρεία Gainsborough Pictures ξανά ως σεναριογράφος και σχεδιαστής, αλλά, εκεί υπόγραψε σκηνοθετικά την πρώτη του ταινία, το 1925. Η ταινία «Pleasure Garden», όμως, ήταν μία βουβή και ειπρακτικά αποτυχημένη ταινία. Στη συνέχεια, ακολούθησε η ταινία «The Manxman» (1929), η καλύτερη κωμική ταινία του, «Ring», στην οποία συνέδεσε πλάνα, και με τη βοήθεια του μοντάζ προκάλεσε το γέλιο. Επρόκειτο για την τελευταία ταινία της περιόδου και για ένα οπτικό και πρωτότυπο εύρημα. Το 1929 εγκαινιάζεται η αγγλική περίοδος των ομιλούντων έργων του, πλέον, με επιτυχίες όπως «ο Εκβιασμός» (1929) με ένα ακόμα ηχητικό εύρημα αυτή τη φορά, καθώς βάζει μια κουτσομπόλα γυναίκα να διηγηθεί με ολύμπια ψυχραιμία τι θα έπραττε αν ήταν δολοφόνος, μιας και ο Χίτσκοκ πίστευε ότι όλοι είμαστε εν δυνάμει δολοφόνοι. Ακολούθησε «ο Φόνος», «Η κυρία εξαφανίζεται» και «Η ταβέρνα στη τζαμάικα», το τελευταίο έργο πριν το Χόλυγουντ.
Στο Χόλυγουντ θα διαπρέψει κατά την Αμερικανική περίοδο με τη «Ρεβέκκα» (1940), ένα έργο με κεκαλυμμένο μυστήριο -εφάμιλλο της σταχτοπούτας- κατά τον Τριφό. Ακολούθησαν οι: «Υπόθεση Παραντάιν» (1947), «Ο δολοφόνος έρχεται κάθε βράδυ», «Υποψίες» (μια εξ’ ολοκλήρου χιτσκοκική ταινία με τη σχέση ενός ζευγαριού να εγκλωβίζεται στο μυστήριο), και η καλύτερη ασπρόμαυρη ταινία για πολλούς, το «Νοτόριους» (1946). Τελευταία περίοδος στα χιτσκοκικά έργα, είναι η περίοδος της κορύφωσης με ταινίες όπως το: «Άγνωστος εξπρές», «Τηλεφωνήσατε Ασφάλεια Αμέσου Δράσεως», «Σιωπηλός Μάρτυς», «Ποιος σκότωσε τον Χάρι», «Vertigo», «Στη σκιά των τεσσάρων γιγάντων», «Ψυχώ», «Τα πουλιά», «Η Φρενίτις», και «Marnie» να δεσπόζουν για την πιο επιτυχημένη και ώριμη -εκατό τοις εκατό- χιτσκοκικής περιόδου.
«Ο σαδιστής και αστείος Χίτσκοκ και η Τίπι Χέντρεν»
Ο Χίτσκοκ, συχνά – πυκνά, συνήθιζε να εξωτερικεύει τον υφέρποντα και λανθάνοντα σαδισμό του, κάνοντας πολλές φορές διάφορες πλάκες σε συνεργάτες του -κάποιες όχι τόσο αθώες- όσο θα έπρεπε. Επί παραδείγματι, κάποια φορά είχε αλυσοδέσει ένα μέλος του συνεργείου του, και αντί για χαλαρωτικό ουίσκι, του προσέφερε..καθαρτικό. Μια άλλη φορά, είχε στείλει 400 (!) καπνιστές ρέγγες σε έναν ηθοποιό, άλλες φορές άλλαζε τη σειρά των πιάτων που σέρβιρε σε δείπνα που παρέθετε, κάποια φορά είχε βάψει μπλε τα φαγητά, ενώ άλλες φορές έβαζε μουσικά μαξιλάρια στις θέσεις καλεσμένων του με σκοπό την πρόκληση αστείων ήχων και της τέρψης του. Όμως, εκτός από αυτές τις περίεργες φάρσες σε αλαζόνες και υπερφίαλους ανθρώπους, το πιο σκληρό πρόσωπο το έδειξε στην Τίπι Χέντρεν, την πρωταγωνίστρια των ταινιών «Τα πουλιά» και «Marnie». Τη γνώρισε σε ένα δοκιμαστικό και του άρεσε. Της πρόσφερε 5000 δολάρια και τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Εκείνη δέχθηκε. Ο Χίτσκοκ, όμως, κάποια στιγμή της εκδήλωσε τα -καθόλου αθώα- ερωτικά του αισθήματα, με εκείνη να μένει στήλη άλατος. Ανυποψίαστη καθώς ήταν, τον αρνήθηκε, και ο Χίτσκοκ της έκανε το βίο αβίωτο. Δε δέχθηκε καμιά άλλη πρόταση για δουλειά σε κανέναν άλλο συνάδελφό του, δεν την αποδέσμευε, ενώ έφτασε να χρησιμοποιεί αληθινά πουλιά στην ομότιτλη ταινία, αντί για μηχανικά, όπως υποσχέθηκε, με την πρόφαση μηχανικής βλάβης. Κάτι που είχε ως αποτέλεσμα, να της σκίζουν κάθε τόσο το πρόσωπο. Η άκρως υπομονετική και «αιχμάλωτη» Χέντρεν τότε, απευθύνθηκε στη γυναίκα του Χίτσκοκ, Ρέβιλ, και εκλιπαρώντας την, τής είπε: «με μια σου λέξη μπορείς να το σταματήσεις αυτό», με την Ρέβιλ να μην παίρνει θέση. Η Χέντρεν ολοκλήρωσε την ταινία «Marnie» και αποχώρησε λυτρωμένη, με τον Χίτσκοκ -έκτοτε-να την αποκαλεί μόνο ως «το κορίτσι».
Οι ξανθές κάνουν τα πιο ωραία θύματα. Είναι όπως το απάτητο χιόνι που αναδεικνύει τα ματωμένα ίχνη.
Οι χιτσκοκικές ξανθές και οι γόηδες
Βέβαια, η Τίπι Χέντρεν δεν ήταν η μόνη ξανθιά πρωταγωνίστρια του Χίτσκοκ. Σημαντικό κεφάλαιο στις ταινίες του Βρετανού σκηνοθέτη ήταν πολλές ξανθιές κυρίες, μα και γοητευτικοί άνδρες. Ο Χίτσκοκ συνήθιζε να προτιμά κυρίως όμορφες, σχετικά ψηλές και αδύνατες ξανθιές πρωταγωνίστριες με κύριο χαρακτηριστικό τα ανοιχτόχρωμα μάτια. Αυτό το γεγονός αποτελεί την πιο τρανή απόδειξη, ότι δε ξεπέρασε ποτέ τον καταπιεσμένο ερωτισμό του και το υποβόσκον οιδιπόδειο σύμπλεγμα που τον διακατείχε. Συνήθως, αναλάμβαναν το ρόλο του θύματος, με θύτη τον πάντα γοητευτικό άνδρα πρωταγωνιστή, που θα τις πλαισίωνε. Κυριαρχούσε το μυστήριο στη σχέση τους, και συχνά, οι ρόλοι θύμα και θύτης ανατρέπονταν. Συνήθως, θα υπήρχε ένας θάνατος λόγω δολοφονίας, θα δημιουργούνταν διάφορα σενάρια στο θεατή, που συνεχώς θα ανατρέποντας, και στο τέλος, το θύμα θα ήταν ο πρωταγωνιστής, καθιστώντας την όμορφη, ξανθιά πρωταγωνίστρια μια αριβίστρια, αδίστακτη κυρίαρχο του παιχνιδιού. Κάποιες από τις πρωταγωνίστριες αυτές ήταν: η Τίπι Χέντρεν, Η Τζάνετ Λη, Η Γκρέις Κέλι, η Ίνγκριντ Μπέργκμαν, η Κιμ Νόβακ και η Τζόαν Φοντέιν, ενώ από τους άνδρες ξεχωρίζουν οι: Άντονι Πέρκινς, Λόρενς Ολίβιε, Κάρι Γκραντ και Τζέιμς Στιούαρτ.
Τι είναι αυτό που με κάνει να επιλέγω ηθοποιούς ξανθές και σοφιστικέ; Είναι το γεγονός ότι αναζητώ έμπειρες γυναίκες, πραγματικές κυρίες που μπορούν να γίνουν πόρνες στην κρεβατοκάμαρα, χωρίς να το δείχνουν.
Επιλογικά
Ο Σερ Άλφρεντ Τζόσεφ Χίτσκοκ υπήρξε μια εμβληματική προσωπικότητα από το παρελθόν, που διαμόρφωσε το κινηματογραφικό παρόν, επηρέασε όσο κανένας τους σύγχρονους κινηματογραφιστές και υπέγραψε με ανεξίτηλο τρόπο την αιώνια κυριαρχία του στην έβδομη τέχνη. Η καινοτόμα τεχνική του, με την καλά σχεδιασμένη πλοκή σε κάθε ταινία, τα σενάρια που συνεχώς δημιουργούνταν στις γωνιές του μυαλού κάθε θεατή και διαψεύδονταν από τον ίδιο, οι υποβλητικές, αισθαντικές και σχεδόν ρεαλιστικές σκηνές και τα γεμάτα ερωτηματικά πλάνα διαρκείας του, ύφαιναν το μυστήριο και ενέτειναν την αγωνία του θεατή. Όταν ο κινηματογράφος κώφευε, μιλούσαν τα πλάνα και το μοντάζ -πάντα σε συνδυασμό με τη χρήση του ευρυγώνιου φακού- (πρώτος ο Όρσον Γουέλς τον εισήγαγε), παρείχε μόνο τις απαραίτητες πληροφορίες στο θεατή. Ήταν ο άνθρωπος που κατάφερε να φέρει στο προσκήνιο το υποσυνείδητο, να το μετατρέψει σε συνειδητό, και μέσω των ταινιών του να το υπερβεί, καθιστώντας για πρώτη φορά το κινηματογραφικό υπερ-συνειδητό. Είχε προβληματική ερωτική ζωή και πνεύμα που άγγιζε το μη φυσιολογικό. Συχνά, βάδιζε εκτός ορίων με συντροφιά το εγώ του. Οι παιδικές ποινές -που μόνο παιδαγωγικές δεν ήταν- διαμόρφωσαν ένα κομμάτι του αδίστακτου και σκληρού εαυτού του, που χρησιμοποιούσε στους ανθρώπους για να σπάσει πλάκα. Είναι ο κινηματογραφιστής, που γράφτηκαν τα πιο πολλά από οποιονδήποτε, ξεπερνώντας σημαντικές προσωπικότητες και δικαιώνοντας τον Τριφό στις προβλέψεις του πως κάτι τέτοιο θα συνέβαινε. Ένα είναι το σίγουρο. Τον χαλύβδωσαν με το όποιο τίμημα και τον βοήθησαν στο να διαμορφώσει άθελά του τα σύγχρονα θρίλερ και την έβδομη τέχνη, ως ένα βαθμό, εκ του μηδενός. Μάλιστα, η ζωή του έγινε και κινηματογραφική ταινία με επιτυχία. Ήταν ο άνθρωπος που έζησε και ενέπνευσε τον (κινηματογραφικό) φόβο.
Χάρισέ τους ευχαρίστηση. Την ίδια ευχαρίστηση που αισθάνονται όταν ξυπνούν από έναν εφιάλτη.
– Άλφρεντ Χίτσκοκ.
Παρακάτω παρατίθεται ένα βίντεο, με ένα απόσπασμα από την ταινία «Ρεβέκκα» (1940).
Πηγές:
http://tvxs.gr/news/sinema/alfrent-xitskok-o-diaxronikos-metr-toy-saspens&dr=tvxsmrstvxs
http://www.newsbeast.gr/portraita/arthro/822829/o-axeperastos-metr-tou-saspens-alfred-hitskok
http://www.mixanitouxronou.gr/alfrent-chitskok-fovotan-tous-astinomikous-ekane-mono-mia-fora-erota-me-ti-sizigo-tou-ke-vasanize-tin-protagonistria-sta-poulia/
http://www.koutipandoras.gr/article/alfrent-hitskok-o-maitr-tis-agonias