Ο Άντον Τσέχωφ ήταν ένας από τους μεγαλύτερους διηγηματογράφους της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ενώ ταυτόχρονα εργαζόταν ως γιατρός. Ο ίδιος είχε πει: «Η ιατρική είναι η νόμιμη σύζυγός μου και η λογοτεχνία η ερωμένη μου. Όταν με κουράζει η μία, περνάω τη νύχτα μου με την άλλη».
Οι ήρωες στα έργα του βασανίζονται από ανεκπλήρωτους έρωτες και συμβιβασμούς, ανίκανοι να αλλάξουν τις ζωές τους. Θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους θεατρικούς συγγραφείς και τα έργα του συνεχίζουν να ανεβαίνουν στις θεατρικές σκηνές.
Τα πρώτα χρόνια
Ο Άντον Τσέχωφ (Άντον Πάβλοβιτς Τσέχωφ) γεννήθηκε στις 29 Ιανουαρίου του 1860 (17 Ιανουαρίου σύμφωνα με το παλαιό ημερολόγιο) σε μία μικρή επαρχιακή πόλη της νότιας Ρωσίας, το Ταγκανρόγκ. Ήταν το τρίτο από τα έξι παιδιά της οικογένειας (Αλέξανδρος, Νικόλαος, Ιβάν, Μαρία, Μιχαήλ).
Ο παππούς του ήταν δουλοπάροικος, ο οποίος κατάφερε να εξαγοράσει την ελευθερία της οικογένειάς του για 700 ρούβλια το κεφάλι, λίγο καιρό πριν γίνει η χειραφέτηση των δούλων.
Ο πατέρας του εργαζόταν ως λογιστής και παράλληλα διατηρούσε τυροκομείο, όμως πάντα είχε καλλιτεχνικές ανησυχίες. Έπαιζε βιολί, ενώ ονειρευόταν καριέρα στη μουσική και ήταν βαθιά θρησκόληπτος. Όπως διακρίνουμε και στα έργα του Άντον Τσέχωφ, ήταν μάλλον τυραννικός, και πολύ αυστηρός με την εκπαίδευση των παιδιών του. Ο αυταρχισμός του πατέρα είχε σαν αποτέλεσμα τα δύο μεγαλύτερα αδέρφια, ο Αλέξανδρος και ο Νικόλαος, να αντιδράσουν και να φύγουν από το σπίτι.
Φιλοδοξία του πατέρα του ήταν να γίνει ο Άντον πλούσιος και έτσι τον γράφει στο «Αριστοκρατικό» σχολείο της Ελληνικής Παροικίας, επειδή οι Έλληνες που ζούσαν εκεί, ήταν μεγαλέμποροι που ζούσαν μέσα στην πολυτέλεια.
Ο πατέρας τους, αδυνατώντας να καλύψει τις ανάγκες της οικογένειάς του, με τα ελάχιστα χρήματα που έβγαζε, αναγκάστηκε να δηλώσει πτώχευση και προσπαθώντας να αποφύγει τη δικαστική δίωξη των δανειστών, φεύγει στη Μόσχα. Στη συνέχεια, τον ακολουθεί και η μητέρα του μαζί με τα αδέρφια του, Μαρία και Μιχαήλ.
Ο Άντον Τσέχωφ αναγκάζεται να μείνει πίσω για να τελειώσει το σχολείο και προσπαθεί να βγάλει το ψωμί του, παραδίδοντας μαθήματα κατ’ οίκον. Είχε ήδη πουλήσει ό,τι είχε απομείνει από τα πράγματα του σπιτιού και έστειλε τα λεφτά στους γονείς του στη Μόσχα.
Το 1879 ο Τσέχωφ μεταβαίνει στη Μόσχα και γράφεται στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου, την οποία τελειώνει το 1884. Το επάγγελμα του γιατρού θα το εξασκήσει σε όλη του τη ζωή, εργαζόμενος για την καταπολέμηση της χολέρας, μίας μάστιγας που ταλαιπωρούσε την κεντρική Ρωσία.
Ο συγγραφέας Άντον Τσέχωφ
Ο Άντον Τσέχωφ από τα χρόνια του γυμνασίου έγραφε αφηγήσεις, μονόπρακτα και χιουμοριστικές σκηνές, ενώ την περίοδο που σπούδαζε στην Ιατρική Σχολή, δημοσίευσε τα πρώτα του ευθυμογραφήματα. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά «Ξυπνητήρι», «Θεατής», «Μόσχα», «Φως και σκιά», «Θραύσματα» με το ψευδώνυμο Αντόσια Τσεχοντέ.
Το 1884 κυκλοφορεί το πρώτο του βιβλίο διηγημάτων «Τα παραμύθια της Μελπομένης» και το 1885 ακολουθεί το βιβλίο «Φανταχτερές Ιστορίες». Οι ιστορίες του έχουν μεγάλη απήχηση και το όνομά του αρχίζει να αποκτά φήμη. Ο διάσημος λογοτέχνης Ντιμίτρι Γκριγκόροβιτς εντυπωσιάζεται από τις ιστορίες του και εκθειάζει το ταλέντο του. Του δίνει, μάλιστα, και τη συμβουλή να σεβαστεί τις σπάνιες ικανότητές του και ο νεαρός Τσέχωφ του απαντάει ότι μέχρι τότε δεν είχε πάρει στα σοβαρά τη συγγραφή, θεωρώντας τη μόνο μία ευχάριστη ασχολία.
Το 1886 γράφει το πρώτο του μονόπρακτο «Κύκνειο άσμα», και την επόμενη χρονιά ανεβαίνει στη σκηνή του «Θεάτρου Κορς» της Μόσχας το έργο του «Ιβάνοφ». Οι κριτικές είναι αντικρουόμενες και ο ίδιος αποφασίζει να μη δώσει ποτέ σε επαγγελματικό θίασο το δεύτερο θεατρικό του έργο «Δαίμονας του δάσους», το οποίο είναι η πρώτη μορφή του έργου «Θείος Βάνιας».
Το 1888 του απονέμεται το Βραβείο Πούσκιν. Τα επόμενα χρόνια ταξιδεύει στο εξωτερικό με την ιδιότητα του γιατρού και το 1896 ανεβαίνει στο θέατρο «Αλεξαντρίνσκι» της Πετρούπολης το έργο του «Ο Γλάρος», δυστυχώς χωρίς επιτυχία.
Θα ‘θελα να γράψω ένα διήγημα που να λέγεται «ΗΘΕΛΑ». Θα ήταν η ιστορία μου. Όταν ήμουν νέος, ήθελα να γίνω συγγραφέας και δεν έγινα. Ήθελα να παντρευτώ και δεν παντρεύτηκα. Ήθελα να πάω στην πόλη και δεν πήγα….
Ο ΓΛΑΡΟΣ.
Το 1898 και το 1899 παρουσιάζονται στο «Θέατρο Τέχνης» της Μόσχας, τα έργα του «Ο Γλάρος» και «Ο θείος Βάνιας», τα οποία γνωρίζουν μεγάλη επιτυχία. Η συνεργασία του με τον Στανισλάφσκι είναι καθοριστική για τη μετέπειτα πορεία της δραματουργίας του.
Την επόμενη χρονιά, το 1900, γίνεται μέλος της Ρωσικής Ακαδημίας και το 1901 ανεβαίνει στο «Θέατρο Τέχνης» πάλι το έργο του «Οι τρεις αδελφές».
Ο άνθρωπος πρέπει να ‘χει πίστη ή να διψάει για πίστη. Αλλιώτικα η ζωή του είναι άδεια, άδεια… Πρέπει να ξέρουμε για τι ζούμε, ειδεμή όλα είναι χωρίς νόημα και χωρίς σκοπό.
Το 1902 παραιτείται από τη Ρωσική Ακαδημία, διαμαρτυρόμενος για τη μη αποδοχή ως μέλους της, του Μαξίμ Γκόρκι.
Δύο χρόνια μετά, το 1904, λίγο πριν το θάνατό του το «Θέατρο Τέχνης» ανεβάζει το έργο του «Ο βυσσινόκηπος».
Ο Τολστόι είχε πει για τα έργα του Άντον Τσέχωφ τα εξής:
Ο Τσέχωφ είναι καλλιτέχνης ασύγκριτος. Μάλιστα! Αυτό! Ασύγκριτος… Ένας καλλιτέχνης της ζωής. Και η μεγάλη αρετή του έργου του είναι πως το καταλαβαίνει, το χαίρεται, όχι μονάχα ο Ρώσος, μα ο κάθε άνθρωπος σε όποια γωνιά της γης.
Το τελευταίο έργο του Άντον Τσέχωφ «Ο Βυσσινόκηπος» από τη ραδιοφωνική εκπομπή «Το Θέατρο της Τετάρτης» της ΕΡΤ.
Η ιατρική και ο Άντον Τσέχωφ
Αποφοιτώντας από την Ιατρική Σχολή, το 1884, με την ειδικότητα του παθολόγου, αρχίζει να εργάζεται στο κρατικό νοσοκομείο της Μόσχας.
Τον Απρίλιο του 1890 ταξιδεύει στη Σιβηρία και φτάνει ως τη νήσο Σαχαλίνη, βόρεια της Ιαπωνίας, τόπο εξορίας και κράτησης για πολιτικούς αντιρρησίες και κατάδικους του κοινού ποινικού δικαίου. Μένει μαζί τους δύο μήνες, συγκεντρώνοντας στοιχεία για την απάνθρωπη μεταχείρισή τους από τους δεσμοφύλακες και δημοσιεύει ολόκληρη μελέτη, ελπίζοντας πως θα αλλάξει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ζούσαν.
Το 1892 εγκαθίσταται με τους γονείς του και την αδελφή του σε κτήμα στο Μελίκοβο, δουλεύοντας ασταμάτητα σα γιατρός, και βοηθώντας τους χωρικούς. Άρρωστοι άνθρωποι έρχονταν από μακριά κι ο Τσέχωφ ξόδευε τα χρήματά του σε φάρμακα και περνούσε ατέλειωτες ώρες σε ασθενείς, φτωχούς χωριάτες και αριστοκράτες της περιοχής. Παράλληλα, βοήθησε στην ανέγερση ενός νοσοκομείου για άπορα παιδιά.
Έβγαζε ελάχιστα χρήματα από την ιατρική, γιατί δε δεχόταν χρήματα από τους άπορους ασθενείς. Έλεγε: «Αν είμαι γιατρός, χρειάζομαι ασθενείς. Έτσι, αν είμαι συγγραφέας, πρέπει να ζω με άλλους ανθρώπους, όχι σε ένα δρόμο της Μόσχας».
Με τα χρήματα που μάζευε από δωρεές και εράνους έχτισε σχολεία, νοσοκομεία και πυροσβεστικό σταθμό και επέβλεπε δεκάδες ασθενείς, όταν ξέσπασε η επιδημία χολέρας.
Ο έρωτας και ο γάμος του με την Όλγα Κνίπερ
Το 1898, στην ανάγνωση του «Γλάρου», γνωρίζει τη νεαρή ηθοποιό Όλγα Κνίπερ. Εκείνος 38 χρονών, ήδη διάσημος συγγραφέας, κι εκείνη ιδρυτικό μέλος του «Θεάτρου Τέχνης». Η φιλία τους εξελίσσεται σύντομα σε ερωτική σχέση και το 1901 παντρεύονται.
Δεν ειδοποίησαν κανέναν πριν παντρευτούν, γιατί ο Τσέχωφ απεχθανόταν τις συγκεντρώσεις και τα σχόλια των συγγενών. Είχε ζητήσει από την Όλγα να κρατήσει μυστικό τον αρραβώνα τους, ενώ ζούσαν χωριστά, ο ίδιος στη Γιάλτα και η Όλγα στη Μόσχα.
Η απόσταση ήταν κάτι που ταίριαζε στο συγγραφέα, και όπως είχε γράψει σε φίλο του: «Υπόσχομαι να είμαι ένας εξαιρετικός σύζυγος, αλλά δώσε μου μια σύζυγό, που σαν το φεγγάρι, δε θα εμφανίζεται στον ουρανό μου κάθε βράδυ».
Στη διάρκεια του χωρισμού τους, ανταλλάσσουν μεταξύ τους περί τις 800 επιστολές. Η ιστορία αγάπης θα διαρκέσει έξι χρόνια, μέχρι και το θάνατο του Τσέχωφ.
Η φυματίωση και το τέλος
Το 1896 αντιμετωπίζει την πρώτη σοβαρή εκδήλωση της φυματίωσης. Ένα χρόνο μετά, το 1897, χάνει τον αδερφό του Νικολάι από φυματίωση. Αυτό το τραγικό γεγονός τον κλονίζει βαθιά. Την ίδια χρονιά, επιδεινώνεται η υγεία του και μπαίνει σε κλινική, όπου διαπιστώνεται πως οι δύο πνεύμονες του είναι μολυσμένοι και οι γιατροί του απαγορεύουν να μείνει το χειμώνα στη Μόσχα.
Εγκαθίσταται στη Γιάλτα με την μητέρα του και την αδερφή του, όμως ένιωθε φυλακισμένος, και αποκαλούσε το σπίτι «ζεστή Σιβηρία».
Μετά το γάμο του με την Όλγα, το 1901, συνεχίζει να ζει στη Γιάλτα και υποβάλλεται σε θεραπεία σε σανατόριο.
Το 1903 νέα επιδείνωση της υγείας του τον στέλνει στη Μόσχα, ύστερα από εντολή των γιατρών, οι οποίοι συνιστούν ξηρό κλίμα.
Το 1904 η υγεία του κλονίζεται άσχημα και ταξιδεύει στο Βερολίνο, όπου οι γιατροί διαπιστώνουν πως δε μπορεί να γίνει τίποτε. Τον γεμίζουν φάρμακα, τα οποία αρνείται να πάρει.
Πεθαίνει στις 15 Ιουλίου του 1904 (2 Ιουλίου με το παλαιό ημερολόγιο) στη γερμανική πόλη Μπαντενβέιλερ.
Η ίδια η Όλγα περιέγραψε τις τελευταίες στιγμές ως εξής:
Ξύπνησε και δε μπορούσε να αναπνεύσει κανονικά. Ο γιατρός μου είπε να του δώσω ένα ποτήρι σαμπάνια. Ο Τσέχωφ ήπιε μια γουλιά και είπε στα γερμανικά: «Πεθαίνω». Και χαμογέλασε. Γλυκά, όπως πάντα. Και είπε ότι δεν είχε πιει σαμπάνια για πολλά χρόνια. Τελείωσε το ποτό του, γύρισε πλευρό και πέθανε…
Η σορός του μεταφέρθηκε σε ένα βαγόνι με στρείδια και από λάθος οι παριστάμενοι ακολούθησαν ένα άλλο νεκρό στρατιωτικό με τη συνοδεία μπάντας.
Τάφηκε στη Μόσχα στο κοιμητήριο «Νοβοντέβιτσι» και πάνω από τον τάφο του γέρνουν τα κλαριά μιας κερασιάς. Ο πραγματικός τίτλος του «Βυσσινόκηπου» είναι «Ο Κήπος με τις Κερασιές».
Ήταν μόλις 44 χρόνων.
Από το Θέατρο Σάτιρας του Γιώργου Μιχαλακόπουλου, τέσσερα μονόπρακτα του Άντον Τσέχωφ, με γενικό τίτλο «Οι βλαβερές συνέπειες του γάμου».
https://www.youtube.com/watch?v=Y3OxCu07qPw
Πηγές
https://el.wikipedia.org/wiki/
http://www.mixanitouxronou.gr
http://www.artmag.gr
http://eliaswords.blogspot.gr