It is not those who can inflict the most,
but those who can suffer the most who will win.
(μτφρ. Δεν είναι εκείνοι που μπορούν να προκαλέσουν το μεγαλύτερο πόνο,
αλλά εκείνοι που μπορούν να τον υποφέρουν, αυτοί που θα κερδίσουν.)
Advertising
Mac Swiney
Κάθε αγώνας μιας χώρας για την ανεξαρτητοποίηση της από την εξουσία μιας άλλης είναι συνώνυμος με εχθροπραξίες, θυσίες και πλήθος θυμάτων και από τις δύο πλευρές. Ο αγώνας των Ιρλανδών για την ανεξαρτητοποίηση της χώρας τους από τους Βρετανούς δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Ακόμα και μετά την αναγνώριση του μεγαλύτερου μέρους της Ιρλανδίας ως ανεξάρτητο κράτος, ο αγώνας συνεχιζόταν, ώστε να ανεξαρτητοποιηθεί και η Βόρεια Ιρλανδία και να αναγνωριστεί ως κομμάτι της «Ανεξάρτητης Δημοκρατίας της Ιρλανδίας». Μάλιστα, η συμβίωση προτεσταντών και καθολικών έκανε την κατάσταση χειρότερη, αφού οι διαμαχές μεταξύ τους ήταν συνεχείς. Σε αυτή την ταραγμένη εποχή για την πατρίδα του, γεννήθηκε ο Bobby Sands.
Ένα παιδί της εργατικής τάξης σε ένα εθνικιστικό γκέτο
Ο Bobby Sands (Roibeard Gearóid Ó Seachnasaigh στα Ιρλανδικά) γεννήθηκε στις 9 Μαΐου 1954 στο Μπέλφαστ της Βόρειας Ιρλανδίας. Ήταν το πρώτο παιδί του John και της Rosaleen, οι οποίοι στη συνέχεια απέκτησαν άλλα τρία παιδιά: τη Marcella, τη Bernadette και τον John. Η ρωμαιοκαθολική οικογένεια ζούσε στο Ράθκουλ, μία συνοικία του Μπέλφαστ, η οποία κατοικούνταν κατά κύριο λόγο από ενωτικούς προτεστάντες. Έτσι, ο Bobby θα αναγκαστεί να συνειδητοποιήσει από τα παιδικά του χρόνια το διχασμό που υπάρχει στη χώρα του. Συγκεκριμένα, πριν συμπληρώσει τα δέκα του χρόνια, η οικογένειά του θα αναγκαστεί να μετακομίσει λόγω του εκφοβισμού που δεχόταν από τους ενωτικούς της περιοχής. Η ιστορία αυτή θα επαναληφθεί αρκετές φορές στα επόμενα χρόνια. Ως ενήλικος, ο Bobby πίστευε ότι οι εμπειρίες αυτών των χρόνων έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη μετέπειτα δραστηριοποίηση του για την ανεξαρτησία της χώρας του. Όπως έγραψε ο ίδιος:
Ήμουν μονάχα ένα παιδί της εργατικής τάξης σε ένα εθνικιστικό γκέτο, αλλά αυτή η καταπίεση είναι που δημιουργεί το επαναστατικό πνεύμα της ελευθερίας. Δε θα ηρεμήσω μέχρι να πετύχω την απελευθέρωση της χώρας μου, μέχρι να γίνει η Ιρλανδία κυρίαρχη, ανεξάρτητη σοσιαλιστική δημοκρατία.
Advertising
Στα δεκαπέντε του, ο Bobby σταματά το σχολείο και δουλεύει ως μαθητευόμενος σε ένα εργοστάσιο εξαρτημάτων για λεωφορεία. Ταυτόχρονα, εγγράφεται στην Εθνική Ένωση Κατασκευαστών Οχημάτων και στην Ένωση Εργατών Μεταφορών και Άλλων Καθηκόντων. Δουλεύει εκεί για δύο χρόνια, αλλά μετά από απειλές για τη ζωή του, αναγκάζεται να φύγει από εκεί. Σύμφωνα με τη μικρή του αδερφή, Bernadette, ο Bobby πήγε ένα πρωί στη δουλειά του και βρήκε δύο συναδέλφους του να καθαρίζουν κάποια όπλα. Τότε ένας από τους δύο του είπε: «τα βλέπεις αυτά εδώ; Ε λοιπόν, αν δε φύγεις, αυτό θα πάθεις». Αργότερα, βρήκε επίσης ένα απειλητικό σημείωμα μαζί με το μεσημεριανό του.
Το 1972, μετά από 18 μήνες συνεχούς εκφοβισμού, η οικογένεια του Sands αναγκάζεται να μετακομίσει και πάλι, αυτή τη φορά στο δυτικό Μπέλφαστ. Όπως αναφέρει η Bernadette, μέχρι τότε ο Bobby είχε και καθολικούς αλλά και προτεστάντες φίλους, όταν όμως ξέσπασε ο διχασμός, οι ίδιοι του οι φίλοι ήταν εκείνοι που συνέβαλλαν στην εκδίωξη της οικογένειάς του.
Ο Bobby Sands στο Λονγκ Κες
Την ίδια χρονιά, σε ηλικία 18 ετών, ο Bobby Sands προσχωρεί στους Πρόβος, μία προσωρινή παράταξη του ΙΡΑ, στην οποία συμμετείχαν κυρίως τα νεότερα και πιο μαχητικά μέλη της οργάνωσης. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους συλλαμβάνεται σε ένα σπίτι όπου διέμενε και όπου βρέθηκαν τέσσερα περίστροφα. Τον Απρίλιο του 1973 καταδικάζεται σε πενταετή φυλάκιση για κατοχή όπλων, αποφυλακίζεται όμως τελικά τρία χρόνια μετά.
Ο Sands εκτίει την ποινή του ως πολιτικός κρατούμενος (ή κρατούμενος ειδικής κατηγορίας, σύμφωνα με τη Βρετανία) στα κελιά του Λονγκ Κες. Το μέρος αυτό – το οποίο ήταν στην ουσία στρατόπεδο συγκέντρωσης αιχμαλώτων πολέμου και για το λόγο αυτό οι κρατούμενοι φρουρούνταν από το στρατό και όχι από την αστυνομία – επιλέχθηκε ως ο τόπος κράτησης των πολιτικών κρατουμένων, λόγω του γεγονότος ότι εκείνο το διάστημα οι φυλακές ήταν γεμάτες και οι πολιτικοί κρατούμενοι εκατοντάδες.
Ο χαρακτηρισμός «κρατούμενος ειδικής κατηγορίας» παρείχε στα άτομα αυτά κάποια προνόμια σε σχέση με όσους δεν ενέπιπταν σε αυτή την κατηγορία. Συγκεκριμένα, τους επιτρεπόταν να φορούν τα δικά τους ρούχα, να διαβάζουν βιβλία, να δέχονται τακτικά επισκέψεις, γράμματα και δέματα και να συναθροίζονται, ενώ δεν ήταν αναγκασμένοι να προσφέρουν εργασία. Ζούσαν σε καλύβες, κελιά στα οποία ήταν κλειδωμένοι από τις εννιά το βράδυ μέχρι τις οκτώ το πρωί, μπορούσαν όμως να προγραμματίσουν την υπόλοιπη μέρα τους μέσα στο στρατόπεδο, όπως ήθελαν οι ίδιοι. Αυτό τους έδωσε τη δυνατότητα να διαβάσουν βιβλία για παρόμοιους αγώνες που είχαν δοθεί σε άλλες χώρες, να έρθουν σε επαφή με τις θεωρίες διάφορων πολιτικών προσώπων, όπως ο Στάλιν, ο Τσώρτσιλ και ο Χο Τσι Μιν, να ανταλλάξουν ιδέες και να σχηματίσουν τη δική τους εικόνα για την Ιρλανδία που θα ήθελαν.
Από πολιτικός κρατούμενος, κοινός εγκληματίας
Αμέσως μετά την αποφυλάκισή του, ο Bobby Sands συμμετέχει και πάλι ενεργά στον αγώνα. Αυτή τη φορά πιστεύει ότι θα πρέπει πρώτα να αρχίσουν να διαμορφώνουν την Ιρλανδία όπως θα ήθελαν να είναι, αντί να περιμένουν τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας της γι’ αυτό. Έτσι, ξεκινά από την περιοχή όπου ζει η οικογένειά του και οργανώνει δράσεις, ώστε να αντιμετωπιστούν διάφορα τοπικά κοινωνικά προβλήματα (όπως για παράδειγμα, η μετακίνηση των κατοίκων, καθώς η αστική συγκοινωνία ήταν ανεπαρκής).
Ωστόσο, έξι μήνες μετά ο Sands συλλαμβάνεται και πάλι. Αφορμή για τη σύλληψη του υπήρξε μία βομβιστική επίθεση, την οποία ακολούθησε μία ανταλλαγή πυρών, με αποτέλεσμα να τραυματιστούν δύο άνθρωποι. Ο Sands και άλλοι τρεις νέοι βρίσκονταν μέσα σε ένα αυτοκίνητο κοντά στην περιοχή της επίθεσης. Όλοι τους συνελήφθησαν λίγη ώρα αργότερα και μέσα στο αυτοκίνητο βρέθηκε ένα περίστροφο. Μετά τη σύλληψή τους ακολούθησε εξαντλητική ανάκριση που διήρκεσε έξι μέρες. Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης, ο Sands αρνήθηκε να δώσει οποιαδήποτε άλλη απάντηση εκτός του ονόματος, της ηλικίας και της διεύθυνσής του. Τελικά τέθηκαν υπό προσωρινή κράτηση για έντεκα μήνες μέχρι τη δίκη τους το Σεπτέμβριο του 1977. Παρόλο που ο δικαστής παραδέχτηκε ότι δεν υπήρχε κανένα στοιχείο που να τους συνδέει με την επίθεση, και οι τέσσερεις καταδικάστηκαν σε 14 χρόνια φυλάκιση ο καθένας για κατοχή όπλου.
Η διαμαρτυρία της κουβέρτας
Αυτή τη φορά οι συνθήκες στο Λονγκ Κες είχαν αλλάξει. Ήδη από την 1η Μαρτίου 1976 η Βρετανική κυβέρνηση είχε καταργήσει τον χαρακτηρισμό «κρατούμενος ειδικής κατηγορίας» σε μία προσπάθεια να εξισώσει στη συνείδηση του κόσμου τους άλλοτε πολιτικούς κρατούμενους με τους κοινούς εγκληματίες. Με την κατάργηση αυτού του χαρακτηρισμού καταργήθηκαν φυσικά και τα προνόμια των «κρατουμένων ειδικής κατηγορίας». Έτσι, ήταν πια αναγκασμένοι να φορούν τα ρούχα που φορούσαν και όλοι οι υπόλοιποι και δεν είχαν κανένα δικαίωμα να συναθροίζονται, να διαβάζουν βιβλία, να αυτομορφώνονται κλπ.
Ο εξαναγκασμός των κρατούμενων να φορούν τη στολή της φυλακής οδήγησε στη γέννηση της διαμαρτυρίας της κουβέρτας. Εμπνευστής της υπήρξε ο Kieran Nugent, ο οποίος ήταν μέλος του ΙΡΑ. Όταν φυλακίστηκε, το Σεπτέμβριο του 1976, αρνήθηκε να φορέσει τη στολή της φυλακής, δηλώνοντας στους φρουρούς ότι ο μόνος τρόπος να τον κάνουν να τη φορέσει είναι να του την καρφώσουν στην πλάτη. Οι φρουροί αρνήθηκαν να του επιτρέψουν να φορέσει τα δικά του ρούχα κι έτσι έμεινε γυμνός, τυλιγμένος με μία κουβέρτα. Μέχρι τα Χριστούγεννα υπήρχαν περισσότεροι από σάραντα κρατούμενοι που ακολούθησαν το παράδειγμά του.
Το ίδιο έκανε και ο Bobby Sands. Μετά την απομόνωση του για 22 μέρες, μεταφέρθηκε κι εκείνος στα H-Blocks (ένα τμήμα του Λονγκ Κες που είχε διαμορφωθεί καταλλήλως για την κράτηση όσων συμμετείχαν στον ΙΡΑ) και προχώρησε και ο ίδιος στη διαμαρτυρία της κουβέρτας. Ταυτόχρονα ξεκίνησε να γράφει σε μία καινούργια εφημερίδα με το ψευδώνυμο «Marcella». Όλα του τα άρθρα και τα γράμματα, τα έγραφε με μικροσκοπικά γράμματα σε χαρτί τουαλέτας, το οποίο περνούσε στον έξω κόσμο στα κρυφά. Για αυτό το διάστημα, ο Sands έγραψε:
Οι μέρες ήταν μεγάλες και μοναχικές. Η ξαφνική και ολοκληρωτική στέρηση βασικών ανθρωπίνων αναγκών, όπως η άσκηση και ο καθαρός αέρας, η συσχέτιση με άλλους ανθρώπους, τα δικά μου ρούχα και πράγματα, όπως οι εφημερίδες, το ραδιόφωνο, τα τσιγάρα, τα βιβλία κι ένα σωρό άλλα πράγματα, έκαναν τη ζωή μου πολύ δύσκολη.
Η απάντηση της Βρετανικής κυβέρνησης στη διαμαρτυρία της κουβέρτας ήταν άμεση και ξεκάθαρη: καθημερινά βασανιστήρια, εξευτελισμός από τους φρουρούς, στέρηση σίτησης κλπ. Ωστόσο, οι κρατούμενοι ήταν αποφασισμένοι να μην λυγίσουν και προχώρησαν σε μία ακόμα διαμαρτυρία.
Η διαμαρτυρία της άρνησης να πλυθούν
Εκτός από τη στέρηση βασικών ειδών υγιεινής, κάθε φορά που έβγαιναν από το κελί τους για να κάνουν μπάνιο ή να χρησιμοποιήσουν τις τουαλέτες, οι κρατούμενοι υφίσταντο κακομεταχείριση και ξυλοδαρμούς από τους φρουρούς. Έτσι, τον Απρίλιο του 1978 προχώρησαν σε μία άλλου είδους διαμαρτυρία. Αυτή τη φορά αρνούνταν να βγουν από το κελί τους για οποιονδήποτε λόγο. Κατά συνέπεια, παρέμεναν άπλυτοι για μεγάλα χρονικά διαστήματα ενώ, όσον αφορά στις φυσικές τους ανάγκες, άπλωναν τα περιττώματά τους στους τοίχους του κελιού και γέμιζαν τη φυλακή με τα ούρα τους. Η κατάσταση στις φυλακές είχε γίνει πια τόσο ανυπόφορη που ανά διαστήματα οι φρουροί τους ξυλοκοπούσαν και τους έπλεναν με το ζόρι.
Η απεργία πείνας
Η πρώτη απεργία πείνας ξεκίνησε στις 27 Οκτωβρίου 1980. Αιτήματα των κρατουμένων ήταν οι ανθρώπινες συνθήκες κράτησης και η αναγνώριση τους ως πολιτικούς κρατούμενους. Ο Bobby Sands προσφέρθηκε να συμμετέχει στην απεργία, αλλά αντ’ αυτού επιλέχθηκε ως αντικαταστάτης του Brendan Hughes, που μέχρι τότε ήταν ο υπεύθυνος αξιωματικός του ΙΡΑ και ο οποίος τότε είχε προχωρήσει στην απεργία πείνας.
Κατά τη διάρκεια αυτής της διαμαρτυρίας, η διοίκηση των φυλακών αναγνώρισε τον πολιτικό ρόλο του Sands και του έδωσε το δικαίωμα να επισκέπτεται τους απεργούς στο νοσοκομείο της φυλακής. Πενήντα τρεις μέρες μετά την έναρξη της απεργίας και ενώ ένας από τους απεργούς ήταν στα πρόθυρα θανάτου, ο υπουργός εξωτερικών της Βρετανίας, Humphrey Atkins, ανακοίνωσε ότι θα ερχόταν σε συμφωνία με τους κρατούμενους. Έτσι, οι απεργοί αποφάσισαν να σταματήσουν την απεργία πείνας.
Είμαι πολιτικός κρατούμενος!
Είμαι πολιτικός κρατούμενος. Είμαι πολιτικός κρατούμενος, επειδή είμαι θύμα ενός συνεχούς πολέμου που γίνεται μεταξύ του καταπιεσμένου Ιρλανδικού λαού και ενός ξένου, καταπιεστικού, ανεπιθύμητου καθεστώτος που αρνείται να υπαναχωρήσει από τη γη μας.
Advertising
Bobby Sands.
Παρά τις αρχικές υποσχέσεις της κυβέρνησης, ο καιρός περνούσε και η κατάσταση στο Λονγκ Κες παρέμενε ίδια. Ο Bobby προτείνει να γίνει μία νέα απεργία πείνας με τον ίδιο πρωτοστάτη. Επιμένει, μάλιστα, ότι θα πρέπει ο επόμενος απεργός πείνας να ξεκινήσει την απεργία δύο εβδομάδες μετά από τον ίδιο, ώστε αν τελικά ικανοποιηθούν τα αιτήματά τους, να μη χρειαστεί να πεθάνει και δεύτερο άτομο. Την 1η Μαρτίου 1981 ξεκινά την απεργία.
Τις πρώτες 17 μέρες της απεργίας, ο Bobby κρατά ημερολόγιο, κατά τον ίδιο τρόπο που έγραφε και τα άρθρα. Αυτό το ημερολόγιο είναι που μας δίνει σήμερα πρόσβαση στις σκέψεις του κατά τη διάρκεια της απεργίας. Απ’ ότι φαίνεται, η πεποίθησή του ότι ο Ιρλανδικός λαός πρέπει να ανεξαρτητοποιηθεί ήταν εκείνη που τον βοηθούσε να μην λυγίσει. Σύμφωνα με τα γραπτά του, την έκτη μέρα της απεργίας οι φρουροί έβαλαν στο κελί του ένα τραπέζι, όπου του άφηναν το φαγητό, ώστε να το βλέπει διαρκώς και να δελεάζεται. «Δε με επηρεάζει, επειδή πιστεύω ότι το ανθρώπινο φαγητό δε μπορεί να κρατήσει έναν άνθρωπο στη ζωή για πάντα», σχολιάζει στο ημερολόγιό του.
Την 6η Μαρτίου 1981 πεθαίνει ο ανεξάρτητος βουλευτής Frank Maguire και προκηρύσσονται εκλογές. Το κόμμα Σιν Φέιν, το οποίο ήταν στην ουσία η πολιτική πτέρυγα του ΙΡΑ, αποφασίζει να θέσει ως υποψήφιο τον Bobby, σε μία προσπάθεια να τραβήξει την προσοχή του κοινού σε όσα συνέβαιναν στο Λονγκ Κες, αλλά και να αποδείξει ότι οι Ιρλανδοί τάσσονταν υπέρ του αγώνα του ΙΡΑ, ανατρέποντας έτσι την εικόνα της εγκληματικής οργάνωσης που προσπαθούσε να δημιουργήσει η κυβέρνηση Θάτσερ. Το πείραμα πέτυχε. Την 10η Απριλίου ο Bobby Sands εξελέγη βουλευτής με 30.492 ψήφους.
Παρά τον ενθουσιασμό των συντρόφων του, ο ίδιος ο Bobby πίστευε ότι θα χρειαζόταν τουλάχιστον ένας θάνατος – ο δικός του – για να αλλάξουν τα πράγματα. Είχε άλλωστε φτάσει στην 40η μέρα της απεργίας πείνας και η Θάτσερ παρέμενε αμετακίνητη στη θέση της ότι οι τρομοκράτες είναι κοινοί εγκληματίες και ως τέτοιοι θα πρέπει να αντιμετωπίζονται. Όσο για τις κατηγορίες που δεχόταν η κυβέρνησή της ότι ουσιαστικά δολοφονεί αυτούς του ανθρώπους, η σιδηρά κυρία της Αγγλίας απαντούσε ότι η απεργία πείνας ήταν δική τους επιλογή και επομένως ήταν υπεύθυνοι για ότι τους συνέβαινε.
Ένας θάνατος δεν είναι αρκετός
Στις 5 Μαΐου 1981, ο Bobby Sands πεθαίνει τελικά σε ηλικία 27 ετών στο νοσοκομείο των φυλακών. Με την είδηση του θανάτου του, οι κάτοικοι της Βόρειας Ιρλανδίας βγαίνουν στο δρόμο. Στην κηδεία του παρευρίσκεται πλήθος Ιρλανδών και ξαφνικά ο Sands μετατρέπεται σε εθνικό ήρωα. Αντίθετα όμως με ό,τι προέβλεψε ο ίδιος, η κυβέρνηση Θάτσερ αρνείται να κάνει πίσω, παρά την παγκόσμια κατακραυγή που δέχεται. Δύο εβδομάδες μετά το θάνατο του Sands, πεθαίνουν άλλοι τρεις απεργοί: ο Francis Hughes, ο Raymond McCreesh και ο Patsy O’Hara. Η κυβέρνηση παραμένει αμετάπειστη και τον Ιούνιο πεθαίνουν ο Joe McDonnell και ο Martin Hurson. Οι οικογένειες των απεργών συνειδητοποιούν ότι η Θάτσερ δε σκοπεύει να αλλάξει στάση και αρχίζουν να υποστηρίζουν το τέλος της απεργίας από φόβο μήπως χαθούν και άλλες ζωές. Στις 31 Ιουλίου 1981 ο Paddy Quinn σταματά την απεργία μετά από παρέμβαση της οικογένειάς του, δε συμβαίνει όμως το ίδιο και με τους Kevin Lynch, Kieran Doherty και Thomas McElwee που πεθαίνουν. Στις 20 Αυγούστου τους ακολουθεί ο Michael Devine. Τρομοκρατημένες οι οικογένειες των υπόλοιπων απεργών τους απειλούν ότι, αν δε σταματήσουν την απεργία, θα τους θέσουν σε μηχανική υποστήριξη μόλις πέσουν σε κώμα. Οι απεργοί ενδίδουν τελικά στις πιέσεις και η απεργία σταματά στις 3 Οκτωβρίου 1981. Τρεις μέρες μετά τους επετράπη να φορούν τα δικά τους ρούχα και σταδιακά η κυβέρνηση δέχτηκε και τα υπόλοιπα αιτήματά τους. Δεν επανέφερε όμως ποτέ τον χαρακτηρισμό «πολιτικοί κρατούμενοι»…
Η απεργία πείνας στην ιστορία της Ιρλανδίας
Πριν το τέλος αυτού του αφιερώματος, θα ήταν ίσως σκόπιμο να γίνει μία μικρή αναφορά στην παράδοση της Ιρλανδίας στη χρήση της απεργίας πείνας ως μέσου πίεσης. Η επιλογή της συγκεκριμένης τακτικής, μόνο τυχαία δεν ήταν για τους κρατούμενους του Λονγκ Κες κι αυτό γιατί, όπως φαίνεται, η απεργία πείνας ήταν μία αρχαία «παράδοση» των Ιρλανδών. Συγκεκριμένα, στην αρχαιότητα αν ο Ιρλανδός ποιητής δεν πληρωνόταν από τον πλούσιο που τον είχε προσλάβει, κατασκήνωνε έξω από το σπίτι του, χωρίς να τρώει, ώστε να τον εκθέτει στο θέαμα ενός ανθρώπου που λιμοκτονεί εξαιτίας του. Η παράδοση αυτή επανήλθε στην Ιρλανδία και στα νεώτερα χρόνια, αφού το χρονικό διάστημα 1917-1923 υπήρξαν πάνω από 10.000 απεργίες πείνας Ιρλανδών. Επίσης, το 1920 ο Ιρλανδός Ρεπουμπλικανός Terence Mac Swiney, δήμαρχος του Κορκ, προχώρησε σε απεργία πείνας ως μέσο διαμαρτυρίας για την φυλάκιση του χωρίς δίκη από τη Βρετανική κυβέρνηση.
Η ιστορία του Bobby Sands μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο. Από τη ζωή του είναι εμπνευσμένη η ταινία «Hunger» που σκηνοθετήθηκε απο τον Steve McQueen. Το ρόλο του Bobby Sands ενσαρκώνει ο Michael Fassbender. Ακολουθεί το ντοκιμαντέρ «Bobby Sands: 66 Days».
Πηγές
https://www.irishcentral.com/roots/history/bobby-sands-death-hunger-strike
http://www.longkeshinsideout.co.uk/?p=2799
https://alchetron.com/Kieran-Nugent
http://www.bobbysandstrust.com/bobbysands
https://www.biography.com/people/bobby-sands-20941955
http://www.bbc.co.uk/history/events/republican_hunger_strikes_maze
https://www.britannica.com/biography/Bobby-Sands
https://atexnos.gr/h-ekdikisi-mas-tha-einai-to-mellon-ton-paidion-mas/
https://republican-news.org/current/news/2012/12/british_sought_hunger_striker.html