Έλλη Παππά: Η αγωνίστρια με την προλεταριακή συνείδηση

H Έλλη Παππά πέθανε στις 27 Οκτωβρίου του 2009, αφήνοντας σημαντικό έργο για τη σύγχρονη ελληνική ιστορία, μέσα από τους αγώνες της στο πλευρό της αριστεράς. Λόγω των σπουδών της, αλλά και λόγω των πολιτικών ιδεών της, μελέτησε σε βάθος την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, καθώς και τον μαρξισμό.
Τα τελευταία έργα της ζωής της, εξάλλου, αντικατοπτρίζουν τις, εις βάθος, γνώσεις της πάνω στις δύο αγάπες της, τα «Μακιαβέλλι ή Μαρξ» το 2005 και «Αποχαιρετώντας τον αιώνα μου» το 2006.


Η ζωή της Έλλης Παππά

Η Έλλη Παππά γεννήθηκε το 1920 στη Σμύρνη. Ήταν κόρη του Ευάγγελου Παππά και της Μαριάνθης Παπαδοπούλου και ήταν η μικρότερη από τα 5 παιδιά της οικογένειας (την Ηρώ, τον Γιώργο και τη Διδώ, την μετέπειτα σπουδαία συγγραφέα, Διδώ Σωτηρίου.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, η οικογένεια Παππά εγκαθίσταται στον Πειραιά. Η Έλλη είναι μόλις δύο χρονών και οι αναμνήσεις της από τα γεγονότα ελάχιστες. Η οικογένεια ζει δύσκολες στιγμές, προσπαθώντας να επιβιώσει στη νέα πατρίδα.
Η ίδια έχει γράψει για τον ξεριζωμό της οικογένειας:

Γεννήθηκα στην Σμύρνη, παραμονή της καταστροφής, πέμπτο παιδί, αθέλητο και παραπεταμένο. Η μάνα μου αρνήθηκε να με θρέψει. Δεν ήμουν παιδί, ήμουν άλλο πράμα και με πέταξε. Επέζησα χάρη στη μεγαλύτερη αδελφή της μητέρας μου. Η καταστροφή έφερε την οικογένεια στον Πειραιά. Την υγεία μου την ανέλαβε η θάλασσα του Πειραιά και την αγωγή μου τα αλητάκια του Πειραιά. Όλα έδειχναν ότι η προλεταριακή μου συνείδηση ήταν εξασφαλισμένη. Τότε μπήκαν στη ζωή μου τα μεγαλύτερα παιδιά της οικογένειας, ο Γιώργος, που έγινε ασυρματιστής, και ο «άγγελος της ζωής μου», η Διδώ (Σωτηρίου), που ζούσε με την πλούσια, αντιδραστική θεία, αδελφή του πατέρα μας. Από τη σκληρή δουλειά του ο Γιώργος, από μια έμφυτη συνείδηση η Διδώ, από κοντά κι η μάνα μας, είχαν γίνει και οι τρεις κομμουνιστές.

Advertising

Advertisements
Ad 14

Μεγαλώνοντας, η Έλλη αποφασίζει να παρατήσει το σχολείο και να αφοσιωθεί στον αγώνα για τα εργατικά δικαιώματα, όμως οι δικοί της άνθρωποι την πείθουν πως το εργατικό κίνημα έχει ανάγκη από μορφωμένους ανθρώπους. Έτσι, σε ηλικία μόλις 14 ετών γνωρίζει τη μαρξιστική θεωρία, καθώς και τα πολιτικά βιβλία.
Γράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και μετέπειτα στη Νομική Σχολή, σπουδές που δεν ολοκληρώνει ποτέ λόγω της κατοχής και παράλληλα εργάζεται ως δημοσιογράφος.
Εργάζεται στις εφημερίδες «Έθνος», «Μακεδονία» και στο περιοδικό «Γυναίκα» έως το 1990 και στην συνέχεια αφιερώνεται στο συγγραφικό της έργο.
Τα χρόνια της Κατοχής ενεργοποιήθηκε στην Εθνική Αντίσταση ως μέλος του ΕΑΜ και την ίδια χρονική περίοδο εντάχθηκε στο ΚΚΕ.
Μέχρι το 1949 εργάστηκε ως δημοσιογράφος στην παράνομη έκδοση του «Ριζοσπάστη» και μεταπολιτευτικά υπήρξε ενεργό μέλος της ΕΔΑ και του ΚΚΕ.
Στη μεταπολίτευση, η Έλλη Παππά συνοψίζει την επανασύνδεσή της με το ΚΚΕ ως εξής: «Η επανένωση της Αριστεράς ξεκίνησε με καλούς οιωνούς και είχε οικτρό τέλος. Απεχώρησα από το ΚΚΕ, πράγμα που και η ηγεσία του επιθυμούσε».


Το συγγραφικό της έργο

Μεγάλο μέρος του έργου της έχει χαθεί, λόγω των πολιτικών διώξεων που υπέστη κατά την περίοδο της Κατοχής και του Εμφυλίου.
Από τα χρόνια που έζησε φυλακισμένη, σώζονται διάφορα κείμενα, τα οποία φυλάχθηκαν από τον γιο της και την αδελφή της, Διδώ Σωτηρίου.
Τα «πέτρινα χρόνια» δημιούργησε πλήθος βιβλίων για τον γιο της, τα οποία ζωγράφιζε και βιβλιοδετούσε η ίδια στο χέρι.
Έχει πραγματοποιήσει μελέτες πάνω στην ελληνικό φιλοσοφία («Ο Πλάτωνας στην εποχή μας» και η «Σπουδή στο θέμα της Ελευθερίας – Η έννοια της ελευθερίας στον προσωκρατικό υλισμό»), καθώς και μελέτες για τον μαρξισμό και τον λενινισμό («Μύθος και ιδεολογία στη ρωσική επανάσταση – οδοιπορικό από το ρωσικό αγροτικό λαϊκισμό στο λαϊκισμό του Στάλιν» και «Ο Λένιν χωρίς λογοκρισία και εκτός μαυσωλείου»).
Πλήθος είναι τα χειρόγραφα από τις φυλακές Αβέρωφ, διηγήματα και θεατρικά, καθώς και άρθρα της από τον παράνομο τύπο του ΚΚΕ.
Το σύνολο του έργου της βρίσκεται πλέον ταξινομημένο στις διαθέσιμες πηγές της μεταπολεμικής ιστορίας, του Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου, από το 2002. Το αρχείο της το παρέδωσε στο Μουσείο Μπενάκη και μετά το θάνατό της εκδόθηκε το έργο «Μαρτυρίες μιας διαδρομής».

Διαβάστε επίσης  Πέτρος Κωσταράς: 10 Βιβλία που έχω διαβάσει τουλάχιστον τρεις φορές

Αναλυτικά το έργο της:

Μελέτες
– Ο Πλάτωνας στην Εποχή μας (1981, 1998)
– Οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς στο Κεφάλαιο του Μαρξ (1983, 1984)
– Σπουδή στο θέμα της Ελευθερίας – Η έννοια της ελευθερίας στον προσωκρατικό υλισμό (1985)
– Μύθος και ιδεολογία στη Ρωσική Επανάσταση – Οδοιπορικό από τον ρωσικό αγροτικό λαϊκισμό στον λαϊκισμό του Στάλιν (1990)
– Ο Λένιν χωρίς λογοκρισία και εκτός μαυσωλείου (1991)
– Κομμούνα του 1871: Επανάσταση του 21ου αιώνα; (1992)
Λογοτεχνικά έργα
– Το ημερολόγιο ενός φυλακισμένου (Μυθιστόρημα, Βουκουρέστι 1961)
– Δουλειά της φυλακής (Διηγήματα και ποιήματα, 1979)
Άλλα έργα
– Βίος και έργα της γάτας της Σοφής (1984)
– Σελίδες από τον τύπο της Αντίστασης (1985)
– Νίκος Κιτσίκης – Ο επιστήμονας, ο άνθρωπος, ο πολιτικός (1986)
– Μικρογραφίες – Βιβλία από τη Φυλακή (2006)
– Μαρτυρίες μιας διαδρομής

Advertising


Η ζωή της με το Νίκο Μπελογιάννη

Η Έλλη Παππά με το Νίκο Μπελογιάννη την ώρα της δίκης τους.

Γνωρίζει τον Νίκο Μπελογιάννη τον Ιούνιο του 1950 στον «Ριζοσπάστη», όπου εργαζόταν ως δημοσιογράφος. Ο ίδιος έχει μόλις επιστρέψει από την Σοβιετική Ένωση. Γνωρίζονται, ερωτεύονται, αλλά έξι μήνες αργότερα, τον Δεκέμβριο του 1950, συλλαμβάνονται και οι δύο σε ένα από τα σπίτια που χρησιμοποιούσε το Κόμμα, στην οδό Πλαπούτα (κοντά στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας).
Παραμένουν σε απομόνωση μέχρι την πρώτη τους δίκη, το Νοέμβριο του 1951.
Από εκείνη την ώρα, οι στιγμές που ζούνε μαζί είναι ελάχιστες και η μοναδική τους ευτυχία είναι όταν βρίσκονται σε διπλανά κελιά κι έχουν την ευκαιρία να συζητάνε, να ανταλλάσσουν μηνύματα και να κάνουν σχέδια για το μέλλον.
Τον Αύγουστο του 1951 γεννιέται στη φυλακή ο γιος τους, στον οποίο δίνεται το όνομα του πατέρα του, συμβολίζοντας τη συνέχεια της ζωής. Ο μικρός Νίκος μεγαλώνει με τη θεία του, Διδώ, χωρίς να γνωρίσει τον πατέρα του και βλέποντας ελάχιστα τη μητέρα του, η οποία βρίσκεται στη φυλακή.
Τον Φεβρουάριο του 1952 ακολουθεί δεύτερη δίκη και η Έλλη Παππά βρίσκεται στους 8 κατηγορούμενους μαζί με τον Νίκο Μπελογιάννη και τους συντρόφους του. Καταδικάζονται σε θάνατο, η ίδια όμως παίρνει χάρη, ως μητέρα μωρού και η ποινή της μετατρέπεται σε ισόβια.
Η ίδια στην απολογία της δήλωσε πως αρνείται τη θλιβερή εξαίρεσή της από την κυβέρνηση Πλαστήρα, από φόβο μη λερώσει τα χέρια της με το αίμα μιας μωρομάνας.
Οι τελευταίες στιγμές που περνάνε μαζί είναι έντονα φορτισμένες, καρτερώντας επί ματαίω, τη χάρη. Στην τελευταία τους συνάντηση από το παραθυράκι του κελιού, ο Μπελογιάννης αποχαιρετώντας την, της δίνει κουράγιο και την παρακαλάει να ζήσει «για το παιδί μας, για την εκδίκηση».
Η ίδια, χρόνια αργότερα, θα εξηγήσει πως ο Μπελογιάννης με αυτά του τα λόγια, ζητούσε να εκδικηθεί την ηγεσία του κόμματος και τον Ζαχαριάδη, γιατί πίστευε πως «πάμε να πεθάνουμε για ένα λάθος….».
Η Έλλη Παππά αποφυλακίζεται την πρωτοχρονιά του 1964 και με το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του 1967 συλλαμβάνεται και εξορίζεται στη Γυάρο. Η αποφυλάκισή της θα έρθει ένα χρόνο μετά, τον Ιούλιο του 1968, λόγω σοβαρής ασθένειας.
Πεθαίνει, στις 27 Οκτωβρίου του 2009, σε ηλικία 89 ετών. Η κηδεία της είναι πολιτική και θα ταφεί στο Γ’ Νεκροταφείο Αθηνών, δίπλα στον σύντροφο της ζωής της, Νίκο Μπελογιάννη.

Διαβάστε επίσης  Οκταβιανός Αύγουστος: Ο πρώτος αυτοκράτορας της Ρώμης

Απόσπασμα από την ταινία «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο»


Το γράμμα της Έλλης Παππά προς το γιο της, μέσα από τη φυλακή

H Έλλη Παππά γράφει το 1962 ένα γράμμα στο γιο της μέσα από τη φυλακή, προσπαθώντας να του περιγράψει την τελευταία νύχτα πριν την εκτέλεση του πατέρα του, Νίκου Μπελογιάννη.
Το γράμμα το δημοσίευσε η αδερφή της, Διδώ Σωτηρίου, στο βιβλίο της «Η Εντολή».
«…Ὥσπου ξημέρωσε τὸ Σάββατο. Ὡς τὸ μεσημέρι δὲν εἶχε γίνει τίποτε τὸ ἐξαιρετικό, τὸ μεσημέρι γίνανε ὅλα. Δὲν ἀφήσανε τὸν δικηγόρο νὰ μᾶς δεῖ. Καὶ κείνη τὴν μέρα τὸν περιμέναμε μὲ ἰδιαίτερη ἀνυπομονησία, γιατί θάφερνε τὸ χαρτὶ ποῦ ἔπρεπε νὰ φτιάξει ὁ πατέρας σου γιὰ σένα –γιὰ νᾶσαι τακτοποιημένος καὶ ἀπέναντι στὸ ἑλληνικὸ κράτος. Ἐκείνη περίπου τὴν ὥρα εἴχανε φωνάξει τὸν Μπάτση μέσα. Γύρισε ἀρκετὰ ταραγμένος, εἶχε δεῖ τὸν Πανόπουλο καὶ τὸν Ρακιτζή, ποῦ τοῦ προτείνανε ἄλλη μία φορὰ νὰ γίνει ἀνοιχτὸς πιὰ χαφιές. Ἀρνήθηκε. Αὐτὴ ἡ ἐπίσκεψη σήμαινε φανερὰ –ἐκτέλεση. Ἤτανε Σάββατο. Πιστεύαμε ὅτι πρὶν τὴ Δευτέρα δὲν θὰ γινότανε. Τὴν προηγούμενη μέρα μᾶς ἀφήσανε, γιὰ πρώτη φορά, νὰ κάνουμε ἐπισκεπτήριο. Εἶδα τὴ θεία σου καὶ ὁ Νίκος τὴ γιαγιά σου. Λίγα λεπτά. Στὴν ἀρχὴ μᾶς εἶχε φανεῖ καλὸ σημάδι. Μὰ ὕστερα κι ἀπ’ τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Ρακιτζῆ εἴδαμε ἀλλιῶς καὶ αὐτὸ τὸ ἐπισκεπτήριο.
Τ’ ἀπόγευμα, ὕστερα ἀπ’ τὴ λιγόλεπτη ἔξοδο, μᾶς κάνανε πιὸ αὐστηρὴ ἔρευνα. Εἶδα ἀπ’τὸ κελὶ τοὺς ἀσφαλίτες νὰ ψάχνουνε ἀκόμη καὶ τὰ παπούτσια τοῦ Ἀργυριάδη. Ἔκαψα ὅσα γράμματα τοῦ Νίκου φύλαγα. Ἐκεῖνο τὸ βράδυ δὲ μιλήσαμε πολύ. Ρώτησα κάποια στιγμὴ τὸ Νίκο τί κάνανε. – « Ἀναλύουμε, διαλύουμε καὶ συνθέτουμε, …» μοῦ ἀπάντησε γελώντας. Ἤμουνα πιὰ σίγουρη πῶς θαρχότανε ἐκεῖνο τὸ βράδυ, μὰ δὲν εἶπα τίποτα. Κι ἐκεῖνος ἦταν σίγουρος πῶς θαρχότανε μὰ ὄχι πρὶν τὴ Δευτέρα. Καὶ κοιμηθήκαμε. Ἀκόμα καὶ κείνη τὴ νύχτα κοιμηθήκαμε. Στὸν ὕπνο μου ἄκουσα κλειδιά. Ἤτανε ἀκόμη στὴν αὐλὴ μὰ ἄκουσα τὸ βρόντηγμα τῶν κλειδιῶν. Τινάχτηκα πάνω καὶ φώναξα τὸν Νίκο. Εἶχε ἀκούσει καὶ κεῖνος. «Ἐ ναί, ἔρχονται…» μοῦ ἀποκρίθηκε. Τοὺς εἶδα. Ἀνοίξανε ὅλα τὰ κελιὰ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ δικό μου. Ὁ Νίκος ζήτησε νὰ μὲ δεῖ. Δὲ μοῦ ἀνοίξανε. Μᾶς ἀφήσανε τὸ παραθυράκι μὲ τὰ σίδερα γιὰ ν’ἀποχαιρετιστοῦμε. Εἶδα τὸ αἷμα νὰ χάνεται ἀπὸ τὸ πρόσωπό του ὅταν κοιταχτήκαμε καὶ ξέραμε πώς δὲν ὑπῆρχε γιὰ μᾶς ἄλλη μέρα. Ὁ Καλούμενος ἦρθε κοντὰ μ’ ἀνοιχτὸ πουκάμισο. «Πάω καὶ γῶ!» μοῦ εἶπε, καὶ προσπαθοῦσε αὐτὴν τὴν τελευταία στιγμὴ νὰ γίνει παλληκάρι. Ὁ Μπάτσης στάθηκε πιὸ πέρα. «Φρόντισε καὶ γιὰ τὴν κόρη μου…» μὲ παρεκάλεσε. «Ναὶ ἂν ζήσω», τοῦ εἶπα. Ὁ Νίκος ἔγειρε κοντά μου. «Πρέπει νὰ ζήσεις» μου εἶπε, «πρέπει…».
Τὸ πρόσωπό του ἤτανε γκρίζο, ἔκανε πολλὴ προσπάθεια γιὰ νὰ μὴν ἀφήσει νὰ κυλήσει οὔτε ἕνα δάκρυ. Μοῦ’ δῶσε τὸ ρολόϊ, τὸ στυλό, τὸ πορτοφόλι μὲ τὶς φωτογραφίες. «Πᾶμε», εἶπε ὁ ἐπικεφαλῆς. Ἕνα φιλὶ μὲς ἀπ’ τὰ σίδερα. Δὲν ἤξερα ἂν ζοῦσα ἢ ἂν αὐτὸ ἦταν ἡ κόλαση. Θυμᾶμαι πῶς τοὺς εἶχα ρωτήσει γιατί δὲν μ’ ἀνοίγουνε κι ἐμένα. «Δὲν εἶσαι στὸ χαρτί», μοῦ εἶχε ἀποκριθεῖ ὁ ἀρχιφύλακας καὶ φαινότανε στενοχωρημένος. Θυμᾶμαι πῶς φώναξα. «Πάρτε μὲ καὶ μένα» κι ὕστερα σωριάστηκα στὸ στρῶμα. Ἄργησα πολὺ νὰ συνέλθω γιὰ νὰ κλάψω.
Ξημέρωσε, ἀνοίξανε, βγῆκα στὴν αὐλή. Ἤθελα νὰ βγῶ. Ὅπως κάθε πρωί. Ἤτανε συννεφιὰ καὶ στὴ στέγη τῆς φυλακῆς καθότανε ἕνα περιστέρι. Ἐκεῖνος δὲν ἤτανε πιά…Γύρισα στὸ κελὶ κι ἔκανα τὸ σχέδιό μου. Νὰ ζήσω, δὲν μποροῦσα. Ν’ ἀφήσω ἀνεκπλήρωτη τὴν ἐπιθυμία του, δὲ γινότανε. Πῶς μποροῦσα νὰ τὰ συνταιριάξω τὰ δυό; Ἔγραψα γράμματα καὶ περίμενα τὴν εὐκαιρία νὰ τὰ στείλω ἔξω. Θὰ ἔγραφα καὶ ἕνα ἀκόμη, ἕνα γράμμα – δυὸ λόγια στὸν Πλαστήρα. Θὰ τοῦ πέταγα στὰ μοῦτρα τὴ ζωή μου, γιατί στὴν πραγματικότητα μὲ εἶχε ἐκτελέσει.
Μὲ φυλάγανε πολύ. Δὲν μπόρεσα νὰ στείλω τὰ γράμματα. Τὸ πρόσωπο τοῦ Νίκου ἔσκυβε μέσα ἀπ’ τὰ σίδερα. Δέχτηκα αὐτὴ τὴ ζωή, πού μοῦ ζήτησε νὰ ζήσω. Βαριά, σκληρὴ – πολλὲς φορὲς μ’ ἔκανε νὰ πῶ «γιατί νὰ μὴν μ’ ἔχουνε ἐκτελέσει…» μὰ κράτησα τὸ λόγο μου – δὲν ἔδωσα μόνη μου τὸ τέλος. Δέχτηκα, καὶ γιὰ τοὺς δυό μας πιά, τὴ χαρά σου. Σοὺ ‘πλεξα τὸ πρῶτο σου παντελονάκι. ἤσουνα ἑφτὰ μηνῶν, ἕνα «ὡραῖο» ποίημα ἑφτὰ μηνῶν. Τώρα κοντεύεις ἕντεκα χρονῶν, κι ἀκόμα εἶμαι μακρυά σου. Αὐτὴ τὴν ἱστορία τῆς Καλλιθέας σοῦ τὴ γράφω μὲ πολὺ κόπο, γι’ αὐτὸ καὶ τόσο σύντομα. Ὅμως ἔπρεπε νὰ στὴ πῶ. Γιὰ νὰ μπορέσεις πιὸ πολὺ νὰ γνωρίσεις τὸν πατέρα σου. Κι αὐτὰ τὰ φοβερὰ καὶ τόσο μεγάλα χρόνια, πού ζήσαμε ἐμεῖς».

Advertising


ΕΛΛΗ ΠΑΠΠΑ «28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940» ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΕΡΤ
Στο ακόλουθο αφιέρωμα, η Έλλη Παππά, συγγραφέας και μαρτυρική σύντροφος του Νίκου Μπελογιάννη, αφηγείται σε μια παρέα παιδιών την ιστορία του Ελληνοιταλικού πολέμου.

Διαβάστε επίσης  Frantz Kafka: Ο συγγραφέας που αποτύπωσε τις σκοτεινές σκέψεις των ανθρώπων

Πηγές
https://el.wikipedia.org
http://www.katiousa.gr
https://www.timesnews.gr
https://www.translatum.gr

Από μικρή ηλικία μου άρεσε να γράφω. Στιχάκια, κειμενάκια, σκέψεις. Στο γυμνάσιο άρχισα να γράφω και άρθρα στην εφημερίδα που είχε ο μπαμπάς μου, σε μια μικρή επαρχιακή πόλη. Αυτό το μικρόβιο, λοιπόν, φώλιασε μέσα μου κι έτσι αποφάσισα να σπουδάσω δημοσιογραφία. Τελείωσα, παντρεύτηκα, έκανα δύο υπέροχες κόρες κι όποτε έβρισκα χρόνο, έγραφα. Τι άλλο; Παρακολουθώντας σεμινάρια δημιουργικής γραφής, συνέχισα να κάνω αυτό που αγαπούσα, λίγο καλύτερα. Διαβάζω, ακούω μουσική και το βασικότερο; Ζω την κάθε μου στιγμή, σαν να είναι η τελευταία μου.

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

Μουσική τζαζ και τέχνη

Η τέχνη της τζαζ στη ζωγραφική είναι βασισμένη στη μουσική,
μυστικά για πηχτές σούπες

Μυστικά για πηχτές σούπες

Τα μυστικά για πηχτές σούπες ξεκινούν με μια βασική αρχή,