Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης κατατάσσεται στην κατηγορία των «καταραμένων και ιδανικών αυτόχειρων» ποιητών της χώρας μας. Η ζωή του υπήρξε έντονη, γεμάτη πάθη, με αποτέλεσμα το τραγικό τέλος στα 55 του χρόνια.
Πάντα συγκρατημένος και κλεισμένος στον εαυτό του και σε μεγάλο βαθμό αντισυμβατικός για την συντηρητική κοινωνία της εποχής του, συνεχίζει να συζητιέται τόσο για το έργο του, όσο και για την ζωή του.
Η ζωή του

Τη νύχτα της 30ης Οκτωβρίου προς ξημερώματα της 31ης του 1888 γεννιέται στην πλατεία Αγίων Θεοδώρων στην Αθήνα ο Ναπολέων Λαπαθιώτης. Γιος του Λεωνίδα Λαπαθιώτη, μαθηματικού και ανώτατου στρατιωτικού, ο οποίος διετέλεσε βουλευτής την διετία 1903-1905 και Υπουργός Στρατιωτικών το 1909 και της Βασιλικής Παπαδοπούλου, ανηψιάς του Χαρίλαου Τρικούπη.
Ο πατέρας του επιλέγει για τον γιο του το όνομα Ναπολέων, ένα όνομα γεμάτο συμβολισμούς.
Ο μικρός Ναπολέων, σε ηλικία 10 ετών, μετακομίζει με την οικογένειά του στο Ναύπλιο και μαθαίνει αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά, ενώ παρακολουθεί μαθήματα πιάνου και ζωγραφικής.
Το φθινόπωρο του 1916, μαζί με τον πατέρα του, μετακομίζουν στην Θεσσαλονίκη και προσχωρούν στο κίνημα της Εθνικής Άμυνας του Βενιζέλου. Το πρώτο εξάμηνο του 1917 θα συνοδέψει τον πατέρα του στην Αίγυπτο για να στρατολογήσουν εθελοντές. Στην Αίγυπτο γνωρίζει τον Κωνσταντίνο Καβάφη. Τη θέση του ανθυπολοχαγού-διερμηνέα θα την διατηρήσει ως το 1921.
Με την Οκτωβριανή Επανάσταση, ο Λαπαθιώτης, όπως και πολλοί λόγιοι της εποχής του, θα στραφούν στον κομμουνισμό και από το 1932 θα αρθρογραφεί στο αριστερό περιοδικό «Πρωτοπόροι».
Το 1937 πεθαίνει η μητέρα του και πέντε χρόνια αργότερα ο πατέρας του. Ο ποιητής μένει μόνος του, απροστάτευτος οικογενειακά και οικονομικά, αφού δεν είχε μάθει ποτέ να βιοπορίζεται. Ζούσε πάντα με τους γονείς του στο πατρικό του σπίτι στις παρυφές του Λόφου Στρέφη. Σε αυτό το διώροφο νεοκλασικό αρχοντικό έζησε όλη του την ζωή κι έγραψε το μεγαλύτερο μέρος των ποιημάτων του.
Κυκλοφορούσε πάντα τη νύχτα, αναζητώντας την ηδονή, αφού δεν είχε κρύψει ποτέ την λατρεία του προς το ίδιο φύλο. Ο ίδιος θεωρούσε την ομοφυλοφιλία ως μια φυσιολογική, αν όχι ανώτερη, πιο εξελιγμένη μορφή σεξουαλικότητας. Με την ζωή του προκαλούσε τον συντηρητισμό της Αθηναϊκής κοινωνίας και ο ίδιος είχε προτίμηση στους λαϊκούς ανθρώπους του μεροκάματου, γι’ αυτό και αργότερα προσχώρησε στο σοσιαλιστικό κίνημα.
Σύμφωνα με τον Βάσο Βαρίκα, σε μία δημοσίευσή του στην εφημερίδα «Βήμα» το 1964: «σημειώνω ενδεικτικά τη συμπάθεια, που από τα πρώτα χρόνια του Μεσοπόλεμου, σύμφωνα με αδιαμφισβήτητες μαρτυρίες, έδειχνεν ο Λαπαθιώτης προς το σοσιαλιστικό κίνημα, φτάνοντας ως το σημείο να παρακολουθεί ακόμα και δημόσιες συγκεντρώσεις, και που συνεχίστηκε ως το τέλος της ζωής του, αφού και στην πλήρη κατάρρευση του, κατά την κατοχή, δεν αρνιόταν να φιλοξενήσει στο σπίτι του «παράνομους».
Επίσης, ο Τ. Βουρνάς, στην εφημερίδα «Αυγή», το 1965, δίνει την πληροφορία πως «πριν αυτοκτονήσει, φρόντισε ν’ αποκτήσει σύνδεση με τον εφεδρικό ΕΛΑΣ της περιοχής Εξαρχείων, όπου κατοικούσε, και μια μέρα έμπασε μυστικά στο σπίτι του μια ομάδα Ελασιτών και τους πρόσφερε για τον αγώνα τα όπλα του πατέρα του».
Ο εθισμός του στην ηρωίνη τον αναγκάζει να ξεπουλήσει σιγά-σιγά την πατρική περιουσία. Αποκορύφωμα όλων, είναι το ξεπούλημα της βιβλιοθήκης του, μία από τις πλουσιότερες ιδιωτικές βιβλιοθήκες της εποχής.
Το 1944 θα βρει τον Ναπολέων Λαπαθιώτη οικονομικά κατεστραμμένο και εξουθενωμένο από την πείνα της Κατοχής. Στις 7 Ιανουαρίου θα αυτοκτονήσει μέσα στο σπίτι του με το όπλο του πατέρα του και η κηδεία του θα γίνει με την χρηματική συνδρομή φίλων του, τέσσερις μέρες αργότερα.
Το έργο του
Πρωτοασχολήθηκε με την ποίηση από παιδί και ένα από τα πρώτα του έργα, το έμμετρο δράμα «Νέρων ο Τύραννος», εκδόθηκε με την συμβολή του πατέρα του.
Η πρώτη του επίσημη εμφάνιση έγινε το 1905 στο περιοδικό «Νουμάς», όπου δημοσιεύτηκε το ποίημα του «Έκσταση». Την ίδια χρονιά γράφεται στη Νομική Σχολή Αθηνών και αν και πήρε το πτυχίο του, δεν ασχολήθηκε ποτέ με το επάγγελμα του δικηγόρου.
Το 1907 ιδρύει το περιοδικό «Ηγησώ», μαζί με άλλους εννιά νεαρούς λογοτέχνες και στα δέκα τεύχη τα οποία εκδόθηκαν έως το 1908, ο ίδιος δημοσίευσε δεκαέξι ποιήματα.
Μετά το κλείσιμο του περιοδικού συνεργάζεται με την εφημερίδα «Εσπερινή» και το περιοδικό «Ελλάς» του Σ. Ποταμιάνου, δημοσιεύοντας ποιήματα, πεζοτράγουδα και διηγήματα, ενώ δημοσιεύει άρθρα και μελέτες στο «Ελεύθερον Βήμα».
Συνεργάστηκε με πολλά περιοδικά και εφημερίδες της εποχής, όπως «Δάφνη» και «Ανεμώνη» την διετία 1909-1910, την εφημερίδα «Ελεύθερο Βήμα» από το 1924, το περιοδικό «Η Διάπλασις των παίδων» το 1925, το περιοδικό «Μπουκέττο» το 1931, καθώς και τη «Νέα Εστία», την «Πνευματική Ζωή» και τα «Νεοελληνικά γράμματα».
Η μοναδική ποιητική συλλογή που εκδόθηκε όσο ζούσε ήταν «Τα πρώτα ποιήματα» το 1939, ενώ το 1964 ο Άρης Δικταίος εξέδωσε τα ποίηματά του.
Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης είχε επηρεαστεί πολύ από τον Ουώλτερ Χορέισο Πέιτερ έναν από τους πρωτεργάτες του κινήματος του Αισθητισμού και από τον Όσκαρ Ουάιλντ. Αυτό φαίνεται έντονα στα πρώτα του ποιήματα, ενώ στα τελευταία του οι στίχοι του είναι μελαγχολικοί και απελπισμένοι, πλημμυρισμένοι από το αίσθημα της νοσταλγίας για τα χαμένα ιδανικά.
Ο ίδιος ανήκε στο κίνημα της νεορομαντικής σχολής και οι στίχοι του ήταν γεμάτοι μουσική και λυρισμό.
Το έργο του, εκτός από ποίηματα, περιλαμβάνει πεζογραφήματα (πάνω από 100), διηγήματα, λογοτεχνικά δοκίμια, θεατρικά έργα («Νέρων ο τύραννος», «Η τιμή της συζύγου», «Τα μεσάνυχτα ως το γλυκοχάραμα»), ενώ ασχολήθηκε με τη μετάφραση και τη μουσική σύνθεση.
Πολλά από τα ποίηματά του έχουν μελοποιηθεί από Έλληνες συνθέτες.
Αναλυτικά το έργο του:
Έργα
- «Οι Περιπέτειες του Κονστάν Λαβρέτ» ημιτελές μυθιστόρημα (πρωτόλειο)
- «Νέρων ο Τύραννος», 1901, θεατρικό παιδικό έργο, που το τύπωσε ο πατέρας του
- «ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ», άρθρο στο Νουμά, 1916
- «Η Ζωή μου», ημιτελής αυτοβιογραφία (φτάνει έως το 1917) που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο περιοδικό Μπουκέτο το 1940.
Ποιήματα
Στὸ νυχτερινὸ κέντρο
Τώρα ποὺ παίζει τὸ βιολὶ κι ἔχουμε πιεῖ τόσο πολύ,
ποὺ μ᾿ ἕναν ἔρωτα τρελὸ σὰ νά ῾μαστε δεμένοι,
σ᾿ ἕνα συντρόφεμα ζεστό, βᾶνε ξανὰ νὰ ζαλιστῶ,
μέσ᾿ στ᾿ ὄνειρό σου νὰ κλειστῶ. Τὸ μόνο ποὺ μοῦ μένει.Advertising
Γιατὶ ἂν λείψει τὸ κρασὶ κι φύγεις ἄξαφνα κι ἐσὺ
καὶ βουβαθεῖ καὶ τὸ βιολὶ μὲ τὸ γλυκὸ βραχνᾶ του,
μεσ᾿ στῆς καρδιᾶς μου τὸ κενό, μεγάλο σὰ τὸν οὐρανό,
θ᾿ ἀκούσω πάλι τὸ βραχνὸ τραγούδι τοῦ θανάτου…
- Τὰ καημένα τὰ πουλάκια
- Τὰ χλωμά τὰ κοριτσάκια
- Ἔχω ἕνα ἀηδόνι…
- Ποιητής
- Μυστικό…
- Ἐπεισόδιο
- Ἡ χαρά
- Συντριβή
- Ἀναμνήσεις
- Τὸ παλιό μας τραγούδι
- Μικρό Τραγούδι
- Παραμύθι
- Πόθος
- Στο νυχτερινό κέντρο
- Χειμωνιάτικο τοπίο
Φαντάσματα
Τ᾿ Ἄγνωστο γύρω καὶ παντοῦ κι ὁ Νόμος ὁ Τρανός του!
Κι ἐνῷ δὲν εἴμαστε παρὰ μορφὲς αὐτοῦ τ᾿ Ἀγνώστου,
φαντάσματα, ὅλοι καὶ καπνοί, στὴ δίνη τῆς ἀβύσσου,
-μὲ τ᾿ ὄνειρο, φτωχὴ ψυχή, γιὰ μόνη ἀπολαβή σου-,μάταια φαντάσματα, τυφλά, ποὺ τὸ σκοτάδι σπέρνει,
ποὺ ἡ νύχτα φέρνει μία στιγμὴ κι ἡ νύχτα πάλι παίρνει,
χαμένοι, δίχως γυρισμό, μέσ᾿ στὸν αἰώνιο σάλο,
μισοῦμε κι ἐχθρευόμαστε καὶ κρίνει ὁ ἕνας τὸν ἄλλο…Advertising
- Ἐκ βαθέων
- Στη φυλακή…
- Κούραση
- Κλείσε τὰ παράθυρα
- Φαντάσματα
- Βαθύ κι ἐξαίσιο βράδυ
- Μοναξιά
- Ἑκάτης πάθη
- Νυχτερινό
- Οἱ μπερντέδες
- Ἐρωτικό
- Οἱ κύκνοι τὸ φθινόπωρο
- Λυπήσου
- Προσμένω πάλι
- Σπαρασμός
- Ἄτιτλο
- 1939
- Φάντασμα
- Προσμονή
- Εἶμαι μόνος…
- Ἐρινύες
- Βαο, γαο, δαο
- Τ᾿ ἁπλὸ παιδί πού ἐγὼ ἀγαπῶ…
- Τραγούδι
- Ὅταν βραδιάζει
- Ἕνας χαμένος κύκλος
- Ἀποχαιρετισμοί στη μουσική
- Ἀποχαιρετισμός
- Ἀποχαιρετιστήριο
- Κραυγή
Μοναξιά
Εἶμαι μόνος. Βραδυάζει. Τί νὰ κάνω…
Τὰ χέρια μου εἶναι τόσο ἀπελπισμένα!
Τὰ χέρια μου εἶναι τόσο κουρασμένα!
Τ᾿ ἀφήνω καὶ γλιστροῦν, ἀργὰ στὸ πιάνο…Παίζω στὴ τύχη κάτι ἀγαπημένο,
κάτι παλιὸ καὶ γνώριμο καὶ πλάνο…
Καὶ πάλι σταματῶ. Δὲν ἐπιμένω.
Θὰ προτιμοῦσα μᾶλλον, νὰ πεθάνω…
Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης μέσα από τα μάτια του μελετητή του έργου του, Βαγγέλη Ψαραδάκη
Σύμφωνα με τον Βαγγέλη Ψαραδάκη, μελετητή του έργου του Λαπαθιώτη:
«Παλιότερα ο μύθος για το πρόσωπο του Λαπαθιώτη, θετικός ή αρνητικός, ήταν ισχυρότερος από το έργο του. Γνωρίζαμε κάμποσα κρίσιμα στοιχεία για τη ζωή και ελάχιστα για τη λογοτεχνική προσφορά του. Σε τούτο συνέβαλαν διάφοροι λόγοι…… Μετά θάνατον το έργο του έπεσε σε χέρια που δεν το μεταχειρίστηκαν πάντοτε με τον καλύτερο τρόπο. Το γεγονός αυτό στάθηκε ο δεύτερος θάνατος του λογοτέχνη για πολλά χρόνια. Μόλις το 1964 έχουμε μια πρώτη έκδοση των περισσοτέρων ποιημάτων του. Παρά τις ατέλειες, δυνάμει αυτής έγινε η πρώτη επικοινωνία του αναγνωστικού κοινού με τον ποιητή, ετεροχρονισμένα. Χάρη στις νεότερες φιλότιμες, επίμονες και επίπονες προσπάθειες διαφόρων, από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1980 και μετά, το έργο του Λαπαθιώτη επανέρχεται συχνά στο προσκήνιο ως μέσο μελέτης, έρευνας και απόλαυσης, ιδίως στον 21ο αιώνα, είτε άμεσα με εκδόσεις βιβλίων, είτε έμμεσα με θεατρικές παραστάσεις, μελοποιήσεις ποιημάτων κ.λπ. Σχετικά με το έργο του Λαπαθιώτη πρέπει να κάνουμε μια διάκριση ανάμεσα στο δημοσιευμένο και στο αδημοσίευτο από τον συγγραφέα έργο. Από το πρώτο γνωρίζουμε ένα μεγάλο μέρος του, γύρω στα 300+ ποιήματα διαφόρων ειδών, γύρω στα 100 διηγήματα και 2 νουβέλες, αλλά και κάμποσα κριτικά–αισθητικά άρθρα και μελέτες. Αυτό τουλάχιστον έχει αποθησαυριστεί μέχρι σήμερα. Στην πορεία θα προκύψει ασφαλώς και νεότερο υλικό. Υπάρχει όμως και το αδημοσίευτο έργο, στο οποίο ο Λαπαθιώτης αναφέρθηκε σε μιαν επιστολή του εμφατικά (1942). Το μεγαλύτερο μέρος μιας ανέκδοτης ποιητικής συλλογής του, σατιρικού περιεχομένου, δημοσιεύτηκε ηλεκτρονικά και παρουσιάστηκε πριν από λίγα χρόνια. Αν και ο λογοτέχνης δεν ήταν ολιγογράφος, δεν γνωρίζουμε την έκταση του υπόλοιπου, ούτε το είδος του αδημοσίευτου έργου του.…….. Μια και ο Λαπαθιώτης είναι ένας από τους ελάσσονες ποιητές μας, θυμάμαι πάντα κάποιες καίριες σκέψεις του Έλιοτ : “Όταν μιλάμε για Ποίηση, με κεφαλαίο το αρχικό, έχουμε την τάση να σκεφτόμαστε μόνο την πιο έντονη συγκίνηση ή την πιο μαγική φράση – ωστόσο, υπάρχουν πολλά παράθυρα στην ποίηση που δεν είναι μαγικά, που δεν ανοίγουν για να μας δείξουν τους αφρούς μιας μανιασμένης θάλασσας, αλλά που παρ’ όλα αυτά είναι πολύ καλά παράθυρα.” Ένα τέτοιο ακριβώς παράθυρο είναι η ποίηση του Λαπαθιώτη. Στα ανθρώπινα μέτρα. Μας μιλά με απλό και συγκινητικό τρόπο για βασικά συναισθήματα και καταστάσεις όπως ο έρωτας, η χαρά, η λύπη, ο πόνος, η ανάμνηση, η απογοήτευση, ο θάνατος κ.ά.
Πιστεύω πως, όσο υπάρχουν άνθρωποι που αγαπούν τους ανθρώπους, τα λουλούδια, τα ζώα, το φεγγάρι, που ερωτεύονται, ενθουσιάζονται, απογοητεύονται, που γελούν ή κλαίνε – η ποίηση του Λαπαθιώτη παραμένει ενεργή. Κι επειδή ο Λαπαθιώτης ήταν τύπος κατεξοχήν νυχτερινός, η ποίησή του, νομίζω, πρέπει να διαβάζεται είτε βράδυ είτε νωρίς το πρωί. Για τις νύχτες που έγιναν – ή όχι».
Ναπολέων Λαπαθιώτης και Κώστας Γκίγκας
Η μεγάλη αγάπη του Λαπαθιώτη υπήρξε ο Κώστας Γκίκας. Η σχέση τους ξεκίνησε το 1925 και κράτησε μέχρι το 1937. Το ποίημα «Ερωτικό» γράφτηκε στις 7 Αυγούστου του 1928 και η ακροστιχίδα σχηματίζει το όνομα του. Το τραγούδι μελοποιήθηκε από το Νίκο Ξυδάκη και ερμηνεύτηκε από την Ελευθερία Αρβανιτάκη.
Καημός αλήθεια να περνώ, του έρωτα πάλι το στενό
Ωσπου να πέσει η σκοτεινιά μια μέρα του θανάτου.
Στενό βαθύ και θλιβερό που θα θυμάμαι για καιρό
Τι μου στοιχίζει στην καρδιά το ξαναπέρασμα του.
Ας είν’ ωστόσο, τι ωφελεί γυρεύω πάντα το φιλί
Στερνό φιλί, πρώτο φιλί και με λαχτάρα πόση.
Γυρεύω πάντα το φιλί αχ, καρδιά μου, που μου το ‘τάξανε πολλοί
Κι όμως δε μπόρεσε κανείς, ποτέ να μου το δώσει.
Ίσως μια μέρα όταν χαθώ γυρνώντας πάλι στο βυθό
Και με τη νύχτα μυστικά γίνουμε πάλι ταίρι
Αυτό το ανεύρετο φιλί που το λαχτάρησα πολύ
Σαν μια παλιά της οφειλή να μου το ξαναφέρει.
Ακολουθεί το τραγούδι “Ερωτικό”.
Πηγές
https://el.wikipedia.org
https://www.elculture.gr
https://www.sansimera.gr
https://tvxs.gr
https://www.lifo.gr